Η αρχή της άπαξ ασκήσεως ενδίκου μέσου: Κάθε ένδικο μέσο ασκείται άπαξ και όχι υπό αίρεση ή προθεσμία, εκτός αν ασκείται επικουρικά. Η απαγόρευση της επανειλημμένης άσκησης των ένδικων μέσων αποσκοπεί στην αποφυγή της παρελκυστικής συμπεριφοράς και συντρέχει, όταν έχει προηγηθεί η άσκηση άλλου ομοειδούς ένδικου μέσου, ανεξάρτητα από το είδος του και τη δικαστική κρίση επ’ αυτού (βλ. 514, 541, 555 ΚΠολΔ). Κατά μία άποψη, ακόμα και αν το πρώτο ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, τυχόν νέο ένδικο μέσο που ασκήθηκε απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Υποστηρίζεται, όμως, και η αντίθετη ορθότερη άποψη ότι δικαιολογητικός λόγος της απαγόρευσης είναι η αποφυγή της εκ νέου συζήτησης της βασιμότητας του αιτήματος εξαφανίσεως της προσβαλλόμενης απόφασης και συνεπώς, εάν το πρώτο ένδικο μέσο απορριφθεί ως απαράδεκτο, μπορεί να ασκηθεί εκ νέου, εφόσον, ασφαλώς, υφίσταται ακόμη προθεσμία (βλ. Ν. Κλαμαρή, Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων, σελ. 258 επ., Δ. Τσικρικά, Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως στην πολιτική δίκη, σελ. 96). Η τελευταία αυτή άποψη έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια και στη νομολογία (ΑΠ 1752/2013 ΤΝΠ QUALEX), όπως τούτο και προκύπτει και από την κατωτέρω παρατιθέμενη απόφαση του Αρείου Πάγου.
Η απαγόρευση της άσκησης δεύτερου ενδίκου μέσου ισχύει, όταν συντρέχει ανάμεσα στα δύο ένδικα μέσα ταυτότητα διαδίκων και προσβαλλόμενης αποφάσεως. Στην απλή ομοδικία δεν υπάρχει ταυτότητα προσώπων μεταξύ των ομοδίκων και έτσι η διαδοχική, από καθέναν χωριστά, άσκηση ενδίκου μέσου δεν προσκρούει στην αρχή της άπαξ άσκησης εκτός εάν είναι ο ίδιος, κατά τα ατομικά γνωρίσματα, απλός ομόδικος που άσκησε το πρώτο και το δεύτερο ένδικο μέσο ή όταν οι απλοί ομόδικοι από κοινού άσκησαν το πρώτο και το δεύτερο ένδικο μέσο. Στην αναγκαστική ομοδικία πρόκειται για τον ίδιο διάδικο, όταν το πρώτο και το δεύτερο ένδικο μέσο ασκεί ο ίδιος κατά τα ατομικά γνωρίσματα αναγκαίος ομόδικος. Το ίδιο, όμως, ισχύει και όταν το πρώτο ένδικο μέσο ασκήθηκε από έναν αναγκαίο ομόδικο και το δεύτερο από άλλον αναγκαίο ομόδικο, διότι η άσκηση του ενδίκου μέσου από τον έναν αναγκαίο ομόδικο καθιστά διαδίκους και τους άλλους, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 4 ΚΠολΔ. Επομένως, το χρονικά επόμενο ένδικο μέσο που ασκήθηκε από έναν των αναγκαίων ομοδίκων συνιστά άσκηση δεύτερου ενδίκου μέσου και είναι απαράδεκτο, εκτός εάν έχει σχετικό έννομο συμφέρον συνιστάμενο στο ότι προσβάλλει άλλα κεφάλαια της απόφασης η προτείνει νέους λόγους, οπότε στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι τα δύο ξεχωριστά ένδικα μέσα των αναγκαίων ομοδίκων αποτελούν κατ’ αποτέλεσμα ένα και κοινό ένδικο μέσο.
Η απαγόρευση της άσκησης δεύτερου ενδίκου μέσο δεν ισχύει α) σε περίπτωση νομότυπης παραίτησης του διαδίκου από το δικόγραφο (και όχι από το δικαίωμα ασκήσεως) του ενδίκου μέσου, εφόσον υφίσταται βεβαίως ακόμη η προθεσμία προς άσκηση νέου ενδίκου μέσου, αφού, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 295 και 299 ΚΠολΔ η παραίτηση από το δικόγραφο έχει ως αποτέλεσμα ότι το πρώτο ένδικο μέσο θεωρείται ως μη ασκηθέν (ΟλΑΠ 25/2005 ΕλλΔνη 2005,721) και β) σε περίπτωση που το πρώτο ένδικο μέσο είναι ανυπόστατο, όπως π.χ. διότι δεν υπογράφεται από δικηγόρο.
Όπως προαναφέρθηκε, κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια η άποψη ότι το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό και όταν το πρώτο ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο για οποιονδήποτε τυπικό λόγο (για έλλειψη μίας διαδικαστικής προϋποθέσεως) ή για ελάττωμα (ακυρότητα) του δικογράφου (ΑΠ 1752/2013 ΝοΒ 2014,627), πριν το δικαστήριο προβεί σε ουσιαστική έρευνα των λόγων του. Υποστηρίζεται, όμως, και η αντίθετη άποψη κατά την οποία το δεύτερο ένδικο μέσο δεν μπορεί να ασκηθεί και όταν το πρώτο απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, εκτός εάν ασκήθηκε χωρίς να συντρέχει καν δικαίωμα ασκήσεώς του κατά της συγκεκριμένης αποφάσεως, όπως π.χ. διότι δεν είχε ακόμη τελεσιδικήσει ή διότι ήταν εν μέρει οριστική ή διότι δεν στρεφόταν κατά όλων των αναγκαίων ομοδίκων (ΑΠ 579/1996 ΕλλΔνη 1998,573).
Έχει κριθεί ότι τυχόν ασκηθείσα δεύτερη αναίρεση μπορεί να θεωρηθεί ως δικόγραφο πρόσθετων λόγων, εφόσον όμως συντρέχουν οι οριζόμενες στο άρθρο 569 ΚΠολΔ προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η εμπρόθεσμη κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του Αρείου Πάγου και επίδοση του στον αντίδικο, καθώς και η προϋπόθεση ότι η δεύτερη αναίρεση αφορά σε κεφάλαια της απόφασης που έχουν ήδη προσβληθεί με την πρώτη αναίρεση ή σε κεφάλαια τα οποία αναγκαστικώς συνέχονται με αυτά (ΑΠ 1948/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Το διαχρονικό δίκαιο των ενδίκων μέσων: Σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, που καθιερώνει γενική αρχή των ενδίκων μέσων, το παραδεκτό, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της ασκήσεώς τους κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης απόφασης. Με βάση τη γενική αυτή αρχή, οι μεταβολές που επέφερε στο δίκαιο των ενδίκων μέσων ο ν. 4335/2015 και ιδίως η μετατροπή της καταχρηστικής προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως και αναιρέσεως από τριετή σε διετή, ισχύει για όσες αποφάσεις έχουν δημοσιευθεί από 01/01/2016 και μετά και όχι και για όσα ένδικα μέσα ασκούνται μεν μετά την ημερομηνία αυτή, αλλά προσβάλλουν απόφαση εκδοθείσα πριν την 01/01/2016 (ΟλΑΠ 10/2018 σε areiospagos.gr).
O αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ: Όπως γίνεται δεκτό η παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ συντρέχει, όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε κάποια ακυρότητα που προέρχεται από παραβίαση δικονομικής διατάξεως, δηλαδή σε εκείνες τις ακυρότητες που ανάγονται στη διαδικασία και όχι σε ακυρότητες του ουσιαστικού δικαίου που ελέγχονται αναιρετικά κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Ο παραπάνω αναιρετικός λόγος εμφανίζεται με δύο μορφές τη θετική, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε την ύπαρξη ακυρότητας, απαραδέκτου ή εκπτώσεως από δικαίωμα, και την αρνητική, όταν το δικαστήριο παρέλειψε να κηρύξει την ακυρότητα, το απαράδεκτο ή την έκπτωση από το δικαίωμα, παρότι συνέτρεχαν οι όροι του νόμου για την κήρυξη.
Επί των ανωτέρω ζητημάτων ο Άρειος Πάγος (Α1 Πολιτικό Τμήμα) με την πρόσφατη υπ’ αριθμόν 254/2022 απόφασή του έκρινε επί λέξει τα εξής: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ “Δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται”. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η αποφυγή κατακερματισμού της δίκης και της επιβράδυνσης της τελεσίδικης κρίσης επί της διαφοράς προς βλάβη του νικήσαντος διαδίκου (ΑΠ 199/1960). Ο σκοπός όμως αυτός δεν συντρέχει, όχι μόνο όταν εχώρησε νόμιμη παραίτηση από το δικόγραφο της πρώτης έφεσης, αφού τότε θεωρείται ότι αυτή δεν ασκήθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 295, 299 ΚΠολΔ (ΑΠ 1779/2008), ή όταν η πρώτη έφεση είναι ανυπόστατη ως διαδικαστική πράξη (ΑΠ 156/2013), αλλά και όταν η πρώτη έφεση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη, όπως στην περίπτωση που στρεφόταν κατά εν μέρει οριστικής απόφασης (ΟλΑΠ 1138/1974), ή στην περίπτωση που δεν είχε απευθυνθεί κατά όλων των αναγκαίων ομοδίκων κατ’ άρθρο 517 εδ.β’ ΚΠολΔ (ΑΠ 579/1996). Εφόσον η πρώτη έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, είτε διότι δεν τηρήθηκε κάποια δικονομική προϋπόθεση για την άσκησή της, είτε ένεκα έλλειψης τυπικών στοιχείων του δικογράφου της, δεν είναι ανεπίτρεπτη “δεύτερη έφεση” αυτή που ασκείται ακολούθως, ενόσω διαρκεί η προθεσμία της έφεσης. Ως απαράδεκτη δε απορρίπτεται η έφεση αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 532 ΚΠολΔ, αλλά και όταν δεν κατατεθεί το προβλεπόμενο για την άσκησή της παράβολο, όπως ρητά ορίζεται στην ειδική διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ. Άλλωστε, στα πλαίσια εφαρμογής της πανομοιότυπης διάταξης του άρθρου 555 ΚΠολΔ, σχετικά με το ένδικο μέσο της αναίρεσης, που ορίζει ότι “Δεύτερη αναίρεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης, ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται”, έχει κριθεί ότι αν η πρώτη αναίρεση έχει απορριφθεί για οποιονδήποτε τυπικό λόγο, ως απαράδεκτη, αν δηλαδή το δικαστήριο δεν χώρησε σε ουσιαστική έρευνα των λόγων της, τότε η άσκηση παραδεκτής αναίρεσης δεν θεωρείται δεύτερη (ΟλΑΠ 958/2008, ΑΠ 1752/2013, ΑΠ 1723/2012, ΑΠ 464/2008, ΑΠ 605/2006, ΑΠ 1405/2001). Εξάλλου, κατά το άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι τρία χρόνια, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Μετά δε την ως άνω τροποποίηση του άρθρου αυτού, η καταχρηστική προθεσμία της έφεσης ορίστηκε σε δύο έτη. Από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου, άρθρο 1 παρ.2 του Ν.4335/2015, που ορίζει ότι “οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές, ενώ στην παρ.4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016”, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ, που ορίζει ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το παραδεκτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, προκύπτει ότι ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του Ν.4335/2015 αποφάσεις, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με έφεση ή αναίρεση (ΟλΑΠ 10/2018, ΑΠ 817/2020, ΑΠ 111/2019). Περαιτέρω, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο, ιδρύεται αν στο αναιρετήριο αναφέρονται ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΟλΑΠ 2/2011, ΑΠ 623/2015, ΑΠ 673/2013). Ειδικότερα, με τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό, αυτό δηλαδή που δημιουργείται από την αθέτηση – παραβίαση δικονομικής διάταξης (ΟλΑΠ 12/2010, ΑΠ 164/2017, ΑΠ 204/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα των αναιρετικών λόγων (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα εξής: Κατά της με αριθμό ………/10-6-2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε στην ουσία της την από 3-2-2014 και με αριθμό κατάθεσης …………./2014 αγωγή αποζημίωσης του αναιρεσείοντος, ασκήθηκε από αυτόν η από 10-8-2015 και με αριθμό κατάθεσης 563/11-8-2015 έφεσή του. Η έφεση αυτή απορρίφθηκε με την με αριθμό 463/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ως απαράδεκτη, για το λόγο ότι δεν είχε επισυναφθεί στο δικόγραφο της έφεσης, που είχε κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ παράβολο. Στη συνέχεια ο αναιρεσείων άσκησε κατά της ίδιας παραπάνω οριστικής απόφασης την από 19-9-2017 και με αριθμό κατάθεσης 9765/558/19-9-2017 έφεσή του, καταθέτοντας και το προβλεπόμενο παράβολο των 100 ευρώ (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με τα άρθρα 35 παρ.2 και 45 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α 240/22-12-2016). Το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς με την προσβαλλόμενη, με αριθμό 246/2018 απόφασή του απέρριψε την νέα αυτή έφεση, ως απαράδεκτη, κρίνοντάς την ως δεύτερη έφεση, η οποία δεν είναι επιτρεπτή κατά τη διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην περίπτωση που το ένδικο αυτό μέσο είχε απορριφθεί αρχικά ως απαράδεκτο. Ακόμη η προσβαλλόμενη απόφαση, με επάλληλη σκέψη, η οποία επίσης στηρίζει το διατακτικό της, διέλαβε και τη νομική παραδοχή ότι, ακόμη και με την αντίθετη εκδοχή, ότι η ένδικη έφεση δεν τυγχάνει απαράδεκτη ως δεύτερη έφεση, έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα και είναι εξ αυτού του λόγου απαράδεκτη, καθόσον η εκκαλούμενη οριστική απόφαση δημοσιεύτηκε στις 10-6-2015, χωρίς να ακολουθήσει επίδοσή της και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε την 19-9-2017, μετά την παρέλευση της καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ, που είναι διετής. Έτσι που έκρινε, όμως, το Εφετείο και απέρριψε την από 19-9-2017 έφεση ως απαράδεκτη, παραβίασε τις δικονομικές διατάξεις των άρθρων 514 και 518 παρ.2 ΚΠολΔ, αφού, όπως προεκτέθηκε στις νομικές σκέψεις της παρούσας απόφασης, δεν είναι ανεπίτρεπτη δεύτερη έφεση αυτή που ασκείται όταν η πρώτη έφεση απορρίφθηκε για οποιονδήποτε τυπικό λόγον, η δε καταχρηστική προθεσμία της έφεσης, για τις οριστικές αποφάσεις που έχουν δημοσιευθεί πριν την 1-1-2016 είναι τριετής και όχι διετής. Επομένως, είναι βάσιμος ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης και ως προς τα δύο σκέλη του, από τον αριθ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων, αποδίδει στην απόφαση του Εφετείου τις δύο πιο πάνω πλημμέλειες, της παρά το νόμο απόρριψης ως απαράδεκτης της έφεσης, με την εσφαλμένη κρίση ότι συνιστούσε δεύτερη έφεση, αλλά και εκπρόθεσμα ασκηθείσα. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον Δικαστή (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσίβλητης, λόγω της ήττας της, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ.3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της αναίρεσης».
* Ο κ. Παντελεήμων Ρεντούλης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μέλος ΣΕΠ Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΚΠΑ, Διδάσκων Πολιτική Δικονομία στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ