fbpx

Η ανάγνωση εγγράφων κατά το 362 ΚΠΔ – Πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου

Χρόνος ανάγνωσης 17 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 17 λεπτά

Δείτε επίσης

Ερμηνεία 362 νΚΠΔ – έννοια εγγράφων- ποιος προσκομίζει τα αναγνωστέα έγγραφα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 362 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ που εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση, λόγω του χρόνου εκδικάσεως της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, (και είναι όμοιο κατά περιεχόμενο με το άρθρο 364 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ) «Στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων, που συντάχθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Η ανάγνωση των εγγράφων αυτών στο ακροατήριο γίνεται ως προς τα ουσιώδη και σημαντικά, κατά την κρίση των διαδίκων, σημεία τους. Αν κατά την κρίση του διευθύνοντος τη συζήτηση τα σημεία των εγγράφων, η ανάγνωση των οποίων ζητείται από τους διαδίκους, δεν είναι ουσιώδη ή σημαντικά, μπορεί να ασκηθεί αμέσως προσφυγή σε όλο το δικαστήριο. Αν χρειάζεται κάποιος από τους μάρτυρες ή τους κατηγορουμένους να αναγνωρίσει ένα έγγραφο ή πειστήριο, ο διευθύνων τη συζήτηση το επιδεικνύει σε αυτόν». Με τη διάταξη του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται η αρχή της προφορικότητας στη χρησιμοποίηση των εγγράφων ως αποδεικτικών στοιχείων στην ποινική δίκη και επιβάλλεται η υποχρεωτική ανάγνωσή τους στο ακροατήριο, για να μπορούν αυτά να αξιοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα και να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο κατά την έκδοση σχετικής απόφασης, η οποία επιτρέπεται να στηριχθεί μόνο σε όσα αναπτύχθηκαν και συζητήθηκαν προφορικά στο ακροατήριο και όχι σε έγγραφα που δεν αναγνώσθηκε το περιεχόμενό τους ενώπιον των παραγόντων της δίκης. Κατ ‘αυτόν τον τρόπο το περιεχόμενο των κάθε είδους εγγράφων τίθεται υπό τον έλεγχο όλων των συμμετασχόντων στη δίκη και κυρίως του κατηγορουμένου, με συνέπεια να ικανοποιείται κατ’ επέκταση και το γενικότερο δικαίωμα του σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 Συντ.), καθώς και σε μια δίκαιη ποινική δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ). Ομοίως η εν λόγω διάταξη εξυπηρετεί και την αρχή της δημοσιότητας στην ποινική δίκη και μάλιστα υπό την ειδικότερη μορφή της «δημοσιότητας των μερών» και περισσότερο του κατηγορουμένου ως προς τη δυνατότητά του να έχει σαφή επίγνωση των εις βάρος του αποδεικτικών στοιχείων, για να μπορεί να διαμορφώσει κατάλληλα την υπεράσπισή του. Αυτό συμβαίνει, εφόσον στην ποινική δίκη μπορούν τα έγγραφα να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα και να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο για την έκδοση απόφασης, μόνον όταν υποβληθούν στον έλεγχο της δημόσιας συζήτησης, για να μπορέσουν οι παράγοντες της ποινικής δίκης να υποβάλουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους επ’ αυτών. Έγγραφο δε σύμφωνα με το άρθρο 13 γ’ ΠΚ, είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία. Όλα τα παραπάνω έγγραφα «διαβάζονται» στην αποδεικτική διαδικασία, κατά τον τεχνικά πρόσφορο τρόπο για έκαστο από αυτά, ήτοι οι φωτογραφίες επισκοπούνται, βιντεοδίσκοι προβάλλονται κ.ο.κ. Εξάλλου, αναγνωστέα έγγραφα είναι τα έγγραφα, τα οποία είτε έχει συμπεριλάβει ο εισαγγελέας που συνέταξε το κατηγορητήριο ή επιμελήθηκε την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, από τους διαδίκους, τον εισαγγελέα ή και από κάποιον μάρτυρα. (ΑΠ 809/2022)

Ανάγνωση εγγράφων από μη αμετάκλητες αποφάσεις – συνέπειες. Από τη διάταξη του άρθρου 362 ΚΠΔ, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 170, 171 και 177 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικάζον ποινικό δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρήσιμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητα του, έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη, ενόψει του ότι η τήρηση της διάταξης του άρθρου 362 ΚΠΔ, δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής ποινικής διαδικασίας, και συνεπώς ουδεμίας μορφής ακυρότητα επιφέρει η ανάγνωση και λήψη υπόψη εγγράφων, τα οποία υποβάλλονται από τους διαδίκους χωρίς αμφισβήτηση της γνησιότητάς τους, καθώς και η ανάγνωση, έστω και με την εναντίωση του κατηγορούμενου, εγγράφων άλλης δίκης ή και απόφασης εκδοθείσας επί άλλης δίκης, η οποία δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, διότι δεν θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορούμενου και δεν παραβιάζεται το από το άρθρο 171 §1 στοιχ. δ’ του ΚΠΔ δικαίωμα υπεράσπισης, αφού ο κατηγορούμενος έχει πάντοτε τη δυνατότητα, κατά τη διάταξη του άρθρου 358 του ίδιου ως άνω Κώδικα, να εκθέσει τις απόψεις του, να κάνει παρατηρήσεις και να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν (ΑΠ 101/2022, ΑΠ 710/2016, ΑΠ 1560/2016). (βλ και ΑΠ 119/2022).  Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 362 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος του να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠΔ), ενώ επίσης παραβιάζονται και οι αρχές περί προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, οπότε συνάμα ιδρύεται και ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Γ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, εκτός αν τα έγγραφα αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα ή τα επικαλέστηκε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στη δίκη, οπότε ο τελευταίος έχει την ευχέρεια γνωρίζοντας την ταυτότητα του εγγράφου να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 ΚΠΔ ανωτέρω δικαιώματά του (ΑΠ 79/2021, ΑΠ 464/2021). (ΑΠ 1179/2022)

Ανάγνωση απόφασης που δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση- εναντίωση του κατηγορούμενου Στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρήσιμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητά του, έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη, χωρίς αυτό να συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα (ΑΠ 100/2021, ΑΠ 887/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, που παρέχουν πλήρη απόδειξη για όσα αναγράφονται σ’ αυτά, εφόσον δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν προκύπτει, ότι κατά το στάδιο της ανάγνωσης των εγγράφων, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων δια του συνηγόρου του, δήλωσε ότι εναντιώνεται στην ανάγνωση της προσκομισθείσας από την πολιτικώς ενάγουσα έγκλησης ΑΒΜ … των Α. Α. και Ν. Γ. κατά του κατηγορουμένου για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδούς κατάθεσης. Το Δικαστήριο της ουσίας με την ΗΤ1193/2020 παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμο το αίτημα αυτό, κατά παραδοχή της σχετικής πρότασης του Εισαγγελέα, με την ακόλουθη αιτιολογία “Στην προκείμενη περίπτωση ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ζήτησε να μην αναγνωστεί η προσκομιζόμενη από την πολιτικώς ενάγουσα έγκληση ABM … των Α. Α. και Ν. Γ. κατά του νυν κατηγορούμενου Η. Λ. για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφήμισης και ψευδούς κατάθεσης. Ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει, κατά παραδοχή και της σχετικής εισαγγελικής πρότασης, ότι η σχετική ένσταση του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι από την ανάγνωση αυτής δεν επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, με το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ”. Ακολούθως δε προχώρησε στην ανάγνωση, μεταξύ άλλων, και της ως άνω έγκλησης. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας όσον αφορά την απόρριψη του ως άνω αιτήματος του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού η ανάγνωση του παραπάνω εγγράφου, που αφορά άλλη ποινική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση δεν συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με τη νομική σκέψη, που προηγήθηκε (ΑΠ 1408/2022, ΑΠ 13/2022)

Έγγραφα συνταγμένα σε ξένη γλώσσα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 362 παρ. 1 και 367 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς σχηματισμό της περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίσεώς του, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου, το οποίο δεν ανεγνώσθη κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Γ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης της αποφάσεως, αφενός μεν για απόλυτη ακυρότητα, διότι δεν δίδεται η υπερασπιστική δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για τα μη αναγνωσθέντα έγγραφα (άρθ. 358 και 171 παρ. 1 περ. δ’ του ΚΠΔ) αφετέρου δε για παραβίαση των αρχών της προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και της δημοσιότητας της δίκης. Η ακυρότητα όμως αυτή αποτρέπεται όταν το δικαστήριο σχηματίζει την περί ενοχής κρίση του όχι από το ίδιο το έγγραφο, το οποίο ιστορικώς μόνο αναφέρεται στην απόφασή του, αλλά από άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και όταν το μη αναγνωσθέν έγγραφο διηγηματικώς και μόνο αναφέρεται στην απόφαση και δεν άσκησε επιρροή στον σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος ή το περιεχόμενό του προκύπτει εμμέσως από άλλα αποδεικτικά μέσα. Περίπτωση δε μη ανάγνωσης εγγράφου, υπάρχει και όταν το έγγραφο ήταν συντεταγμένο σε ξένη γλώσσα και ανεγνώσθη, χωρίς να βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί το περιεχόμενό του. Στην περίπτωση όμως αυτή, για να επέλθει απόλυτη ακυρότητα, πρέπει να αναφέρεται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ότι τα αναγνωσθέντα έγγραφα είχαν συνταχθεί σε συγκεκριμένη ξένη γλώσσα και ότι αναγνώσθηκαν αυτούσια και όχι σε ελληνική μετάφραση (ΑΠ 461/2011, ΑΠ 1007/2006, ΑΠ 1265/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει ως αναιρετικό λόγο την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδ. με αρθ. 171 παρ. 1 περ. δ’ του ΚΠΔ), διότι μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων περιλαμβάνονται τα με αριθμό 11, 12, 26, 29 και 30 και δη 11) το από 15-12-2010 email από τον F. G. προς τον κ. Ν., 12) το από 25-4-2011 email από τον F. G. προς τον κ. Λ., 26) το από 5-11-2013 email από την ηλεκτρονική διεύθυνση …. προς A. A., 29) η από 11-12-2012 Επιστολή από M. L. προς την Α. Κ., και 30) Το από 25-2-2012 mail από τον M. L. προς τον Η. Λ., χωρίς να βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί το περιεχόμενό τους. Από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά αναγνώσθηκαν. ‘Όμως από τον προσδιορισμό και μόνο της ταυτότητας των εν λόγω εγγράφων, ότι δηλαδή είχαν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα, δεν προκύπτει ότι αυτά αναγνώσθηκαν αυτούσια και όχι σε ελληνική μετάφραση, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί ότι ο αναιρεσείων στερήθηκε του δικαιώματός του να προβεί σε δηλώσεις ή εξηγήσεις επί των εγγράφων αυτών, διότι δεν κατανοεί το περιεχόμενό τους. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού, όπως προκύπτει από τις αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος στα παραπάνω έγγραφα, αλλά κυρίως και αποκλειστικώς σε άλλα αποδεικτικά μέσα και ιδίως στην κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθ. 578 παρ. 1 του ΚΠΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της παραστάσας προς υποστήριξη της κατηγορίας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο …” (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. (ΑΠ 1408/2022, ΑΠ 210/2022)

Έγγραφα διαδικαστικά. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 362 του ισχύοντος Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επιφέρει, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα, διότι στερείται, έτσι, ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 του Κ.Ποιν.Δ.), εκτός αν τα έγγραφα αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 Κ.Ποιν.Δ. ως άνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικά δεν εξαρτάται μόνον από τον τρόπο, με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Τέτοια έγγραφα είναι μόνον όσα μπορούν να χρησιμεύσουν για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου και τον καθορισμό της επιβλητέας ποινής (Α.Π. 972/2020, Α.Π. 373/2020). (ΑΠ 164/2022)

Έγγραφο που προσκόμισε ο κατηγορούμενος και ζήτησε να διαβαστεί. Η άρνηση του δικαστηρίου να αναγνώσει έγγραφο ή αμετάκλητη απόφαση που προσκόμισε ο κατηγορούμενος κατά την αποδεικτική διαδικασία με ταυτόχρονη προφορική ή έγγραφη αίτηση για την ανάγνωσή του ή η μη απάντηση στη σχετική αίτηση, επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριοεπειδή σ’ αυτή την περίπτωση θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου, αντίστοιχα [και όχι επειδή δεν έχει τηρηθεί η διάταξη του άρθρου 362 παρ. 2 ΚΠΔ, η οποία δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής διαδικασίας (ΑΠ 887/2020, 1700/2019, 984/2017, 1239/2017). (ΑΠ 13/2022)

Λήψη υπόψη εγγράφου που δεν αναγνώστηκε – έγγραφο σε ξένη γλώσσα χωρίς μετάφραση στην ελληνική. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2 και 362 και 369 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, ως αποδεικτικό στοιχείο για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου, που δεν αναγνώσθηκε κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραβιάζει την αρχή της προφορικότητας και δημοσιότητας της δίκης και την άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 358 του ίδιου κώδικα να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο και συνιστά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠΔ), η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Περίπτωση μη ανάγνωσης εγγράφου, που δημιουργεί την πιο πάνω ακυρότητα, υπάρχει και όταν το έγγραφο ήταν συντεταγμένο σε ξένη γλώσσα, χωρίς μετάφρασή του στην ελληνική γλώσσα, και αναγνώσθηκε χωρίς να βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος ή ο εκπροσωπών αυτόν συνήγορός του ήταν σε θέση να αντιληφθεί το περιεχόμενό του. Στην περίπτωση όμως αυτή, για να επέλθει η απόλυτη ακυρότητα, πρέπει να αναφέρεται στα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης ότι τα αναγνωσθέντα έγγραφα είχαν συνταχθεί σε συγκεκριμένη ξένη γλώσσα και ότι αναγνώσθηκαν αυτούσια και όχι σε ελληνική μετάφραση (ΑΠ 505/2020, ΑΠ 1191/2019). (ΑΠ 905/2022)

Μη ανάγνωση πρακτικών πρωτοβάθμιας δίκης-συνέπειες. Κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ.1 εδ. γ’ του ΚΠΔ, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η ανάγνωση, στην κατ` έφεση δίκη, των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των περιεχομένων σ` αυτά καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν είναι υποχρεωτική, αλλά η μη ανάγνωσή τους δεν παράγει χωρίς άλλο ακυρότητα, αφού κάτι τέτοιο δεν απαγγέλλεται ρητώς στο νόμο (άρ. 170 παρ.1 ΚΠΔ). Μόνον σε περίπτωση που ζητηθεί η ανάγνωσή τους, και το δικαστήριο παρά το νόμο δεν επέτρεψε αυτή ή παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά με αυτή, ιδρύεται εντεύθεν ο αναιρετικός λόγος του άρ. 510 παρ.1 Α’ ΚΠΔ για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, ήτοι για έλλειψη ακρόασης (άρ. 171 παρ.2 ΚΠΔ). Η ανάγνωση των πρακτικών πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά του εφετείου ή από τις αιτιολογίες της απόφασης (ΑΠ 297,589/1994). Όμως, αν αυτά δεν αναγνωσθούν, η λήψη υπόψη, για το σχηματισμό της κρίσεως επί της ενοχής, της απολογίας του κατηγορουμένου και των μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται σ` αυτά, επάγεται απόλυτη ακυρότητα και καθιστά την απόφαση αναιρετέα [ΑΠ 568/2019, ΑΠ 1/2017, ΑΠ 60/2017, ΑΠ 750/2015, ΑΠ 947/2014). (ΑΠ 1025/2021)

Προσδιορισμός ταυτότητας των αναγνωσθέντων εγγράφων. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333§2, 358, 362 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορούμενου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171§1 εδ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510§1 στοιχ.Α’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για το αποδεικτικό αυτό μέσο και παραβιάζονται οι αρχές περί προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, οπότε δημιουργείται και ο από το άρθρο 510§1 στοιχ.Γ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Εξάλλου, στα συντασσόμενα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης στο ακροατήριο σχετικά με τα αναγνωσθέντα έγγραφα, δεν απαιτείται να αναγράφεται το αποδεικτικό θέμα που αφορά το έγγραφο που αναγνώστηκε, ούτε να καταχωρείται το περιεχόμενο αυτού ή από ποιόν προσκομίστηκε, απαιτείται όμως να αναγράφονται τα στοιχεία εκείνα που, χωρίς να είναι αναγκαίο να συμπίπτουν με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του, προσδιορίζουν με επάρκεια την ταυτότητα του εγγράφου, ώστε να δημιουργείται βεβαιότητα ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη. Ο προσδιορισμός αυτός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος και προκειμένου να καταδεικνύεται με σαφήνεια ότι του συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου έλαβε γνώση και ο κατηγορούμενος και έτσι του δόθηκε η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενο του. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε δημιουργείται ασάφεια στο αιτιολογικό της απόφασης, σχετικά με τη λήψη ή όχι από το Δικαστήριο της ουσίας του συγκεκριμένου εγγράφου που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ’ αυτό την κρίση του, οπότε, δημιουργείται ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησής του, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, επικαλούμενος ότι το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για την κατάφαση της ενοχής του, έγγραφο, του οποίου η ταυτότητα δεν προσδιορίζεται, αλλά ούτε και αναγνώσθηκε, με αποτέλεσμα την παραβίαση των σχετικών με τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο διατάξεων. Από την παραδεκτή όμως, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης (σελίδα 9 αυτών) προκύπτει ότι πράγματι κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και συγκεκριμένα κατά την εξέταση του δεύτερου μάρτυρα κατηγορίας, Α.Σ., του επιδείχθηκε έγγραφο, που, κατά τα αναγραφόμενα στα πρακτικά, «αναφέρει ότι βρέθηκαν 18 γραμμάτια». Καθίσταται συνεπώς προφανές από τη διατύπωση αυτή ότι το συγκεκριμένο έγγραφο, επιδείχθηκε στον μάρτυρα δημόσια και επομένως κατέστη σε όλους γνωστό, δηλαδή και στον κατηγορούμενο και στο συνήγορο του, που μπορούσαν να λάβουν άμεσα γνώση του περιεχομένου του, να εκφέρουν τις παρατηρήσεις τους, κατ’ άρθρο 358 ΚΠΔ, εάν το ήθελαν ή και να προβάλλουν αντιρρήσεις για την επίδειξή του και όλα αυτά ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έγγραφο προσδιοριζόμενο με τα ως άνω στοιχεία, κατά την επίδειξή του και μόνον αφού από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, τούτο δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων και ούτε προκύπτει, είτε από το σκεπτικό ή το διατακτικό ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε αυτό για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση και ούτε αναφέρεται οποιοδήποτε άλλο έγγραφο με το ίδιο ή με παρεμφερές αντικείμενο ή περιεχόμενο, ώστε να δημιουργούνται αμφιβολίες για την ταυτότητά του. Άλλωστε και ο μάρτυρας στον οποίον επιδείχτηκε το έγγραφο, αναφέρει σχετικά συνεχίζοντας την κατάθεσή του: «Αυτό είναι του 2004, μιλάει για 31.12.2002. Αυτά τα γραμμάτια δεν έχουν σχέση». Κατόπιν τούτων, κρίνεται απορριπτέος και ο αντίθετος με τα προαναφερθέντα, δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, περί ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παραβίασης της προφορικότητας και της δημοσιότητας της δίκης.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -