fbpx
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου, 2024

Η αναδρομική ισχύ του ευμενέστερου νόμου (Nullum crimen nulla poena sine praevia lege)

Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά

Δείτε επίσης

Σύμφωνα με την αρχή αυτή, απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς ποινικών κανόνων. Με άλλα λόγια, η ποινική διάταξη που προβλέπει το έγκλημα πρέπει να προϋπάρχει της τέλεσης του εγκλήματος.

          Το άρθρο 2 ΠΚ εισάγει μία ε ξ α ί ρ ε σ η στον παραπάνω κανόνα, αναφέροντας ότι, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση για τον κατηγορούμενο. (Σύμφωνα με την Αιτιολ.Έκθεση: Στο άρθρο 2 επαναλαμβάνεται η ισχύουσα και σήμερα διάταξη σχετικά με την αναδρομική εφαρμογή του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου. Τα νέα στοιχεία που εισάγει η διάταξη είναι τρία: (α) Διευκρινίζεται ότι επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Με τον τρόπο αυτό υιοθετείται πλέον νομοθετικά η άποψη που επικρατεί τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία σχετικά με το περιεχόμενο που έχει η αρχή αυτή στο ποινικό δίκαιο. (β) Διευκρινίζεται επίσης ότι αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι αν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά αν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν. Έτσι, είναι πιθανό να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένη περίπτωση διατάξεις διαφορετικών νόμων. Μπορεί λ.χ. να εφαρμόζεται νεότερη διάταξη που προβλέπει μικρότερη απειλούμενη ποινή, μαζί με διάταξη παλαιότερου νόμου που πρόβλεπε μετατροπή της μεγαλύτερης ποινής. (γ)Τέλος, στην ίδια διάταξη προβλέπεται ότι αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη, παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας. Η προσθήκη στη διάταξη αυτή και των μέτρων ασφαλείας, εκτός από τις παρεπόμενες ποινές, στηρίχθηκε στη σκέψη ότι τα μέτρα ασφαλείας δεν παύουν να είναι μέτρα του ποινικού δικαίου. Όταν επομένως μια πράξη χαρακτηρίζεται πλέον ως ανέγκλητη και επομένως κανένα ποινικής φύσης μέτρο δεν μπορεί να επιβληθεί γι’ αυτήν, δεν θα πρέπει επίσης να εκτελούνται και τα μέτρα ασφαλείας.)

          Παραδείγματα ευμενέστερου νόμου :

α) αν ο νέος νόμος προβλέπει μικρότερη ποινή

β)  αν με το νέο νόμο ένα αυτεπάγγελτα διωκόμενο έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση

γ)  αν ο νέος νόμος προβλέπει κάποιο λόγο που αποκλείει την ποινή 

δ)  αν θεσπίζει νέο λόγο άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού

ε)  αν προβλέπει ειδική παραγραφή

στ) αν θεσπίζει λόγο αποχής από τη δίωξη ή από την ποινή, ή όταν, θεσπίζει εξωτερικό όρο του αξιοποίνου

ζ) αν προβλέπει ως ποινή τη χρηματική ποινή αντί της στερητικής ελευθερίας ποινή

η) αν μειώνει το όριο αναστολής της παραγραφής,

θ) αν δεν προβλέπει και την επιβολή παρεπόμενης ποινή κ.λπ.

          Με τη νέα διάταξη του ΠΚ η σύγκριση δεν γίνεται μεταξύ δύο νόμων (ως ενιαίο «όλον»), αλλά σύγκριση μεταξύ διατάξεων δύο ή περισσότερων νόμων που ίσχυσαν κατά το χρονικό διάστημα που ορίζει το άρθρο 2 ΠΚ, και πάντα εφαρμόζεται η ευμενέστερη διάταξη.

          Αν ο νέος νόμος είναι εν μέρει αυστηρότερος και εν μέρει επιεικέστερος, τότε ο δικαστής, κατά την επιμέτρηση ποινής θα πρέπει να κινηθεί στα χρονικά πλαίσια που θα ωφελούν περισσότερο τον κατηγορούμενο.

          Παράδειγμα: Αν ένα έγκλημα τιμωρεί το με ποινή από 1 χρόνο μέχρι 3 χρόνια και εκδοθεί νέος νόμος που προβλέπει ποινή 10 μέρες μέχρι 5 χρόνια, ο δικαστής θα κινηθεί στο πλαίσιο των 10 ημερών μέχρι 3 χρόνια, δηλαδή θα προβεί σε επιμέτρηση ποινής  με το μικρότερο ελάχιστο όριο και το μικρότερο μέγιστο όριο.

          Τέλος,  αν με μεταγενέστερο νόμο η πράξη χαρακτηριστεί μη      αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει  και  η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε   καθώς   και   τα  ποινικά   επακόλουθα   αυτής, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας    (2   παρ.   2ΠΚ)

          Δικονομικά θέματα. Αν το δικαστήριο παραλείψει να εφαρμόσει την ευμενέστερη διάταξη, η απόφαση είναι αναιρετέα για (510 παρ. 1 στ. Ε’ ΚΠΔ) για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου ως λόγο αναίρεσης, ακόμα και αν δεν προβλήθηκε ο σχετικός λόγος αναίρεσης από τον αναιρεσείοντα, αφού ο συγκεκριμένος λόγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 511 παρ. 1 ΚΠΔ από τον ΑΠ.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -