Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορούμενου αποτελεί θεμελιώδη κανόνα σχετικό με τα ένδικα μέσα που ασκεί ο κατηγορούμενος. Σε περίπτωση που κάποιος καταδικάστηκε σε μία ποινή και ασκεί έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης, είναι λογικό να προβαίνει στην άσκηση της με την προσδοκία ότι θα πετύχει μια βελτίωση της θέσης του ή ακόμα και μια αθωωτική απόφαση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Σε περίπτωση όμως, που δεν υπήρχε η αρχή της μη χειροτέρευσης, τότε μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις θα προέβαινε στην άσκηση ένδικων μέσων (π.χ. καταδίκη σε ισόβια).
Το 470 ορίζει σχετικά ότι η θέση του καταδικασθέντος δεν μπορεί να γίνει χειρότερη ούτε να ανακληθούν ευεργετήματα που του παρασχέθηκαν με την πρωτοβάθμια απόφαση (470 εδ. α).
Περιπτώσεις που γίνεται χειρότερη η θέση του κατηγορούμενου μπορούν να αναφερθούν ενδεικτικά οι εξής:
– επιβολή βαρύτερης ποινής,
– απαγόρευση της μετατροπής της ποινής, όταν έχει ήδη μετατραπεί η ποινή του με την εκκαλουμένη απόφαση
– χαρακτηρισμός του εγκλήματος σαν κακούργημα ενώ η εκκαλουμένη απόφαση το είχε χαρακτηρίσει πλημμέλημα κλπ. κλπ.
Προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της μη χειροτέρευσης Για να τύχει εφαρμογής η αρχή της μη χειροτέρευσης πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
1) να πρόκειται για ένδικο μέσο που ασκείται κατά καταδικαστικής απόφασης
2) να ασκήθηκε τούτο από ή υπέρ του καταδικασθέντος (470 εδ. α).
Από τις παραπάνω προϋποθέσεις γίνεται αντιληπτό ότι η αρχή της μη χειροτέρευσης δεν ισχύει στα βουλεύματα. Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι το δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο μπορεί να χειροτερέψει τη θέση του κατηγορούμενου ακόμα και την περίπτωση που ο ίδιος ασκήσει ένδικο μέσο κατά κάποιου βουλεύματος.
Παράβαση της αρχής της μη χειροτέρευσης καθιστά την απόφαση αναιρετέα για υπέρβαση εξουσίας (510 §1 Θ).
Κάμψεις της αρχής της μη χειροτέρευσης Η αρχή της μη χειροτέρευσης κάμπτεται στις εξής περιπτώσεις:
α) όταν πρόκειται για παρεπόμενη ποινή, η οποία δεν επιβλήθηκε εκ παραδρομής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μολονότι υποχρεωτικά έπρεπε να επιβληθεί κατά τον νόμο· (470 εδ. β). Τούτο συμβαίνει στα άρθρα 213, 238 Π.Κ.
β) όταν πρόκειται για επιβολή μέτρων ασφαλείας, απ’ αυτά που προβλέπονται στον ΠΚ (69-76). (470 εδ. β)·
γ) όταν ασκήθηκε αυτοτελής έφεση από τον εισαγγελέα (486 § 1 β, 490)·
Στις παραπάνω περιπτώσεις το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να χειροτερέψει τη θέση του καταδικασθέντος, στο μέτρο που προβλέπει ο νόμος στις περιπτώσεις α-β, ελεύθερα στην περίπτωση γ.
δ) Μη δέσμευση από την απαγόρευση χειροτέρευσης (415 ΚΠΔ)Στην ποινική διαταγή εισάγεται μία εξαίρεση της αρχής της μη χειροτέρευσης(470) που ισχύει στα ένδικα μέσα και ένδικα βοηθήματα (463), αφού το δικαστήριο, που δικάζει τις αντιρρήσεις σε πρώτο βαθμό, δεν δεσμεύεται από τη διάταξη του άρθρου 470 του ΚΠΔ. Συνεπώς το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, μετά την υποβολή αντιρρήσεων κατά της ποινικής διαταγής, εκδικάζοντας την υπόθεση, μπορεί να επιβάλει στον ένοχο της πράξης ποινικές κυρώσεις μεγαλύτερες από εκείνες που του είχαν επιβληθεί με την ποινική διαταγή.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ