Από την επισκόπηση της νομολογίας του Αρείου Πάγου προκύπτει ότι κάθε χρόνο εκδίδονται αρκετές αποφάσεις για αναίρεση αποφάσεων των δικαστηρίων της παραπομπής, μετά την άσκηση αναίρεσης. Τα ζητήματα που προκύπτουν στη μετά παραπομπή αποφάσεις είναι πιο σύνθετα και μερικές φορές και τα τμήματα του Αρείου Πάγου δεν έχουν ενιαία στάση. Ακολουθούν επιλεγμένες αποφάσεις του ΑΠ της τελευταίας διετίας που επιλύουν ζητήματα που δημιουργήθηκαν στα δικαστήρια που δίκασαν υποθέσεις κατά παραπομπή μετά από αναίρεση.
Ερμηνεία του 524 ΚΠΔ. Από τη διάταξη του άρθρου 524§2 ΚΠΔ συνάγεται, ότι αν η νέα εκδίκαση της υπόθεσης διατάχθηκε ύστερα από αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε από τον καταδικασθέντα ή προς όφελός του, ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής η νέα συζήτηση διεξάγεται εξαρχής μεν, αν αναιρέθηκε η απόφαση εξ ολοκλήρου, κατά το μέρος δε που αναιρέθηκε, όταν η αναίρεση υπήρξε μερική, διότι, στη δεύτερη περίπτωση, κατά τα λοιπά μέρη της αναιρεθείσας απόφασης, για τα οποία δεν προβλήθηκαν λόγοι αναίρεσης ή οι τυχόν προβληθέντες απορρίφθηκαν από την αναιρετική απόφαση, η προσβληθείσα απόφαση κατέστη αμετάκλητη (άρθρο 546 ΚΠΔ), οπότε και δεν επιτρέπεται νέα συζήτηση επί των μερών τούτων, γι` αυτό και όταν προτείνονται λόγοι αναίρεσης, κατά των τοιούτων μερών, τυγχάνουν, κατ` άρθρο 57 ΚΠΔ, απαράδεκτοι, αφού προσκρούουν στο γεννηθέν δεδικασμένο περί αυτών, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι τα προσβαλλόμενα κεφάλαια είναι αυτοτελή και η υπόστασή τους δεν εξαρτάται από το αναιρεθέν μέρος. Ειδικότερα, αν αναιρεθεί καταδικαστική απόφαση, μόνο ως προς τη συνδρομή κάποιας ελαφρυντικής περίστασης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου που έχει καταδικαστεί για ορισμένη αξιόποινη πράξη, συνακόλουθα δε και ως προς την ποινή γι` αυτή, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή ως προς την τέλεση της πράξης αυτής, αλλά και ως προς τυχόν έτερη ελαφρυντική περίσταση που η αναιρεθείσα απόφαση είχε δεχθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας στο οποίο παραπέμπεται κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ η υπόθεση, περιορίζεται στην εξέταση μόνο της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης για την οποία αναιρέθηκε η προηγούμενη καταδικαστική απόφαση και συνακόλουθα, αν υπάρξει ανάγκη, στην επιμέτρηση της ποινής. Τούτων παρέπεται ότι το Δικαστήριο της παραπομπής επιβάλλεται να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση, από την οποία καθορίζονται και τα όρια της εξουσίας του, η παραβίαση των οποίων συνιστά υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510§1στοιχ. Η` και ήδη Θ` (μετά τον Ν.4620/2019) ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, (ΑΠ 1070/2018), η οποία υπάρχει όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο ή έχει μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως, οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από τον νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι` αυτό κατά τον νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίζει χωρίς να έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που παραλείπει να αποφασίσει, αν και υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας. ΑΠ 96/2021
Από το άρθρο 524 παρ.2 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, αναιρεθείσης της απόφασης, εάν η συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής διατάχθηκε συνεπεία αίτησης αναίρεσης, που έγινε μόνο από ή υπέρ του καταδικασθέντος, το δικαστήριο αυτό (της παραπομπής) έχει δικαιοδοσία, υπό τον περιορισμό της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, να εξετάσει εξ υπαρχής την υπόθεση, όταν η απόφαση αναιρέθηκε εξολοκλήρου, αν όμως η αναίρεση υπήρξε μερική δεν θίγεται η απόφαση κατά τις λοιπές αυτής διατάξεις, για τις οποίες έχει καταστεί αμετάκλητη. Ειδικότερα, αν αναιρεθεί καταδικαστική απόφαση μόνο ως προς τη διάταξή της, που αναφέρεται στην τέλεση μιας ορισμένης μόνο αξιόποινης πράξης, επί περισσοτέρων αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, συνακόλουθα δε και ως προς την ποινή αυτής και τη συνολική γενικά ποινή, έχει κριθεί πλέον η ενοχή ως προς τις λοιπές αξιόποινες πράξεις. Το δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παρεπέμπεται, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, η υπόθεση, περιορίζεται στην εξέταση μόνο της αξιόποινης πράξης, για την οποία έγινε η παραπομπή της υπόθεσης και δεν έχει εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου ως προς τις λοιπές αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες η κρίση περί ενοχής έχει καταστεί αμετάκλητη, αν δε το πράξει ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης για (θετική) υπέρβαση εξουσίας, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ, εφόσον, σε τέτοια περίπτωση, αποφασίζει ανεπιτρέπτως για κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία. Μετά την απόφαση επί της ενοχής για την πράξη, ως προς την οποία αναιρέθηκε η απόφαση, που μπορεί να είναι και μια μερικότερη πράξη ενός κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, το δικαστήριο της παραπομπής προβαίνει σε νέα επιμέτρηση της ποινής. Ολ ΑΠ 6/2021
Η ΑΠ 710/2021 (Ζ Τμήμα) επιλαμβάνεται ζητήματος που έχει απασχολήσει αρκετές φορές τα δικαστήρια της παραπομπής μετά από αναίρεση της απόφασης, ιδίως, λόγω των ευμενέστερων ποινών που προβλέπει ο νέος ΠΚ. Ειδικότερα εν προκειμένω αντιμετωπίζεται το θέμα της αναιρέσεως της αποφάσεως που εκτός, από τη νέα επιμέτρηση της ποινής, δέχεται κι ένα ελαφρυντικό.
Σχετικές διατάξεις: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 § 3 ΚΠΔ, “πρώτα γίνεται ψηφοφορία για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου για την πράξη που του αποδίδεται, όπως αυτή προέκυψε από την κύρια διαδικασία και για τον χαρακτηρισμό της πράξης. Αφού κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος γίνεται αμέσως κατόπιν συζήτηση για την ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί και ενδεχομένως για τα μέτρα ασφαλείας και για τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος”. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτουν τα ακόλουθα: α) αφού κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, μετά από ψηφοφορία που γίνεται κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού, απαγγέλλεται η απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση, όπως ορίζει η παρ. 1 του ίδιου άρθρου, από τον διευθύνοντα τη συζήτηση και στη συνέχεια γίνεται συζήτηση κατά το άρθρο 369 ΚΠΔ, για την ποινή, που θα πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, μετά το πέρας της οποίας λαμβάνεται, ύστερα από ψηφοφορία, απόφαση, η οποία απαγγέλλεται, επίσης, σε δημόσια συνεδρίαση και β) οι αποφάσεις που εκδίδονται για την ενοχή και την επιβολή της ποινής στον κατηγορούμενο είναι ανεξάρτητες, αυτοτελείς και χωριστές μεταξύ τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 142 § 2, 141 § 1 και 369 του ΚΠΔ και υπογράφονται χωριστά. Ως εκ τούτου είναι δυνατόν η απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, να γίνει αμετάκλητη κατά το άρθρο 546 ΚΠΔ, με την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως προς αυτήν (ενοχή) και να αναιρεθεί η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε στον κηρυχθέντα ένοχο κατηγορούμενο η ποινή (ΑΠ 135/2009). Αν δε αναιρεθεί η καταδικαστική απόφαση μόνο ως προς τη μη αναγνώριση στο πρόσωπο του καταδικασθέντος ελαφρυντικής περιστάσεως και συνακόλουθα και ως προς την ποινή, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή ως προς την τέλεση του εγκλήματος. Το δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παραπέμπεται κατά το άρθρο 519 του ΚΠΔ η υπόθεση, περιορίζεται στην αναγνώριση ή μη της ελαφρυντικής περίστασης και στην επιβολή νέας ποινής και δεν έχει εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου ως προς την τέλεση του εγκλήματος, αφού αυτή έχει ήδη κριθεί αμετάκλητα (ΑΠ 514/2014). Εξάλλου αν η απόφαση έχει αναιρεθεί επειδή το δικαστήριο δεν είχε απαντήσει σε αίτημα αναγνωρίσεως συγκεκριμένης ελαφρυντικής περιστάσεως, δεν επιτρέπεται το δικαστήριο της παραπομπής να εξετάσει και να δεχθεί τυχόν άλλα ελαφρυντικά που θα προταθούν, αλλά πρέπει να περιοριστεί αποκλειστικά στην έρευνα του αρχικά αιτηθέντος (ΑΠ 58/2009, ΑΠ 1553/1990). Τέλος, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο ή έχει μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από τον νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά τον νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (ΟλΑΠ 5/2008, ΑΠ 322/2020).»
Διαδικαστική πορεία της ενδίκου υποθέσεως: «Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, ο αναιρεσείων με την υπ’ αριθμ. 4769/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών καταδικάσθηκε σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της πλαστογραφίας (με χρήση) κατ’ εξακολούθηση και επιβλήθηκε σ’ αυτόν ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία.
Κατά της παραπάνω απόφασης αυτός άσκησε την από 18.10.2019 αίτηση αναίρεσης. Επί της προαναφερόμενης αίτησης αναίρεσης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 886/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Ζ’ Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 4769/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου και ειδικότερα μόνο προς το μέρος που αφορά την περί ποινής διάταξη και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το ως άνω μέρος της, προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστήριο που την είχε δικάσει προηγουμένως, συγκροτούμενο από τους ίδιους Δικαστές οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως και σε περίπτωση αδυναμίας από άλλους. Επομένως, μετά την ως άνω πορεία της υπόθεσης, η ενοχή του εκκαλούντος-αναιρεσείοντος, είχε κριθεί αμετάκλητα, σύμφωνα με όσα, στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, αναφέρθηκαν.
Ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εισήχθη εκ νέου προς εκδίκαση η υπόθεση, μετά την παραπομπή της σ’ αυτό, με την υπ’ αριθ. 886/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, ο εκκαλών-αναιρεσείων υπέβαλε διά των πληρεξουσίων δικηγόρων του αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 δ’ και ε’ ΠΚ, ο οποίος κατατέθηκε εγγράφως στην έδρα του Δικαστηρίου και αναπτύχθηκε προφορικά από τους συνήγορους υπεράσπισης. Ειδικότερα το περιεχόμενο του αυτοτελούς ισχυρισμού έχει κατά λέξη ως ακολούθως: “ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ (κατ’ άρθρον 141 παρ. 2 ΚΠοινΔ) Ο εκκαλών/κατηγορούμενος. Κ. Τ., διά της υπερασπίσεώς του ανέπτυξε προφορικώς και κατέθεσε εγγράφως, προς καταχώρηση στα πρακτικά, της μετ’ αναίρεση, συζητούμενης υποθέσεως τα εξής …..(ακολουθεί η ανάπτυξη των λόγων που δικαιολογούν, κατά την υπεράσπιση, τη χορήγηση ελαφρυντικών)
Στη συνέχεια, το Τριμελές Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως απαραδέκτως προβληθέντα τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων, με την ακόλουθη κατά λέξη αιτιολογία: “Με την υπ’ αριθμ. 886/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου (τμήμα Ζ’ Ποινικό) αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 4769/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών η οποία εκδόθηκε μετά από έφεση κατά της υπ’ αριθμ. ΣΤΤ 1468/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών (άρθρο 520 Κ.Π.Δ.) και μάλιστα μερικώς κατά το μέρος που αφορά τις διατάξεις της περί ποινής (…). Ο προβαλλόμενος αυτοτελής ισχυρισμός αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων στον κατηγορούμενο, προβάλλεται απαραδέκτως, διότι η υπ’ αριθμ. ΣΤΤ 1468/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών ως προς το σημείο αυτό δεν αναιρέθηκε και κατέστη αμετάκλητη”, εν συνεχεία δε επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών για την πράξη της κατ’ εξακολούθηση πλαστογραφίας, με τριετή αναστολή της εκτέλεσής της.
Συνεπώς το Δικαστήριο της παραπομπής, στην κρινόμενη περίπτωση, κατά την εκ νέου επιμέτρηση της ποινής και τον καθορισμό νέας συνολικής τέτοιας, αρνούμενο να δεχθεί ως παραδεκτά προβαλλόμενο και να ερευνήσει τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 § 2 περ. δ’ και ε’ ΠΚ, αρνήθηκε να ασκήσει δικαιοδοσία που του παρείχε ο νόμος, αν και συνέτρεχαν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά τον νόμο όροι.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Θ’ Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη, περί επιμετρήσεως της ποινής, απόφαση, για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, λόγω απορρίψεως, ως απαραδέκτου, του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 § 2 περ. δ’ και ε’ ΠΚ, είναι βάσιμος.» (Όμοια και η ΑΠ 711 / 2021 (Ζ Τμήμα)
Διαφορετική κρίση για το θέμα των προταθέντων ελαφρυντικών στο τμήμα της παραπομπής έχει η ΑΠ 1376/2020 (Ζ Τμήμα με άλλη σύνθεση) κρίθηκαν τα εξής : «Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 7286/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ’ εξακολούθηση, πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση και ψευδούς αναφοράς στην Αρχή κατ’ εξακολούθηση και του επιβλήθηκαν οι ποινές φυλακίσεως των δέκα τεσσάρων (14) μηνών για την πρώτη πράξη, των οκτώ (8) μηνών για τη δεύτερη πράξη και του ενός (1) έτους για την τρίτη πράξη, καθορίστηκε δε συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων άσκησε αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η 450/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με την απόφαση αυτή, αναιρέθηκε εν μέρει η 7286/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, μετά από παραδοχή σχετικών λόγων αναιρέσεως και αυτεπάγγελτης εφαρμογής επιεικεστέρων διατάξεων. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση αναίρεσε την προσβαλλομένη (7286/2018): α) ως προς την πράξη της ψευδούς αναφοράς στην Αρχή, κατ’ εξακολούθηση, β) ως προς την έντοκη επιδίκαση του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης και γ) ως προς τις διατάξεις της περί ποινής για την πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση και περί συνολικής ποινής, και αφού κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για την πράξη της ψευδούς αναφοράς στην Αρχή κατ’ εξακολούθηση (αφού δεν υπάρχει πλέον τέτοιου είδους αξιόποινη πράξη) και απάλειψε από το σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως α) την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης των πλαστών εγγράφων από την πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση και β) τη διάταξη περί έντοκης επιδίκασης του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, παρέπεμψε στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο την υπόθεση κατά το αναιρεθέν ως άνω υπό στοιχ. γ’ μέρος για νέα συζήτηση, και μόνο για την επιμέτρηση της ποινής, ως προς την πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση και, ακολούθως, για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, και απέρριψε κατά τα λοιπά την ως άνω αίτηση αναιρέσεως. Μετά την έκδοση της άνω αποφάσεως του Αρείου Πάγου, η καταδίκη για τις ως άνω πράξεις και η επιβολή ποινής για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ’ εξακολούθηση είχε καταστεί αμετάκλητη και το Δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο εισήχθη η υπόθεση, κατά το αναιρεθέν ως άνω μέρος της, δεν μπορούσε να ασχοληθεί με αυτές, παρά μόνον με τη νέα επιμέτρηση ποινής για την πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση, ως και τον νέο καθορισμό συνολικής ποινής. Επακολούθησε η εισαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστήριο της παραπομπής και εκδόθηκε η 1829/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, της οποίας ζητείται η αναίρεση. Από την επισκόπηση των πρακτικών της τελευταίας προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής, ζήτησε, διά του συνηγόρου του, α) να μην του επιβληθεί ποινή, σύμφωνα με το οριζόμενα στο άρθρο 104Β του νέου ΠΚ και ειδικότερα, επειδή από τότε που τελέστηκαν οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε (13.12.2012 και 4.3.2013) παρήλθε ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα η επιβολή της ποινής δεν εμφανίζεται πλέον αναγκαία σε συνδυασμό και με τη μικρή βαρύτητα των πράξεων και β) να αναγνωριστούν στο πρόσωπό του τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 α’, β’, γ’ και δ’ και παρ.3 ΠΚ’. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τους εν λόγω αυτοτελείς ισχυρισμούς, κατά πιστή μεταφορά, με το ακόλουθο αιτιολογικό: “…Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, με την υπ’ αριθμ. 450/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου και κατά το μέρος που εδώ ενδιαφέρει, αναιρέθηκε εν μέρει η υπ’ αριθμ.7286/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών ως προς τις διατάξεις της, που αφορούσαν την επιβληθείσα στον κατηγορούμενο για την πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση ποινή αναγκαστικά δε και ως προς την επιβληθείσα συνολική ποινή και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το αναιρεθέν ως άνω μέρος της, για νέα συζήτηση και μόνον για την επιμέτρηση της ποινής, ως προς την πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση και, ακολούθως για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί, εφόσον είναι δυνατό, από τους ίδιους δικαστές, που δίκασαν προηγουμένως και σε περίπτωση αδυναμίας από άλλους. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής θα περιοριστεί στα πιο πάνω ζητήματα (επιμέτρησης της ποινής και καθορισμού συνολικής ποινής) και δεν έχει εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την επιβολή ή μη ποινής στον κατηγορούμενο, καθώς και την αναγνώριση ή μη ελαφρυντικών. Επομένως, οι παραπάνω αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορούμενου είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι.” Υπό τα δεδομένα αυτά, ορθώς το Δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 524 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., περιορίστηκε στο να επιμετρήσει την ποινή για την πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση και να καθορίσει τη συνολική ποινή και απέρριψε τα αιτήματα περί δικαστικής αφέσεως της ποινής και αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρ. 84 παρ. 2 α’. β’, γ’ και δ’ και παρ. 3 ΠΚ), τα οποία προεβλήθησαν για πρώτη φορά ενώπιόν του, καθόσον δεσμεύετο από τη διάταξη περί παραπομπής για επιβολή της προσήκουσας ποινής στον καταδικασθέντα για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση και αναγκαίως και για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, και από το προκύπτον πλέον αμετάκλητο της προηγούμενης, μη αναιρεθείσας κατά τα λοιπά ζητήματα, 7286/2018 απόφασης. Σε αντίθετη περίπτωση θα προέκυπτε το παράδοξο σε τυχόν αναγνώριση στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κάποιου ή και όλων των αιτουμένων ελαφρυντικών να αναγνωρίζονται αυτά (ελαφρυντικά) για την επιμέτρηση της ποινής που αφορά στην πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση, για την οποία και μόνο αναιρέθηκε η 7286/2018 απόφαση, όχι όμως και για την επιμέτρηση της αμετακλήτως επιβληθείσας ποινής για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Κατά συνέπεια, ο υποστηρίζων τα αντίθετα πρώτος λόγος της αίτησης αναιρέσεως, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ και Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων περί επιμέτρησης της ποινής και συγκεκριμένα των άρθρων 84, 85 και 104Β του ΠΚ και για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενος στο ότι εσφαλμένα απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του για την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων που ζήτησε, καθώς και για τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθ. 104Β ΠΚ, για µη επιβολή ποινής και έτσι παρέλειψε να ασκήσει δικαιοδοσία που του παρείχε ο νόμος, είναι αβάσιμος.»
Ομοίως με την ΑΠ 1376/2020 για το θέμα των ελαφρυντικών η ΑΠ 656/ 2021 (Ε Τμήμα) έκρινε: «Ειδικότερα, αν αναιρεθεί καταδικαστική απόφαση, μόνο ως προς τις διατάξεις της περί επιμέτρησης της ποινής έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα το κεφάλαιο περί ενοχής ως προς την τέλεση της πράξης και αυτό της αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του κατηγορούμενου. Το δικαστήριο της ουσίας στο οποίο παραπέμπεται κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, η υπόθεση, περιορίζεται στην επιμέτρηση της ποινής και, όπου συντρέχει τέτοια περίπτωση, της συνολικής ποινής και, συνεπώς, δεν έχει εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου, ούτε τον προβαλλόμενο αυτοτελή ισχυρισμό για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του κατηγορούμενου. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλομένου πρώτου λόγου αναίρεσης περί υπέρβασης εξουσίας, προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθμ. 211/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, μετά από αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, αναιρέθηκε εν μέρει η υπ’ αριθμ. 1107/7-3-2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτής που αφορά την επιβολή της ποινής. Με την ως άνω απόφασή του το ανωτέρω Δικαστήριο, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές κατ’ εξακολούθηση σε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, μετατραπείσα σε χρηματική προς δέκα (10) ευρώ ημερησίως. Στη συνέχεια το ως άνω ίδιο Δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα εκδίκαση, μόνο ως προς το ζήτημα της επιμέτρησης νέας ποινής, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1269/2020 απόφασή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, απέρριψε τον προβληθέντα από τον συνήγορο του κατηγορουμένου αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α’ και ε ΤΙΚ ως απαράδεκτο με την ακόλουθη αιτιολογία: “…Το αίτημα του κατηγορουμένου να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α και ε ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, καθόσον αν αναιρεθεί η απόφαση μόνο όσον αφορά τις διατάξεις της περί της επιβληθείσας ποινής, όπως στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο της παραπομπής, όπως το παρόν Δικαστήριο, δεν έχει την εξουσία να ερευνήσει το αίτημα του κατηγορουμένου που αφορά στην αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων” και επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς δέκα (10) ευρώ ημερησίως. Συνεπώς το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση απόφασή του έκρινε ως προς το μέρος της υπόθεσης, που είχε παραπεμφθεί σ’ αυτό και μόνο, σύμφωνα με το άρθρο 519 ΚΠΔ, δηλαδή μόνο ως προς την επιμέτρηση της ποινής και έτσι, απορρίπτοντας ως απαράδεκτο τον ανωτέρω υποβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 α’ και ε’, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη, δεν έσφαλε και ειδικότερα δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του. Κατ’ ακολουθίαν ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Θ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Η εν λόγω απόφαση έκρινε και το ακόλουθο θέμα για την αναστολή της ποινής: «Στην προκείμενη περίπτωση ο κατηγορούμενος ήδη αναιρεσείων καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση για την αξιόποινη πράξη της λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά από την απαγγελία της ποινής και την περί μετατροπής αυτής προς δέκα (10) ευρώ ημερησίως εισαγγελική πρόταση, το δίκασαν Δικαστήριο, μετέτρεψε την ποινή της φυλάκισης προς δέκα (10) ευρώ ημερησίως, χωρίς να ελέγξει αυτεπάγγελτα, ως υποχρεούτο, παρά τη μη υποβολή σχετικού αιτήματος εκ μέρους του αναιρεσείοντος, τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής με την ακόλουθη αιτιολογία: “Κατά το άρθρο 82 του Π.Κ. σε συνδ. με άρθρ. 465 του ν. 4619/2019. “1) Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος κα\ δεν υπερβαίνει τα δύο, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με απόφασή του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. 2) Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η προσωπική και οικονομική κατάσταση του δράστη, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά έσοδα που έχει από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα εισοδήματα και η περιουσία του. Καθώς και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο … “3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ”. Στην προκειμένη περίπτωση, στον κατηγορούμενο επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως, η οποία δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη για κάθε πράξη χωριστά. Συνεπώς, αυτή πρέπει να μετατραπεί σε χρηματική ποινή. Το ποσό της μετατροπής πρέπει να καθορισθεί, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως του κατηγορουμένου, σε 10 ευρώ την ημέρα. Η αρνητική κρίση του Δικαστηρίου, ως προς το ζήτημα της αναστολής της μη υπερβαίνουσας τα τρία έτη ποινής φυλάκισης του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, για να είναι αιτιολογημένη, όπως επιβαλλόταν από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 ΠΚ, έπρεπε να περιλαμβάνει τα πραγματικά εκείνα γεγονότα, τα οποία, εφόσον συνέτρεχαν, θα απέκλειαν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυτής, και να μνημονεύει, επίσης, τι προέκυπτε από το δελτίο ποινικού μητρώου του αναιρεσείοντος. Παραλείποντας, λοιπόν, το Εφετείο να διαλάβει κρίση για τη χορήγηση αναστολής της ποινής, υπέπεσε τόσο στην προβλεπόμενη πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ όσο και σ’ αυτήν από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ πλημμέλεια, του ίδιου Κώδικα, αφού προέβη στη μετατροπή της πιο πάνω ποινής φυλάκισης, χωρίς να έχει αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του για τη μη αναστολή εκτέλεσης της ποινής αυτής. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή ως βάσιμου του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ και Δ’ ΚΠΔ δεύτερου λόγου αναίρεσης, περί αρνητικής υπέρβασης εξουσίας και έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αντίστοιχα, να αναιρεθεί εν μέρει η αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1269/18-9-2020 απόφαση του Δ’ Μονομελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, μόνο ως προς τη διάταξή της για τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης, προκειμένου να διερευνηθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναστολής εκτέλεσης της ποινής.»
Με την ΑΠ 96/2021 (ΣΤ Τμήμα) κρίθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με την κρίση για τη χορήγηση ή μη ελαφρυντικής περίστασης: Αναιρέθηκε εν μέρει η αναιρεσιβληθείσα απόφαση και κατά το μέρος που αφορούσε τον εδώ αναιρεσείοντα (….), κατά τα αναγραφόμενα κατά λέξη σ` αυτή: «για τη διάταξή της, περί χορηγήσεως σ` αυτόν των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρ. 84§2εδ.β`, υποπερίπτωση β` ΠΚ, (το ότι στην πράξη του ωθήθηκε υπό την επίδραση σοβαρής απειλής)…..αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της για την επιβολή ποινής…..και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το αναιρούμενο τμήμα της στο ίδιο Δικαστήριο …προκειμένου να κρίνει για το αναιρούμενο ως άνω κεφάλαιο της χορηγήσεως ή μη των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων και για επιμέτρηση της ποινής.» Στο δικαστήριο της παραπομπής κρίθηκε ο εν λόγω επαναπροταθείς αυτοτελής ισχυρισμός για τη συνδρομή του εν λόγω ελαφρυντικού και απερρίφθη αιτιολογημένα, ως εκ τούτου δεν προέβη το δικαστήριο της παραπομπής σε νέα επιμέτρηση ποινής, διότι η νέα επιμέτρηση ποινής τελούσε, κατά την αναιρετική απόφαση, υπό τον όρο της παραδοχής του αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης, επομένως η σχετική δικαιοδοσία του δικαστηρίου της ουσίας εκλείπει με την απόρριψή του ισχυρισμού αυτού ως αβάσιμου.
Επίσης στην εν λόγω απόφαση κρίθηκε και το ακόλουθο ζήτημα σχετικά με τη συνεκτίμηση του ποινικού μητρώου του κατηγορούμενου στο δικαστήριο της παραπομπής: «Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της αναιρεσιβαλλόμενης υπ` αριθμ. 297/2019 απόφασης και ιδίως από το παρατιθέμενο παραπάνω κατά λέξη αιτιολογικό αυτής, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο όπως έχει ήδη αναφερθεί, δίκασε ως Δικαστήριο παραπομπής, μόνον ως προς το αναιρεθέν με την υπ` αριθμ. 991/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, μέρος της υπ` αριθμ. 1634/2015 απόφασης του ίδιου ως άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί αναγνώρισης της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84§2 στοιχ.β` υποπερίπτωση β` ΠΚ, λαμβάνοντας υπόψη και συνεκτιμώντας και το υπ` αριθμ. …/12-9-2018 αντίγραφο του ποινικού μητρώου αυτού, του οποίου δεν προκύπτει η ανάγνωση στο ακροατήριο, όπως βάσιμα επικαλείται ο αναιρεσείων. Πλην όμως, ενόψει του ότι το ως άνω έγγραφο συνεκτιμήθηκε μόνον για την απόρριψη της αιτηθείσας ελαφρυντικής περίστασης και όχι για την ενοχή του αναιρεσείοντος, ως προς την οποίαν άλλωστε η αναιρεσιβληθείσα απόφαση είχε καταστεί αμετάκλητη, δεν πρόκειται περί ανεπίτρεπτης αποδεικτικής αξιοποίησης αυτού σε βάρος του αναιρεσείοντος κατά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας αυτού, ούτε υπήρξε παραβίαση της διάταξης του άρθρου 577 § 2 του ΚΠΔ, (σχ. ΑΠ 1851/07) και ο σχετικός για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α` του ΚΠΔ προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο πέμπτος λόγος αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος»
Με την ΑΠ 741/2021 (Ζ Τμήμα) κρίθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με τη μη χειροτέρευση στο δικαστήριο της παραπομπής: «Κατά το άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΔ η μετ’ αναίρεση συζήτηση διεξάγεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, εφόσον η αναίρεση ασκήθηκε από τον καταδικασθέντα ή προς όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470 ΚΠΔ. Κατά τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως και δη, είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχείρισης αυτού, δηλαδή κυρίως αν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (νομική χειροτέρευση), διαπιστουμένη με τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών, αφενός της αποφάσεως που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου. Με βάση την ανωτέρω αρχή, συνιστά χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου η ανάκληση ευεργετήματος που δόθηκε με την απόφαση που προσβάλλεται (ΑΠ 294/2015). Κατά δε το άρθρο 85 του νέου ΠΚ ορίζεται ότι: ” Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή…”. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο συνήγορος του κατηγορουμένου, μετά την απόρριψη των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 περ. ε’ και παρ. 3 ΠΚ, ζήτησε την εφαρμογή του άρθρου 85 ΠΚ, προκειμένου να επιβληθεί στον κατηγορούμενο το ελάχιστο όριο της προβλεπόμενης εκ του νόμου ποινής. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα: “Στην προκειμένη περίπτωση από τον συνδυασμό των άρθρων 216 παρ. 1, 47 και 83 περ. δ’ ΠΚ συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος δεν απειλείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, ώστε να μειωθεί στους έξι μήνες αλλά γενικώς με μειωμένη ποινή φυλάκισης χωρίς κατώτατο όριο, η οποία μάλιστα προσδιορίστηκε στους δέκα μήνες με την αναιρεθείσα απόφαση. Επομένως, εφόσον συρρέει απλή συνέργεια ως λόγος μείωσης της ποινής με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ2 περ α’ ΠΚ, εφαρμοστέα είναι η περίπτωση της διάταξης δ’ και όχι η περίπτωση γ’ του άρθρου 85 ΠΚ. Η εφαρμογή, όμως, της διάταξης της περίπτωσης δ’ του άρθρου 85 ΠΚ θα απάλλασσε μεν τον κατηγορούμενο από την επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας αλλά θα έπρεπε να επιβληθεί τέτοιο είδος ποινής, η οποία δεν αναστέλλεται (παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή) και έτσι ο κατηγορούμενος θα στερούταν της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, η οποία είχε ήδη διαταχθεί με την αναιρεθείσα απόφαση. Έτσι, όμως, θα περιερχόταν σε χειρότερη θέση κατά παράβαση του άρθρου 470 ΚΠΔ. Γι’ αυτό δεν πρέπει να εφαρμοστεί καθόλου το άρθρο 85 ΠΚ, η δε ποινή του κατηγορουμένου πρέπει να επιμετρηθεί με βάση… το περιεχόμενο του άρθρου 79 ΠΚ, μειούμενη ελεύθερα…”. Με τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 85 ΠΚ. Ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας μετ’ αναίρεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 519, 524 και 546 ΚΠΔ έλαβε υπόψη την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α’ του ΠΚ, η οποία είχε αναγνωριστεί στο πρόσωπο του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος και τον εκ του άρθρου 47 ΠΚ λόγο μείωσης της ποινής και τη διάταξη του άρθρου 85 του ΠΚ, για την επί πλέον μείωση της ποινής και επέβαλε στον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα φυλάκιση επτά (7) μηνών, με τριετή αναστολή, την οποία ήδη είχε τύχει με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ενώ με την ως άνω υπ’ αριθμ. 5216/2017 αρχική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, η οποία αναιρέθηκε είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, με τριετή αναστολή. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δεσμευόμενο από τις παραπάνω διατάξεις χορήγησης του ευεργετήματος της αναστολής, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 85 παρ. 1δ’του ΠΚ, με την αντικατάσταση της ποινής φυλακίσεως, που προέκυψε από την πρώτη μείωση, με παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή, αφού έχει ανασταλεί από 9.8.2019, με τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 του Ν. 4623/2019 η παροχή κοινωφελούς εργασίας, ως ποινή, η αναστολή δε αυτή καταλαμβάνει και την πρόβλεψη κοινωφελούς εργασίας στη διάταξη του άρθρου 85 παρ.1δ’του ΠΚ. Άλλωστε η αντικατάσταση της ήδη μειωμένης ποινής φυλακίσεως με χρηματική ποινή θα προσέκρουε στις διατάξεις των άρθρων 470 και 524 παρ.2 ΚΠοινΔ, διότι ναι μεν η ποινή φυλακίσεως είναι βαρύτερη από τη χρηματική ποινή, όμως ήδη έχει χορηγηθεί αναστολή επί τριετία, στην αρχικώς επιβληθείσα ποινή των δέκα (10) μηνών, από το αρχικά δικάζον δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, ενώ η χρηματική ποινή δεν αναστέλλεται, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 57 παρ. 1, 80 παρ.6 ΠΚ και 554 παρ.3 ΚΠοινΔ. Επομένως ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 85 ΠΚ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.»
Με την ΑΠ 227/2020 ΑΠ (Ε Τμήμα) κρίθηκαν τα ακόλουθα: «Κατά της απόφασης αυτής η κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα άσκησε αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η 155/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η πράξη της συμμετοχής για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη είναι εκείνη της απλής συνέργειας στο αδίκημα της απόπειρας υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και όχι της άμεσης συνέργειας για την οποία καταδικάστηκε και αναιρέθηκε η απόφαση αυτή κατά το μέρος που αφορούσε την επιβολή ποινής για την πράξη της συνέργειας σε απόπειρα υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και ως προς την επιμέτρηση συνολικής ποινής, παραπέμφθηκε δε η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου κατά το άνω μέρος, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και απορρίφθηκε κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης. Μετά την έκδοση της άνω απόφασης του Αρείου Πάγου, η καταδίκη για τις ως άνω πράξεις και η επιβολή ποινής για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση είχε καταστεί αμετάκλητη και το Δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο εισήχθη η υπόθεση, κατά το αναιρεθέν ως άνω μέρος της, δεν μπορούσε να ασχοληθεί με αυτές, παρά μόνον με τη νέα επιμέτρηση ποινής για την πράξη της απλής συνέργειας στην απόπειρα υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, ως και τον νέο καθορισμό συνολικής ποινής. Επακολούθησε η εισαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστήριο της παραπομπής και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 776/2019 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Δικαστήριο της ουσίας, χωρίς να ερευνήσει την ουσία της υπόθεσης, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της άνω απόφασης, Κήρυξε, δηλαδή, ένοχη την αναιρεσείουσα παρά το γεγονός ότι είχε κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή της ως προς την τέλεση των πράξεων αυτών, και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για την πρώτη πράξη (απλής συνέργειας σε απόπειρα υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης), λαμβάνοντας υπόψη την συμμετοχική ως άνω δράση της αναιρεσείουσας, παράλληλα, όμως, την καταδίκασε και για τη δεύτερη πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση σε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών, παρά το γεγονός ότι για την πράξη αυτή η αναιρεσείουσα είχε καταδικαστεί με την 361/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας, αμετάκλητα, σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, καθόρισε δε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι (20) μηνών, λαμβάνοντας ως ποινή βάσης την ως άνω ποινής φυλάκισης των 15 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Όμως, το Δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 524 παρ. 2 Κ.Π.Δ., δεν είχε δικαιοδοσία να κηρύξει εκ νέου την ενοχή της αναιρεσείουσας για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις και να επιβάλει ποινή για την δεύτερη εξ αυτών, δεσμευόμενο από τη διάταξη περί παραπομπής για επιβολή της προσήκουσας ποινής στην καταδικασθείσα για την πρώτη αξιόποινη πράξη και από το προκύπτον πλέον αμετάκλητο της προηγούμενης, μη αναιρεθείσας κατά τα λοιπά ζητήματα, 361/2018 απόφασης, καθιστώντας, μάλιστα, δυσμενέστερη τη θέση της αναιρεσείουσας, έστω και αν η καθορισθείσα συνολική ποινή είναι μικρότερη από την καθορισθείσα συνολική ποινή με την απόφαση αυτή, κατά παράβαση των άρθρων 524 παρ. 2 και 470 εδ. α του Κ.Π.Δ., η παραβίαση των οποίων συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` του ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας που κήρυξε εκ νέου την ενοχή της κατηγορουμένης-αναιρεσείουσας για την αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας σε απόπειρα υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, αλλά και της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση επιβάλλοντας για τη δεύτερη πράξη και ποινή φυλάκισης και μάλιστα μεγαλύτερη από την επιβληθείσα με τη μη αναιρεθείσα κατά τούτο 361/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας, υπερέβη θετικά την εξουσία του και ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` λόγος αναίρεσης, πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση: α) ως προς τις διατάξεις περί ενοχής της κατηγορούμενης και να απαλειφθούν οι ως άνω διατάξεις, β) ως προς την διάταξη περί επιβολής ποινής για τη δεύτερη πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση και να απαλειφθεί η επιβληθείσα στην αναιρεσείουσα ποινή φυλάκισης 15 μηνών για την πράξη αυτή και γ) κατά το κεφάλαιο της ποινής που επιβλήθηκε για την πράξη της απλής συνέργειας σε απόπειρα υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και ως προς την επιμέτρηση συνολικής ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το άνω μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, και αν είναι δυνατόν συγκροτούμενο από τους ίδιους δικαστές»
Με την Ολ ΑΠ 6 /2021 (ΠΛΗΡΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ) συζητήθηκε αναίρεση υπέρ του νόμου για το ζήτημα των κατ’ εξακολούθηση πράξεων στο δικαστήριο της παραπομπής: «Με την 1300/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, ως δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος, Ε. Λ. του Γ., κηρύχθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξης της υποβάθμισης περιβάλλοντος κατ’ εξακολούθηση και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 14 μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Κατά της ως άνω καταδικαστικής απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε αίτηση αναίρεσης, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’αριθμ.2046/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου και αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο διατακτικό της τελευταίας, “…ως προς τη μερικότερη, κατ’ εξακολούθηση, πράξη της υποβάθμισης περιβάλλοντος, που έλαβε χώρα στην Κυψέλη Αίγινας, στις 3-7-2012 και ώρα 2.00′, καθώς και ως προς τη διάταξη αυτής περί επιβολής ποινής” και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, απορρίφθηκε δε κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου. Το τελευταίο (Δικαστήριο της ουσίας), ως Δικαστήριο παραπομπής πλέον, με την προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. 579/2019 απόφασή του, δίκασε εκ νέου την υπόθεση και κήρυξε αθώο τον αναιρεσείοντα όχι μόνο για τη μία επί μέρους συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, που φερόταν τελεσθείσα στις 3-7-2012 και ώρα 2.00′, ως προς την οποία, κατά τα προαναφερόμενα, είχε αναιρεθεί η προμνημονευόμενη 1300/2017 τελεσίδικη απόφαση, αλλά και για τις λοιπές επί μέρους τελεσθείσες στις 22- 3-2012, 9-7-2012, 23-8-2012, 8-8-2012, 16-8-2012, 17-8-2012, 23-8-2012, 12-9-2012 και 25-9-2012 μερικότερες πράξεις, για τις οποίες η καταδίκη, μετά την υπ’αριθμ. 2046/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, είχε καταστεί αμετάκλητη. Με το να αποφανθεί όμως έτσι, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, έσφαλε, διότι καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για τις λοιπές μερικότερες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, για τις οποίες αυτός είχε κηρυχθεί, αμετακλήτως, ένοχος με την τελεσίδικη υπ’αριθμ. 1300/2017 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και πρέπει, ακολούθως, η υπ’αριθμ.579/2019 απόφασή του, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, να αναιρεθεί υπέρ του νόμου κατά το μέρος αυτό, κατά τον βάσιμο, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ, λόγο τής υπό κρίση αίτησης αναίρεσης».
Για την ΑΠ 388/2021 (ΣΤ Τμήμα) βλ. αναλυτικά στο blog «υποψήφιος δικαστής» στην ακόλουθη διεύθυνση : https://www.nb.org/blog/post/ypdik-syzhthsh-sto-dikasthrio-ths-parapomphs-meta-apo-anairesh για εφαρμογή από το δικαστήριο της παραπομπής επιεικέστερης διάταξης. («Έτσι, όμως, το δικάσαν Δικαστήριο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του αφού όφειλε να εφαρμόσει, την ισχύουσα κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης επιεικέστερη, κατά τα προηγούμενα, διάταξη του άρθρου 85 (του ισχύοντος από 1-7-2019) ΠΚ και να προβεί σε περαιτέρω μείωση των ποινών. Κατόπιν τούτων, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, πρέπει, το Δικαστήριο τούτο, κατά παραδοχή ως βάσιμου του αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου λόγου αναίρεσης της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 §1 στοιχ. Θ’ και 511 ΚΠΔ), να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις περί ποινών διατάξεις της και αναγκαίως και κατά την περί συνολικής ποινής διάταξή της και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο, εάν αυτό είναι δυνατόν, από τους ίδιους Δικαστές, που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 522 ΚΠΔ), απορριπτομένης κατά τα λοιπά της αίτησης αναίρεσης.»
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ