Άρθρο 41 ΚΠΔ «Αίτηση δίωξης. Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι απαιτείται αίτηση της αρχής για να ασκηθεί ποινική δίωξη, η αίτηση γίνεται σε κάθε εκπρόσωπο της εισαγγελικής αρχής, γραπτά ή προφορικά, και συντάσσεται έκθεση».
Νομική φύση της αίτησης δίωξης. Η ύπαρξη αιτήσεως συνιστά ειδική δικονομική προϋπόθεση, η έλλειψη δε της αιτήσεως, οσάκις απαιτείται, εμποδίζει την κίνηση της ποινικής διώξεως, ως και η έγκληση. Η απαίτηση της αιτήσεως οφείλεται εις λόγους γενικότερης κρατικής ή διπλωματικής πολιτικής προς έλεγχο της σκοπιμότητος της ποινικής διώξεως, καθ` όσον η εξάρτηση της ποινικής διώξεως εκ της υποβολής “αιτήσεως αρχής” δεν προσήκει εις τας περιπτώσεις εκείνες, επί των οποίων η δίωξη άπτεται οπωσδήποτε του “γενικοτέρου κρατικού συμφέροντος”, αλλά μόνον εκεί, όπου λόγοι γενικοτέρας κρατικής ή διοικητικής πολιτικής επιβάλλουν τον εις εκάστη συγκεκριμένη περίπτωση έλεγχο της σκοπιμότητος της κινήσεως της ποινικής διώξεως. Η κατ’ αίτηση δίωξη αποτελεί εξαίρεση του κανόνος, ο οποίος επιτάσσει την αυτεπάγγελτο δίωξη. Επομένως, για να ισχύσει ο κανών πρέπει να ορίζεται σαφώς υπό του νόμου η δίωξη κατ’ αίτηση, δηλαδή η αίτηση απαιτείται προκειμένου να διωχθούν ορισμένα εγκλήματα, από αυτά που ορίζει ο νόμος. Δι` ό, η αίτηση της αρχής έχει χαρακτήρα διοικητικόν και είναι διάφορος της εγκλήσεως και ως προς τις διατυπώσεις, αφού αποτελεί δήλωση βουλήσεως προερχομένη από αρχήν τινά, διά της οποίας αυτή εκφράζει την περί ποινικής διώξεως ορισμένης πράξεως επιθυμία της. Η αίτηση, ήτοι, αποτελεί δικονομική προϋπόθεση εις τας υπό του νόμου προβλεπόμενες περιπτώσεις, διά την έγκυρο κίνηση της ποινικής διώξεως και η άσκηση της διώξεως άνευ προηγουμένης αιτήσεως, οσάκις αυτή απαιτείται κατά νόμον, καθιστά τη δίωξη απαράδεκτο, η δε μη κήρυξη του απαραδέκτου συνιστά λόγον αναιρέσεως κατά της αποφάσεως δι’ υπέρβαση εξουσίας. (ΑΠ 958/2009).
Περιπτώσεις όπου απαιτείται η αίτηση δίωξης. Περιπτώσεις όπου συναντάται η αίτηση δίωξης είναι τόσο στον ΠΚ όσο και ειδικούς νόμους. Ενδεικτικά αίτηση δίωξης χρειάζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
των άρθρων 6 παρ.3 και 7 παρ. 2 ΠΚ για τη δίωξη εγκλημάτων που τελεί ημεδαπός την αλλοδαπή (6 παρ. 3) ή αλλοδαπός στην αλλοδαπή εναντίον Έλληνα πολίτη (7 παρ. 2) απαιτείται (αν δεν έχει υποβληθεί έγκληση του παθόντος) αίτηση της κυβέρνησης της χώρας όπου τελέστηκε το έγκλημα. (Νομολογία: «η αίτηση υποβάλλεται νομότυπα με ρηματική διακοίνωση των οργάνων του Κράτους στα οποία ανήκει η αντιπροσώπευση αυτού στις εξωτερικές σχέσεις κατά τις αρχές του Συνταγματικού και του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών και όχι απευθείας στον Εισαγγελέα ή άλλο πολιτειακό όργανο ή οιονδήποτε υπάλληλο του Κράτους (λ.χ. Ελληνα αξιωματικό, που υπηρετεί στο εξωτερικό, στο ΝΑΤΟ). Η αίτηση όμως αυτή της ξένης Κυβέρνησης, που έχει διοικητικό χαρακτήρα, μπορεί να υποβληθεί μέχρι του χρόνου της παραγραφής του πλημμελήματος και αποτελεί ουσιώδη δικονομική διαδικαστική προϋπόθεση για την ίδρυση της δίκης και αν διαπιστωθεί από το δικαστήριο η έλλειψη αυτής της προϋπόθεσης, τούτο δεν μπορεί να δικάσει την υπόθεση και απέχει μέχρι να προσκομισθεί αίτηση της ξένης Κυβέρνησης για δίωξη του ημεδαπού, αν η πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως.» ΑΠ 993/1990).
του άρθρου154 ΠΚ για την προσβολή συμβόλων άλλου κράτους όπου η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση της αλλοδαπής κυβέρνησης
του άρθρου 21 παρ. 2 του Ν. 2523/1997πλαστά, εικονικά φορολογικά στοιχεία κ.λπ. (η διάταξη έχει καταργηθεί με το άρθρο 71 παρ.1 Ν.4174/2013,το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 8 Ν.4337/2015,ΦΕΚ Α 129/17.10.2015) η μηνυτήρια αναφορά των εκεί αναφερόμενων δημοσίων οργάνων (Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λπ.) αποτελεί, στην πραγματικότητα, αίτηση της αρμόδιας αρχής για άσκηση ποινικής δίωξης κατ’ άρθρο 41 ΚΠΔ (Νομολογία: «Περαιτέρω, η αίτηση προς δίωξη του άρθρου 41 ΚΠΔ, ναι μεν δεν ενέχει τη μορφή έγκλησης με την έννοια του άρθρου 46 ΚΠΔ, πλην όμως εφαρμόζεται και επ’ αυτής αναλογικά το άρθρο 119 ΠΚ και ισχύει και επ’ αυτής η αρχή του αδιαιρέτου […]. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ποινική δίωξη ασκείται παραδεκτώς εναντίον όλων των συμμέτοχων του εγκλήματος φοροδιαφυγής, και αν ακόμη η αίτηση δίωξης του άρθρου 41 ΚΠΔ, ήτοι η μηνυτήρια αναφορά του αρμόδιου οργάνου του άρθρου 21 παρ. 2 του Ν. 2523/1997, που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός μόνον από αυτούς.» ΑΠ 54/2019).
του άρθρου 149 που αφορά εγκλημάτων των άρθ. 145 και 146 του Β.Δ. 31-12-1957/1958 για τα οποία απαιτείται τέτοια αίτηση, η οποία υποβάλλεται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας ή τον οικείο Αστυνομικό Διευθυντή. (Νομολογία: Η αναφορά της λέξης “αίτηση” στο άρθ. 149 του β.δ. της 31.12.1957/20.1.1958 δεν επέχει την έννοια της “άδειας” των άρθ. 54-55 του ΚΠΔ, αλλά συνιστά δικονομική προϋπόθεση, η δε έλλειψη της αίτησης κωλύει την ποινική δίωξη και συνακόλουθα την παραπομπή του δράστη στο ακροατήριο. Δηλαδή η ως άνω αναφερόμενη “αίτηση” επέχει την έννοια της “αίτησης” του άρθ. 41 του ΚΠΔ και διαφέρει της έγκλησης κατά το ότι έχει διοικητικό χαρακτήρα, δεν υπόκειται στην τρίμηνη προθεσμία του άρθ. 117 ΠΚ, αλλά μπορεί να υποβληθεί μέχρι τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής του εγκλήματος, δεν χωρεί παραίτηση από το δικαίωμα υποβολής της ή ανάκληση της ήδη υποβληθείσας και γίνεται μόνο ενώπιον εκπροσώπων της εισαγγελικής αρχής και όχι ενώπιον οποιουδήποτε γενικού ή ειδικού προανακριτικού υπαλλήλου. Επιπλέον η αίτηση του άρθ. 41 ΚΠΔ διαφέρει της έγκλησης ως προς τη θεμελίωση της, αφού αυτή δεν ανάγεται εδώ στα συμφέροντα και τα ενδιαφέροντα του εγκαλούντος, αλλά σε λόγους γενικότερης κρατικής ή διοικητικής πολιτικής που επηρεάζουν το σκόπιμο ή μη της ποινικής δίωξης [Α. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα ΙΙ, Τα βουλεύματα, έκδ. 2010, σελ. 199 επ.). Αν η ποινική δίωξη ασκήθηκε δίχως την προηγούμενη υποβολή αίτησης δίωξης, παρότι απαιτείται, τότε αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, κατά περίπτωση κατ’ άρθ. 310 παρ. 1 εδ. τελ., 370 γ’ ΚΠΔ (βλ. ΓνμδΕισΑΠ 6/2016). ΑΠ 505/2021).
Συνέπειες ελλείψεως της αίτησης δίωξης. Όπως προαναφέρθηκε, η έλλειψη της απαιτουμένης κατά νόμο αιτήσεως προς δίωξη εμποδίζει την άσκηση της ποινικής δίωξης. Αν ασκήθηκε δίωξη χωρίς να υπάρχει η αίτηση του άρθρου 41 ΚΠΔ, η ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη. Τέλος, αν, παρόλα αυτά, ασκήθηκε δίωξη χωρίς την απαιτούμενη αίτηση, η τυχόν εκδοθείσα απόφαση είναι αναιρετέα για υπέρβαση εξουσίας. (Νομολογία: Επειδή η απόφασις διά της οποίας κηρύσσεται απαράδεκτος η ποινική δίωξις εξ αιτίας της ελλείψεως της αιτήσεως ξένης κυβερνήσεως, δεν αποτελεί δεδικασμένον και επομένως δύναται κατά το άρθρον 58 ΚΠΔ να κινηθή νέα ποινική δίωξις αν συμπληρωθή η έλλειψις. Εις την περίπτωσιν, καθ` ην υπεβλήθη κατόπιν η οικεία αίτησις προς δίωξιν κανονικώς και εγκαίρως, συγχωρείται βαρύτερος, εν σχέσει με τον αρχικόν, χαρακτηρισμός της πράξεως ώστε να μεταβληθή αύτη από πλημμέλημα εις κακούργημα και εάν ακόμη α) δεν προσδίδεται εις την πράξιν ο βαρύτερος χαρακτηρισμός διά της μηνύσεως ή της εγκλήσεως και β) η νέα παραπομπή στηρίζεται εις το αυτό αποδεικτικό υλικόν. Και τούτο διότι ο ορθός χαρακτηρισμός της πράξεως ανήκει εις το αρμόδιον δικαστικόν συμβούλιον ή Δικαστήριον. Επομένως ορθώς εκρίθη υπό του προσβαλλομένου βουλεύματος περαιτέρω ότι δεν παράγεται δεδικασμένον εκ της σχετικής υπ’ αριθμ. 2159/1981 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η κατά της οποίας έφεσις του Εισαγγελέως Εφετών απερρίφθη, ως απαράδεκτος διά της υπ` αριθμ. 162/1982 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς και ειδικώτερον ότι νομίμως εχώρησε μετά την υποβολήν της σχετικής αιτήσεως του Σουλτανάτου του ΟΜΑΝ, η άσκησις της νέας ποινικής διώξεως διά την ιδίαν πράξιν της απάτης αλλά διά βαρυτέρου χαρακτηρισμού. Επομένως διά της άνω κρίσεώς του το Συμβούλιον δεν παρεβίασε το δεδικασμένον, όπως επίσης δεν υπερέβη την εξουσίαν του, ούτε εστέρησε το προσβαλλόμενον βούλευμα της προσηκούσης προς τούτο αιτιολογίας. ΑΠ 1938/1984).
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ