Με την ΑΠ 1367/2020 απόφαση του Ε Τμήματος, επικαιροποιείται η νομολογία του Αρείου Πάγου για την αποδεικτική αξιοποίηση παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου στην ποινική δίκη.
Νομοθετικό πλαίσιο. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ παρέμεινε ίδια με τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ, όπως είχε διαμορφωθεί με τον ν. 3674/2008. «Κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του ΚΠΔ, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, η χρησιμοποίηση δε στη ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και επάγεται την κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ’ του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 του ΚΠΔ θεσπίζεται, κατ’ εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού μέσου, που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και επομένως δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με τέτοιες πράξεις, όπως π.χ. μαγνητοταινία ή βιντεοσκόπηση που αποτυπώνει ιδιωτική συνομιλία ή φωτογράφηση μεταξύ του ενδιαφερομένου και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Η αξιόποινη αυτή πράξη, προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 370Α’ παρ. 2 του ΠΚ., η οποία (διάταξη) θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9Α και 19 του Συντάγματος, για την προστασία και τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και ειδικότερα το δικαίωμα για πληροφοριακή αυτοδιάθεση ως συνταγματικά προστατευόμενη αξία που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρ. 2 παρ. 1 (ανθρώπινη αξιοπρέπεια), 5 παρ. 1 (δικαίωμα να αναπτύσσει καθένας ελεύθερα την προσωπικότητά του), 9 (κατοικία, ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), 9 Α (δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων) και 19 (απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας) του Συντάγματος. Παρά δε τα αναφερόμενα στις διατάξεις των ως άνω άρθρων (370 Α’ του Π.Κ. και 177 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.) και της θεσπισθείσης απολύτου απαγορεύσεως της χρήσεως ως αποδεικτικών μέσων μαγνητοταινιών ή μαγνητοφωνήσεων που αποκτήθηκαν παρανόμως, από πλευράς ποινικού δικονομικού δικαίου, η προβλεπομένη απόλυτη απαγόρευση δικονομικής αξιοποιήσεως τέτοιων αποδεικτικών μέσων, πρέπει να ελέγχεται από το επιλαμβανόμενο της εκδικάσεως της υποθέσεως ποινικό δικαστήριο, αν είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1δ του Συντάγματος, που προστατεύουν το απόλυτο αγαθό της ανθρώπινης αξίας, για να μη τίθενται σε διακινδύνευση τα έννομα αγαθά της ζωής της τιμής και της ελευθερίας του ατόμου τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός της απαγόρευσης χρήσης αποδεικτικού μέσου παρανόμως κτηθέντος, που θεσπίζεται από την εν λόγω διάταξη και το άρθρο 19 §3 του Συντάγματος, κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όχι μόνον υπέρ αλλά και εναντίον του κατηγορουμένου. Έτσι, υπό τον περιορισμό της αρχής της αναλογικότητας (άρθρ. 25 §1 Συντ.) μπορεί να συνεκτιμηθεί από το δικαστήριο ένα τέτοιο “παράνομο” αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως στοιχείο, στο οποίο ο παθών μπορεί να στηρίξει την καταγγελία του για να επιδιώξει την κατά το άρθρο 20 §1 Συντ. έννομη προστασία του ή όταν αυτό αποτελεί το μόνο προτεινόμενο από τον κατηγορούμενο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς του. (ΑΠ 277/2014, 1202/2011, 816/2006).»
Ένδικη υπόθεση – πραγματικά περιστατικά. «Στην κρινόμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων που κηρύχθηκε ένοχος με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 2567/2019 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, για τις πράξεις της ληστείας κατά συρροή, κλοπής κατ’ εξακολούθηση, παράνομης οπλοφορίας κατ’ εξακολούθηση και παράνομης εισόδου στη χώρα και του επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 27 ετών και 6 μηνών, καθώς και χρηματική ποινή 6.000,00 ευρώ, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αναιρέσεως του (κατ’ εκτίμηση), αιτιάται ότι η προσβαλλόμενη υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί το δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική του κρίση σε παράνομα αποδεικτικά μέσα, κατά παράβαση των εκ των άρθρων 19 και 20 του Συντάγματος αρχών, “του απορρήτου της επικοινωνίας και ανθρώπινης αξίας”, με τις ειδικότερα αντίστοιχες αιτιάσεις ότι: α’) το δικαστήριο έλαβε υπόψη του παράνομο βιντεοληπτικό υλικό, που αποτυπώθηκε σε 56 φωτογραφίες παρά την απαγόρευση του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ και β’) ότι ελήφθη υπόψη βιντεοληπτικό υλικό “καταγραφής καμερών” μη αναγνωσθέν. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι και τούτο διότι: (ι’) Ως προς την (α’) ειδικότερη αιτίαση, καθόσον, ναι μεν, κατά τη διάταξη του άρθρ. 177 παρ. 2 ΚΠΔ αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία, κατά δε, τις διατάξεις των παραγρ. 1.2.3 του άρθρ. 370Α’του ΠΚ, αποτελεί ποινικό αδίκημα η καταγραφή και η χρήση μαγνητοφωνήσεων ή βιντεοσκοπήσεων μη δημόσιων πράξεων, χωρίς την συναίνεση των υποκειμένων, πλην όμως, η απαγόρευση αυτή κάμπτεται εν προκειμένω, κατά τ’ αναφερόμενα στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, καθόσον η τοποθέτηση βιντεοκάμερας από τον ιδιοκτήτη του καταστήματος σε σημείο τέτοιο ώστε οι κάμερες να καταγράφουν κινήσεις στις περιοχές εισόδου-εξόδου του καταστήματος, με αποκλειστικό σκοπό την προστασία των αγαθών της επιχείρησης, και μάλιστα για την παρακολούθηση της τέλεσης στον χώρο του, αξιόποινων πράξεων, η χρησιμοποίηση αυτού του βιντεοληπτικού υλικού , εφόσον δεν αναγόταν στη σφαίρα παρακολούθησης της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής των εκεί εργαζόμενων, δεν αποτελεί παράνομη πράξη, παρά την έλλειψη άδειας της αρμόδιας αρχής, καθώς αποτελεί ενδεχομένως το μοναδικό στοιχείο, στο οποίο οι παθόντες ιδιοκτήτες καταστημάτων, μπορούν να στηρίξουν την καταγγελία τους, για να επιδιώξουν την κατά το άρθρο 20 §1 Συντ. έννομη προστασία τους, αφού το φωτογραφικό αυτό υλικό είναι σημαντικό αποδεικτικό μέσο, γιατί εκτός των ιδίων των παθόντων, κατά την ώρα των ληστειών, δεν υπήρχαν άλλοι αυτόπτες μάρτυρες. Επομένως, το ληφθέν με τον τρόπο αυτό, υλικό καταγραφής καμερών, (και οι εξ αυτού εξαχθείσες 56 φωτογραφίες), εφόσον δεν αφορά στην παρακολούθηση της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής, δεν συνιστά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και μπορεί να αξιολογηθεί και να συνεκτιμηθεί από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου και δεν αποτελούσε πράξη παράνομη, αλλά επιτρεπτή νόμιμη πράξη, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της υπ’ οδηγίας 1/2011 της ΑΠΔΠΧ. Άλλωστε, και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, τυγχάνει υπέρτερο έννομο αγαθό άξιο προστασίας (άρθρο 20 §1 Συντ.) η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιόποινων πράξεων, έναντι της προστασίας των προσωπικών δεδομένων του διαπράττοντος αξιόποινες πράξης και μάλιστα κακουργηματικής μορφής. Επομένως καμία ακυρότητα δεν δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και το ανωτέρω βιντεοληπτικό υλικό».
Η εξαίρεση της διάταξης του άρθρου 14 του ν. 4637/2019. Μετά την ισχύ του νέου ΚΠΔ, με το άρθρο 586 περ. η καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 65 του ν. 4365/2015 που προέβλεπε ότι στις κακουργηματικές υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και Διαφθοράς δεν εφαρμόζεται η διάταξη της 177 παρ.2 ΚΠΔ. Στη συνέχεια με το άρθρο 14 του ν. 4637/2019, μετά την εφαρμογή του νέου ΚΠΔ, προβλέπονται τα ακόλουθα: «Χρήση αποδεικτικού μέσου στα οικονομικά εγκλήματα 1. Στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία, στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 1 και 36 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 2. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι: α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση του είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία».
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ