fbpx

Εξόφληση και κατοχή επιταγής

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 19, 34, 40, 44, 46 και 47 του Ν 5960/1933 «περί επιταγής» προκύπτει ότι τελευταίος νόμιμος κομιστής επιταγής είναι αυτός που με αδιάκοπή σειρά οπισθογραφήσεων κατέχει τον τίτλο κατά το χρόνο της βεβαίωσης της μη πληρωμής. Ο κομιστής αυτός μπορεί να στραφεί κατά των άλλων προσώπων που ευθύνονται από την επιταγή για την πληρωμή της (λοιπών υπογραφέων της) και να ζητήσει, εκτός των άλλων, και το ποσό της επιταγής. Το ίδιο δικαίωμα έχει και κάθε υπογραφέας της επιταγής, ο οποίος την πλήρωσε. Αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση της ως άνω αξίωσης αναγωγής προς απόδοση συνιστά η, εκ μέρους του υπογραφέα της επιταγής και εξ αναγωγής υπόχρεου αυτής, πληρωμή του ποσού της προς το νόμιμο κομιστή της, χωρίς τη συνδρομή της οποίας ο υπογραφέας της επιταγής δεν έχει την παραπάνω αξίωση και δεν νομιμοποιείται να στραφεί αναγωγικά κατά των προηγούμενων αυτού υπογραφέων της επιταγής, ζητώντας το ποσό που πλήρωσε, αφού η εν λόγω αξίωση βρίσκει έρεισμα στην ιδιότητα του πληρώσαντος ως εξ αναγωγής υπόχρεου από την επιταγή, αλλά και στο γεγονός της, με οποιονδήποτε τρόπο, πληρωμής του ποσού της τελευταίας. Επίσης, ο πληρώσας την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος μπορεί, αφενός μεν να απαιτήσει κατά την πληρωμή της την προς αυτόν παράδοση του εν λόγω τίτλου μαζί με το διαμαρτυρικό ή την ισοδύναμη βεβαίωση και εξοφλημένο λογαριασμό, αφετέρου δε και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τη σειρά τους, να εναγάγει ατομικά ή ομαδικά τους προγενέστερος τούτου υπόχρεους (προηγούμενους υπογραφείς της επιταγής), ζητώντας από αυτούς ολόκληρο το ποσό που ο ίδιος πλήρωσε, με τους νόμιμους τόκους από την ημέρα της εκ μέρους του καταβολής και τα σχετικά έξοδα (ΑΠ 1012/2018).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 424 εδ. α’ ΑΚ «Ο οφειλέτης καταβάλλοντας έχει το δικαίωμα να απαιτήσει έγγραφη εξοφλητική απόδειξη και, αν εξοφλήσει ολοσχερώς, απόδοση του χρεωστικού εγγράφου», ενώ κατά τη διάταξη του εδαφίου β’ του ίδιου άρθρου «Από την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου τεκμαίρεται η εξόφληση του χρέους». Από την τελευταία αυτή διάταξη (424 εδ. β’ ΑΚ) καθιερώνεται νόμιμο, γνήσιο, δικονομικό και μαχητό τεκμήριο για το πραγματικό γεγονός ότι έγινε ολοσχερής καταβολή του χρέους. Χρεωστικό έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου αυτού είναι το έγγραφο που φέρει την υπογραφή του οφειλέτη ή του δικαιοπαρόχου του, με το οποίο αποδεικνύεται η ύπαρξη του χρέους, αδιάφορο αν τούτο συντάχθηκε μόνο προς απόδειξη του χρέους ή και προς σύσταση αυτού, όπως π.χ. είναι το γραμμάτιο εις διαταγήν, η συναλλαγματική και η τραπεζική επιταγή. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 34 εδ. α’ του Ν 5960/1933 «ο πληρωτής πληρώνων την επιταγή δύναται να απαιτήσει όπως του εγχειρισθεί αυτή εξοφλημένη υπό του κομιστού», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 του ίδιου νόμου «πας υπόχρεος, κατά του οποίου ασκείται αναγωγή δύναται να απαιτήση κατά την πληρωμήν την προς αυτόν παράδοσιν της επιταγής». Επομένως, η παράδοση της επιταγής από το νόμιμο κομιστή της σε άλλο υπόχρεο από αυτή πρόσωπο, παράγει το τεκμήριο της καταβολής του ποσού της απ’ αυτόν που την κατέχει σε εκείνον που του την παρέδωσε (ΑΠ 905/2018, ΑΠ 1012/2018, ΑΠ 774/2004).

Απόκειται περαιτέρω στο δανειστή να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, ισχυριζόμενος ότι η κατοχή του τίτλου από τον οφειλέτη δεν οφείλεται σε απόδοση λόγω εξόφλησης, αλλά σε άλλον λόγο (ΑΠ 1506/2006). Κατά συνέπεια, για την απόδειξη καταβολής του ποσού της επιταγής αρκεί η επίκληση και προσκομιδή του σώματος αυτής, από την κατοχή του οποίου τεκμαίρεται η πληρωμή της. Υποχρέωση προσκομιδής εξοφλητικής απόδειξης, επί πλέον της προσκομιδής του σώματος της επιταγής, θα είχε νόημα μόνο σε περίπτωση που ο πληρώσας την επιταγή ισχυριζόταν ότι είχε καταβάλει ποσό πέραν του αναγραφομένου στον πιστωτικό τίτλο (π.χ. τόκους, έξοδα κ.λπ.) και διεκδικούσε το ποσό αυτό. Τούτο διότι είναι λογικό το ανωτέρω τεκμήριο να μην καλύπτει ποσό πέραν του αναφερομένου στο σώμα της επιταγής και γι’ αυτό το λόγο ο αιτών το επί πλέον ποσό οφείλει να αποδείξει την καταβολή του με εξοφλητική απόδειξη. Εξ άλλου, ως πληρωμή της επιταγής νοείται η με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο εξόφληση του ποσού της, αλλά και αυτή ακόμα η από χαριστική αιτία περιέλευση της επιταγής στον πληρώσαντα. Στην ύπαρξη δε του προαναφερομένου τεκμηρίου, όταν πρόκειται για συναλλαγματική ή επιταγή, δεν ασκεί επιρροή το αν έγινε ή όχι η προβλεπόμενη από το άρθρο 50 παρ. 2 του Ν 5325/1932 «περί συναλλαγματικής» ή από το άρθρο 47 παρ. 2 του Ν 5960/1933 «περί επιταγής» διαγραφή οπισθογραφήσεων. Και τούτο διότι τα άρθρα αυτά παρέχουν στον πληρώσαντα τη συναλλαγματική ή την επιταγή απλώς δυνατότητα και δεν καθιερώνουν υποχρέωση. Επομένως, η μη χρησιμοποίηση από τον τελευταίο της δυνατότητας αυτής δεν εμποδίζει την άσκηση των δικαιωμάτων του εναντίον των απέναντι αυτού υπόχρεων από τον τίτλο, ούτε κατά συνέπεια αναιρεί την ιδιότητα του πληρώσαντος ως εξ αναγωγής κομιστή της επιταγής.
Επίσης, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 του Ν 5960/1933 κτήση εκ μέρους του τελευταίου εξοφλημένου λογαριασμού από τον εισπράξαντα το ποσό της επιταγής νόμιμο κομιστή αυτής, καθιερώνεται από την ως άνω διάταξη, όχι ως υποχρέωση, αλλά ως δυνατότητα μόνο του πληρώσαντος την επιταγή, η μη χρήση της οποίας εκ μέρους τούτου δεν επηρεάζει σε τίποτα την άσκηση των παρεχομένων σ’ αυτόν από το νόμο δικαιωμάτων, ούτε την ιδιότητα αυτού ως εξ αναγωγής κομιστή της επιταγής (ΑΠ 1012/2018).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 623, 626 παρ. 2 και 628 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων, με τη συνδρομή των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός μεν η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένο έννομη σχέση, αφετέρου δε η απαίτηση αυτή, καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση της διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό αυτής. Αν η απαίτηση ή το ποσό αυτής δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει να μην την εκδώσει, αν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ. Η ακύρωσή της για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 1451/2007). Έτσι, το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή, αν από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν για την έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά που προσκομίσθηκαν στο δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, αλλά οφείλει να δεχθεί την ανακοπή και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής. Τα ανωτέρω ισχύουν και όταν την έκδοση της διαταγής πληρωμής ζήτησε αυτός που πλήρωσε την επιταγή στον τελευταίο νόμιμο κομιστή της, οπότε όμως, η πληρωμή και επομένως και η απαίτηση αποδεικνύονται εγγράφως από το τεκμήριο, που κατά το άρθρο 424 εδ. β’ ΑΚ υπάρχει, λόγω της απόδοσης της επιταγής στον αιτούντα (εξ αναγωγής κομιστή της επιταγής) και της κατοχής του αξιογράφου αυτού από αυτόν κατά το χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1012/2018, ΑΠ 1486/2021 ΤΝΠ QUALEX).

* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -