fbpx
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου, 2024

Εξουσία δικαστηρίου επί προσφυγής (Αρ. 79, 97 ΚΔΔ)

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

      Το Δικαστήριο διενεργεί έλεγχο νομιμότητας και ουσίας της προσβαλλόμενης πράξεως/παραλείψεως μέσα στα όρια της προσφυγής (ΣτΕ 3065/2017, 66/2015, ΔΕφΑθ 604/2007), όπως προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της (αρ. 79 παρ. 1 εδ. α)

          Επί προσφυγής κατά ρητής πράξεως το Δικαστήριο είτε δέχεται την προσφυγή εν όλω ή εν μέρει (ΔΕφΑΘ 3530/2013) και ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την πράξη ή την τροποποιεί (ΣτΕ 1049/2006, ΔΕφΑ 798/2014, 780/2014, 101/2014, 3568/2013)είτε απορρίπτει την προσφυγή (αρ. 79 παρ. 2).

          Επί προσφυγής κατά παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, είτε ακυρώνει εν όλω ή εν μέρει την παράλειψη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να προβεί στην οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια είτε απορρίπτει το ένδικο βοήθημα (αρ. 79 παρ. 4, ΣτΕ 1796/2017, 2260/2015, ΔΠΘεσ.Πρ. 483/2014).

          Κατ’ εξαίρεση χωρεί αυτεπάγγελτος έλεγχος νομιμότητας όταν (αρ. 79 παρ. 1 εδ. β΄): α) η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από όργανο με μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση (ΣτΕ 2944/2014, ΔΕφΘεσ. 270/2016, ΔΕφΑ 1490/2013, 119/2009)β) η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της (ΣτΕ 166/2018, 2002/2017, 47/2017, 2723/2016, 2181/2015, 1807/2015, 1058/2015, 509/2015, 223/2015, 177/2015, 755/2011, 453/ 2011, 3887/2010, 1748/ 2007, ΔΕφΘεσ. 890/2017, ΔΕφΑ 4622/2013, όχι αντίθεση με ΕΣΔΑ ΣτΕ 682/2017), γ) υπάρχει παράβαση δεδικασμένου (ΣτΕ 3222/2002, 3718/2003)

          Δεν ελέγχεται αυτεπαγγέλτως η μη τήρηση του τύπου της κλήσεως σε προηγούμενη ακρόαση (ΣτΕ 532/2018, 2163/2017, 1330/2017, 814/2017, 492/2017, 47/2017, 1542/2016, 1350/2016, 1315/2016, 4680/2015, 4246/2015, 3490/2015, 3145/2015, 3321/2015, 3083/2015, 2277/2015, 1282/2015, 987/2015, 596/2015, 235/ 2015, 225/2015 

          Το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει στη Διοίκηση για να διενεργήσει τα νόμιμα όταν (αρ. 79 παρ. 3): α) η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από όργανο με μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση (ΔΕφΘεσ. 270/2016, ΔΕφΑ 1490/2013)β) συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (ΔΕφΑθ 2010/2015, 2423/2014, 4080/2013, 4101/2013), γ) η Διοίκηση δεν άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια (ΣτΕ 2109/2017, 3092/2015, 1706/2015, ΔΕφΑθ 1320/2014, 573/2014, 3532/2013).

          Επίσης το αυτό συμβαίνει και επί προσφυγής κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (αρ. 79 παρ. 4, ΣτΕ 2660/2015, ΔΕφΑ 1103/2017, 821/2014)

          Επί προσφυγής δεν παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα παρεμπίπτουσας έρευνας της νομιμότητας της ατομικής διοικητικής πράξεως επί της οποίας στηρίζεται η προσβαλλόμενη (ΔΕφΤριπ 133/2009).

          Ειδικώς επί προσφυγής κατά πράξεως/ παραλείψεως φορολογικής ή τελωνειακής αρχής (αρ. 79 παρ. 5) λαμβάνει χώρα επίσης έλεγχος κατά νόμο και ουσία μέσα στα όρια της προσφυγής με τις εξής όμως ιδιαιτερότητες:

          α) ο κατά νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης χωρεί αυτεπαγγέλτως μόνο προκειμένου να διακριβωθεί παράβαση δεδικασμένου (περ. α΄, ΣτΕ 1438/2018, 389/2018, 3254/2017, 177/2015, ΔΕφΑ 1008/2014),

          β) η πράξη ακυρώνεται για παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τον τύπο ή τη διαδικασία έκδοσής της, μόνο αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία μόνο με την ακύρωση της πράξης μπορεί να αποκατασταθεί (ΣτΕ 88/2018, 3260/2017, 3382/2010, ΔΕφΛαρ 519/2015, ΔΕφΑ 789/2014, 737/2014, ΔεφΑΣυμβ 2/2015, ΔΠρΤρικ 1/2011),

          γ) όταν κατά την επιβολή ορισμένης κύρωσης η αρχή διαθέτει εξουσία επιμέτρησης την οποία, παρά το νόμο, είτε δεν άσκησε καθόλου είτε άσκησε πλημμελώς, το δικαστήριο, ελέγχοντας κατά τα ανωτέρω, τη σχετική πράξη, ασκεί το ίδιο την εξουσία αυτή, επιβάλλοντας την προσήκουσα κύρωση και μεταρρυθμίζοντας αντιστοίχως την πράξη,

          δ) Αν η προσφυγή στρέφεται κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, το δικαστήριο, κατά την επίλυση της διαφοράς, δικάζει κατά πλήρη δικαιοδοσία και, είτε ακυρώνει εν όλω ή εν μέρει την παράλειψη, αποφαινόμενο αυτό για την ύπαρξη και την έκταση του δικαιώματος ή της υποχρέωσης, είτε απορρίπτει την προσφυγή.

          Απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του προσφεύγοντος (όπως αυτή συνάγεται από τη συνολική έκβαση της δίκης), εκτός αν συντρέχει περίπτωση, που ελέγχεται αυτεπαγγέλτως (αρ. 79 παρ. 6). Η χειροτέρευση διαπιστώνεται από τη συνολική έκβαση της δίκης. Ο έλεγχος πάντως που εν δυνάμει μπορεί θεωρητικά να άγει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα πρέπει να συνυφαίνεται αποκλειστικά με τη νομική και όχι την πραγματική βάση.

          Αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα που αφορούν στη διοικητική πράξη, τα οποία, καίτοι όφειλε, δεν εξέτασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είναι κατ’ άρθρον 97 παρ. 1 εδ. β΄ τα οριζόμενα στη β΄ περίοδο της παρ. 1 του αρ. 79, ήτοι πράξη εκδοθείσα από αναρμόδιο όργανο/όργανο με μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, νομικά πλημμελής πράξη, παράβαση δεδικασμένου (ΣτΕ 509/2015, ΣτΕ 3173/2013, 2375/2012, 279/2009, 568/2008, 2473/2005, 1037/2003, 2957/2009, 2567/ 2010, ΣτΕ 341/2006, 456/2000,  μη τήρηση της προηγούμενης ακρόασης δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως: ΣτΕ 47/2017, 1542/2016, 1350/2016, 1315/2016).

          Τα ζητήματα αυτά εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον δεν είχαν εξεταστεί από το πρωτοβάθμιο (και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο παραδεκτής εφέσεως, ΔΕφΘεσ. 270/2016).Εάν τα σχετικά ζητήματα έχουν εξεταστεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο τα ελέγχει μόνο κατόπιν σχετικής αιτήσεως. Κάθε επομένως εν δυνάμει αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο ζήτημα, τω οποίο τω όντι έχει εξετασθεί πρωτοδίκως, δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο αυτεπάγγελτου ελέγχου κατ` έφεση, ακόμα κι αν αναγόταν σε νομική πλημμέλεια, εφόσον με την ασκηθείσα έφεση δεν προβλήθηκε σχετική αιτίαση (ΣτΕ 47/2017).

          Αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα που αφορούν τη δικαστική απόφαση είναι κατ’ άρθρον 97 παρ. 2 η έλλειψη δικαιοδοσίας (ΣτΕ 413/2018), η αναρμοδιότητα, καθώς και η μη νόμιμη συγκρότηση/σύνθεση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Λοιπά ζητήματα όπως π.χ. το εμπρόθεσμο προσφυγής (ΣτΕ 775/2016), δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον δεν ασκηθεί συναφώς έφεση.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Καλονόμος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και ΣτΕ , LL.M. (Heidelberg).

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -