fbpx

Η διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ και η συνολική ζημία ή όφελος – Νομολογία

Χρόνος ανάγνωσης 25 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 25 λεπτά

Δείτε επίσης

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 98 νΠΚ Έγκλημα κατ΄ εξακολούθηση: «1. Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 96 Α παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. 2. Η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε».

Κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του ΠΚ κατ’ εξακολούθηση έγκλημα υφίσταται όταν τελούνται περισσότερες ομοειδείς πράξεις σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τον ίδιο δράστη συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα εκτέλεσης αποφάσεως του εγκλήματος αυτού. Το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή πραγματικής συρροής εγκλημάτων, αφού ο δράστης προβαίνει στην τέλεση περισσοτέρων πράξεων, που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά, τελούμενες από τον ίδιο δράστη, ανεξάρτητες η μία της άλλης (διατηρούσες σε περίπτωση παραγραφής η κάθε μία την αυτοτέλεια της) με τις οποίες προσβάλλεται η ίδια μονάδα εννόμου αγαθού και συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα της απόφασης προς εκτέλεση του εγκλήματος. Οι μερικότερες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος μπορούν να τελεστούν με τον ίδιο ή με διαφορετικούς τρόπους. (βλ. ΑΠ 1821/94 Υπερ 1996 σελ 375, ΑΠ 1391/93 Υπερ 1996 σελ 376, ΑΠ 1200/94 Υπερ 1996 σελ 378, ΑΠ 24/2010, ΑΠ 1986/2010, ΑΠ 930/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, Μελέτες Ποινικού Δικαίου Λάμπρου Μαργαρίτη Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σελ 51 ΕφΘεσσαλ 604/2019)

Οι βασικές συνέπειες ενός κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος της 98 παρ. 1 είναι η αυτοτέλεια της κάθε επιμέρους πράξης (κάθε πράξη έχει δικό της χρόνο τέλεσης), συνακόλουθα τούτου, η παραγραφή κάθε πράξης είναι αυτοτελής, (ΑΠ 120/2019,ΟλΑΠ 5/2002), αυτοτέλεια υπάρχει στις μερικότερες πράξεις και αναφορικά με την έγκληση (τρίμηνο για κάθε πράξη ΑΠ 527/1990), ενώ το δεδικασμένο καλύπτει μόνο κάθε επιμέρους πράξη χωριστά, ενώ επί περισσοτέρων νόμων που ίσχυσαν εφαρμόζεται, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, ο νόμος που ίσχυε κατά την τέλεση της τελευταίας μερικότερης πράξης έστω και αυστηρότερος, με την προϋπόθεση ότι οι προγενέστερες πράξεις (από 3-2-2007 έως 5-8-2008 εν προκειμένω) ήταν αξιόποινες κατά τον χρόνο τέλεσή τους ΑΠ 1058/1986,ΠΧΛΣΤ’ 926, 1375/1983, ΠΧ ΛΔ’ 301, 172/1983, ΠΧ ΛΣΤ 725. (ΣυμΕφΕυβ 81/2017). Στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, σε περίπτωση μεταβολής του ποινικού νόμου κατά τη διάρκεια τέλεσης εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση, εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ισχύει κατά την τέλεση της τελευταίας επί μέρους πράξης, έστω και αν ακόμα αυτός είναι αυστηρότερος (ΑΠ 1154/2010 Α.Π 375/1983 Ποιν. Χρον ΛΔ 301, Α.Π 172/1983 Ποιν Χρον. ΛΓ 725, Α.Π 1058/1986 Ποιν Χρον. ΛΣΤ 925). Κατά συνέπεια, εάν η τελευταία επί μέρους πράξη του αδικήματος της ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση, άρχισε να τελείται πριν την 24-5-2010, ολοκληρώθηκε όμως μετά την άνω ημερομηνία τότε εφαρμοστέα στο σύνολό της είναι η διάταξη του αρθ. 263 ΠΚ ως τροποποιήθηκε επί το αυστηρότερο και ισχύει μετά την 26-5-2010, με την υποχρεωτική, πλέον, επιβολή της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων στον καταδικασθέντα. (ΑΠ 1216/2016)

Η διάταξη του άρθρου 98 παρ.2 ΠΚ. Πρόκειται για την περίπτωση της καλούμενης νομικής ενότητας ή συνολικού δόλου του κατ΄ εξακολούθηση εγκλήματος, ή «αθροιστικό» κατ’ εξακολούθηση έγκλημα. (Όπως προκύπτει από το άρθρο 98 του ΠΚ., κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως (ενότητα δόλου). Στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρ. 14 παρ.1,του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεσή του λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, στις περιπτώσεις δε αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. (ΑΠ 82/2020)

Η αναφορά σε «αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος» οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αφορά τα εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών (απάτη 386 παρ. 2, υπεξαίρεση 375 παρ.2, απιστία 390 παρ.2 κλπ) αλλά και όσα εγκλήματα αποσκοπούν σε παράνομο περιουσιακό όφελος (πλαστογραφία 216 παρ. 3 και 4, ψευδής βεβαίωση 242 παρ. 3,4 και 5, (βλ. ΑΠ 274/2013,ΑΠ 454/2013). Στοιχεία της διάταξης του άρθρο 98 παρ. 2 είναι ο δόλος που απαιτείται στις περιπτώσεις αυτές και πρόκειται για «επιδίωξη» άμεσος δόλος α΄ βαθμού, χρόνος τέλεσης είναι η συνολική συμπεριφορά του δράστη και η παραγραφή του ξεκινά από την τέλεση της τελευταίας εξακολουθητικής πράξης, από την οποία πράξη αυτή ξεκινάει και το τρίμηνο της έγκλησης (Η έγκληση αυτή τότε καλύπτει και τις προηγούμενες ομοειδείς και αυτοτελείς μερικότερες πράξεις (ΑΠ 307/1963 ΠοινΧρ ΙΓ 621, ΑΠ 215/1967, ΠοινΧρ ΙΖ 460, ΑΠ617/1972, ΠοινΧρ ΚΒ 746, απ 1531/1983 ΠοινΧρ ΛΔ 501, Κ. Ε. Σταμάτης ΠοινΧρ ΚΒ 472), εφόσον όμως ο παθών δεν είχε χάσει (αν τις εγνώριζε, τις πριν από την τελευταία μερικότερη πράξη, καθώς και το πρόσωπο του δράστη, και δεν είχε υποβάλει εμπροθέσμως έγκληση, ή είχε παραιτηθεί από αυτήν ή την είχε ανακαλέσει) το δικαίωμα της έγκλησης (ΠΚ 117,120) γι` αυτές. ΑΠ 1329/1987). Τέλος, επί περισσοτέρων νόμων που ίσχυσαν (βλ. όλες τις απόψεις στην αγόρευση του Αντεισαγγελέως Ν. Δεγαΐτη στην ΕφΑθ 1854/2015 η οποία έχει ως εξής: « Επί του νομικού ζητήματος του καθορισμού του χαρακτήρα (ως κακουργήματος ή πλημμελήματος) ενός κατ` εξακολούθηση αδικήματος, στην περίπτωση κατά την οποία κάποιες επί μέρους πράξεις του απέβαλον, λόγω επελθούσης, μετά τη διάπραξη των, νομοθετικής μεταβολής, τον αρχικό πλημμεληματικό χαρακτήρα και μετεβλήθησαν [σε] κακουργήματα, οι δε εναπομείνασες, δεν καταλαμβάνονται μεν από την προρρηθείσα νομοθετική μεταβο­λή, πλην όμως από μόνες τους δεν αδυνατούν να πληρώσουν από μόνες τους το θεσπισθέν με την επελθούσα αλλαγή νόμου αριθμη­τικό κριτήριο για την κακουργηματική του μορφή, ενόψει του ότι αρχικές προαναφερόμενες φαίνονται να έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρ. Π1 παρ. 3 ΠΚ, έχουν υποστηριχθεί δύο απόψεις: Α) Σύμφωνα με την πρώτη -περισσότερο κρατούσα- άποψη, επί διαδοχικής ισχύος περισσότερων ποινικών νόμων, εφαρμο­στέος για το σύνολο του κατ` εξακολούθηση εγκλήματος είναι ο ισχύων κατά την τέλεση της τελευταίας μερικότερης πράξης, ακό­μα κι αν αυτός είναι ο αυστηρότερος (ΑΠ 1375/1983 ΠοινΧρ 1984, 301, ΑΠ 172/1983 ΠοινΧρ 1983, 725, ΑΠ 198/1958 ΠοινΧρ 1958, 484, ΑΠ 111 /1958 ΠοινΧρ 1958,353, ΣυμβΕφΘεσ 503/1973 ΠοινΧρ 1973,136, με σύμφ. εισαγγ. πρότ. Κ. Σταμάτη, ΑΠ 1059/2010-Σημείωση: μάλλον λάθος αριθμός απόφασης). Β) Σύμφωνα με την ετέρα διατυπωθείσα άποψη, την οποία και επικαλείται ο κατ/νος, η προηγούμενη θέση δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή, διότι η υιοθετούμενη με αυτήν ενότητα του κατ` εξακολούθηση εγκλήματος και η μη διατήρηση της αυτοτέλειας των επιμέρους πράξεων του στην προκειμένη περίπτωση έχει ως αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή του άρ. 2 παρ. 1. Η τοιαύτη όμως α­ναδρομική κακουργηματοποίησή της σε βαθμό πλημμελήματος προγενέστερης επιμέρους πράξης δημιουργεί σοβαρή αντίθεση με το άρθρο 7 παρ. 1 Συντ., και έτσι την ουσιαστική εξομοίωση του κατ` εξακολούθηση εγκλήματος με το διαρκές έγκλημα, πράγμα άτοπο (βλ. Σταμάτη, σε ΣυστΕρμΠΚ, υπό άρθρο 98, 1213, Χαραλαμπάκη, Γενικό Ποινικό Δίκαιο, σελ. 779, αλλά και ΑΠ 15/1956 ΠοινΧρ 1956,140, ΣυμβΕφΚρ 80/1955 ΠοινΧρ 1956,46). Αμφότερες οι απόψεις, η αντίθεση μεταξύ των οποίων α­ποτελεί απόρροια του γεγονότος ότι εστιάζουν σε διαφορετικά αντίστοιχα στοιχεία που προσδιορίζουν την κύρια φύση του εξα­κολουθητικού εγκλήματος (το οποίο σημειωτέον εμφανίζει διπλό νομικό χαρακτήρα, αφού τούτο εξυπηρετεί τόσο ουσιαστικές, όσο και δικονομικές ανάγκες), συνοδεύονται από σημαντικά και ουσι­ώδη επιχειρήματα. Η πρώτη άποψη συνάπτεται άμεσα με την πρόσδοση προτε­ραιότητας στον χαρακτήρα του εξακολουθητικού εγκλήματος ως ενιαίου και στην εύλογη συνακόλουθη ανάγκη του προσδιορι­σμού του χαρακτήρα του, ως κακουργήματος ή πλημμελήματος. Πράγματι, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο ποινικός κώδικας δεν διατηρεί την αυτοτέλεια των επί μέρους πράξεών του, όπως αυτή καθεαυτή η επιβολή μίας και μόνο ποινής, καλυπτούσης την απαξία του συνόλου των πράξεων ή η νομική πρόβλεψη της παρ. 2 του άρ. 98, η οποία συνυπολογίζει, υπό την αντίστοιχη βέβαια προϋπόθεση του γενικού δόλου του δράστου, το σύνολο της αξίας του αντικειμένου των πράξεων και το σύνολο της περιουσιακής βλάβης ή του περιουσιακού οφέλους, για τον προσδιορισμό του ποινικού χαρακτήρα του όλου εγκλήματος. Επίσης η τοιαύτη μη αυτοτέλεια απεικονίζεται και στον τρόπο αντιμετωπίσεως πολλών ειδικότερων θεμάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρ. 98 ΠΚ, όπως στην περίπτωση του καθορισμού ενιαίας προθεσμίας προσωρινής κρατήσεως και υποβολής εγκλήσεως για όλο τούτο, του προσδιορισμού του καθ` ύλην αρμοδίου δικαστηρίου, της επι­λογής μεταξύ τακτικής ή στρατιωτικής δικαιοδοσίας, μεταξύ κοι­νού δικαστηρίου ή δικαστηρίου ανηλίκων, του καθορισμού ευρύ­τερων διαστάσεων στο δεδικασμένο κ.λπ. Αντιθέτως, η δεύτερη άποψη επικεντρώνει στον χαρακτήρα του εγκλήματος ως πραγματικής ομοειδούς συρροής αξιοποίνων πράξεων {Χωραφάς, 1978, 396-397, Μαργαρίτης, Ποινολόγια, 1991, 320, Μαγκάκης, Γεν. Μέρος, 1984, 405, Μανωλεδάκης, Θε­ωρία, Β`, 191), οι οποίες απλώς διά λόγους συγκεκριμένης εγκλη­ματικής αντιμετωπίσεως, επισύρουν μία και μόνο ποινή και εναρ­μονίζεται πληρέστερα με τη διαμορφωθείσα από τη θεωρία έννοια του εξακολουθητικού εγκλήματος, ως συνόλου πλειόνων ομοειδών και κεχωρισμένων απ` αλλήλων πράξεων, τελουμένων υπό του ιδίου προσώπου και προσβαλλουσών το ίδιο (μη προσω­ποπαγές) έννομο αγαθό, οι οποίες φέρουν αυτοτελώς τα νομοτυπικά στοιχεία του ιδίου εγκλήματος, συνδέονται δε με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως [ΑΠ 2132/1992, ΑΠ 741/1990, ΑΠ 5585/1993, ΑΠ 1310/1995, ΠοινΧρ 1996,518) και υπόκεινται αυτο­τελώς σε παραγραφή, αμνήστευση αλλά και σε πολλές άλλες συνέ­πειες (Βλ. Ανδρουλάκη, Συρροή, Β`, 205, Μανωλεδάκη, Γενική θε­ωρία, 191, Μαγκάκη, Ποινικό δίκαιο. Διάγραμμα Γενικού Μέρους, 1984,405, Λ. Μαργαρίτη, Το κατ` εξακολούθηση έγκλημα, 1997,14 επ., Σταμάτη, σε ΣυστΕρμΠΚ, υπό άρθρο 98,1205 επ. (1210 επ.)].Κατά την ημετέρα άποψη ορθότερη θέση, ως προς το συγκε­κριμένο διερευνώμενο θέμα που ετέθη και με την υποβληθείσα ένσταση, την οποία (άποψη) φρονώ ότι πρέπει να ακολουθήσει το Υμέτερο Δικαστήριο, είναι η δεύτερη. Και τούτο, διά τους εξής λόγους: Α) Η ανωτέρω, εκ μέρους του νομοθέτη, μη διατήρηση της αυ­τοτέλειας των επί μέρους εξακολουθητικών πράξεων δεν εγένετο κατά τρόπο γενικευμένο, ως αποτέλεσμα δηλαδή μιας ευρύτερης θεωρητικής νομοτεχνικής επεξεργασίας, αλλά επελέγη στις πε­ριπτώσεις και μόνο που, άλλως, η ενιαία αντιμετώπιση του όλου εξακολουθητικού εγκλήματος θα ήταν αδύνατη ή προβληματική. Αντιθέτως, σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις έγινε σεβαστή η αυτοτέ­λεια των μερικότερων πράξεων, με όλες τις συνακόλουθες έννομες συνέπειες, όπως η συνέπεια της αναγνωρίσεως αυτοτελούς παρα­γραφής εκάστης εξ αυτών και των συνακόλουθων υποχρεώσεων των ποινικών δικαστηρίων να προσδιορίζουν με ακρίβεια τον χρό­νο μιας εκάστης, οσάκις ανακύπτει ζήτημα παραγραφής και σε θετική περίπτωση να παύουν οριστικώς την αντίστοιχη δίωξη, προς αποφυγή εκ πλαγίου παραβιάσεως των περί αιτιολογίας διατάξεων (ΑΠ 319/1998, ΑΠ 107/1994 ΠοινΧρ 1994,335, Μπουρόπουλος, Α`, 300, Κατσαντώνης, 130, Σταμάτης, 558, Ανδρουλάκης, Β`, 183). Α­πό τη διαπίστωση αυτή οδηγούμεθα στο περαιτέρω συμπέρασμα ότι ο χαρακτήρας του εξακολουθητικού εγκλήματος, ως ομοειδούς πραγματικής συρροής υπερέχει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται ουδείς απολύτως λόγος παρεκκλίσεως από την καθι­ερωμένη αρχή της αναγνωρίσεως αυτοτελούς παραγραφής εκάστης εκ των επί μέρους πράξεων, με την οποία μάλιστα η αποδοχή της δεύτερης ως άνω απόψεως θα ήταν ελάχιστα συμβατή. Β) Η τοιαύτη, αμέσως ανωτέρω αναφερομένη, αναγνώριση του αυτο­τελούς χαρακτήρα και της αυτοτελούς παραγραφής των πλειόνων πράξεων δεν θα προσέκρουε στη διάταξη της παραγράφου 2 του άρ. 98 ΠΚ, η θεσμοθέτηση και το περιεχόμενο της οποίας φέρε­ται ως ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα προς κατίσχυση της πρώτης απόψεως, διότι ο αναγκαίος ορθός χαρακτηρισμός του εξακολουθητικού εγκλήματος ως κακουργήματος ή πλημμελή­ματος ουδόλως βλάπτεται από την προηγουμένη αφαίρεση (μη συνυπολογισμό), κατά τον καθορισμό του εύρους της όλης εγκλη­ματικής συμπεριφοράς, όλων εκείνων των πράξεων, τα οποία, ως εκ του πλημμεληματικού των χαρακτήρα, ο οποίος προκύπτει από την ισχύουσα κατά την τέλεση των ποινική νομοθεσία, έχουν υπο­κύψει σε παραγραφή. Γ) Επιχειρήματα υπέρ της πρώτης απόψεως δεν πρέπει να αναζητηθούν στο γεγονός ότι στα διαρκή αδικήματα (ως λ.χ. στο αδίκημα της σωματεμπορίας που προσέλαβε κακουργηματικό χαρακτήρα το έτος 2002) εγένετο δεκτή άποψη ομοία με την εν θέματι πρώτη, καθόσον το διαρκές αδίκημα, ως φύσει ενιαίο, δεν είναι δυνατόν να κατατμηθεί σε περισσότερα από ένα, πράγμα όμως που δεν συμβαίνει στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα. Δ) Ακόμη και αν παραβλέψουμε το προφανές ζήτημα συμβατότη­τας της πρώτης απόψεως με τη συνταγματική διάταξη του άρ. 7 παρ. 1 Συντ. και πάλι η εν λόγω άποψη θα αποτελούσε παραφωνία με την αρχή της μη αναδρομικής εφαρμογής του δυσμενέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου έστω και νεοτέρου, η οποία καθιερούται στο άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ και διατρέχει ολόκληρο το ποινικό μας δίκαιο. Ε) Τέλος, η πρώτη άποψη ευρίσκεται σε αντίθεση με τη βασική άποψη, που συνδέεται με αυτήν καθεαυτή τη θεωρητική σύλληψη και θεσμοθέτηση του εξακολουθητικού εγκλήματος, ότι η επιβολή ενιαίας ποινής πρέπει να είναι επιεικέστερη, σε σχέση με εκείνη που θα επεβάλλετο, κατ’ εφαρμογή του άρ. 94 ΠΚ {Κα­τσαντώνης, Β`, 130,Μαργαρίτης,Το κατ`εξακολούθηση [έγκλημα], 124, Μανωλεδάκης, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 1996, 129, Τζαννετής, ΠοινΧρ 1997,143, 279).

Ενδιαφέρουσα για το θέμα και η ΑΠ 1300/2004: «Αν όμως πρόκειται περί πράξεως κατ’ εξακολούθηση και ο δράστης με την «κατ’ εξακολούθηση τέλεση αυτής» «απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό», τότε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 98 παρ. 2 Π.Κ. (όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 ν.2721/3.6.1999), λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό. Τώρα αν μερικές πράξεις υπεξαιρέσεως έχουν τελεσθεί προτού τεθεί σε ισχύ ο παραπάνω νόμος 2721/1999 και πάντως μετά την ισχύ του ν. 2408/1996 και μερικές κατά τον χρόνο που ίσχυε ο ανωτέρω νόμος (2721/99), η κρίση για την αξία του αντικειμένου, προ του νόμου αυτού, χωρεί με βάση το αντικείμενο κάθε μερικότερης πράξης, εν όψει του άρθρου 2 παρ. 1 Π.Κ., καθόσον οι παραπάνω διατάξεις με τις οποίες μπορεί να ληφθεί υπόψη το συνολικό ποσό, είναι δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο (ΑΠ 1579/2002, Π.Χ. ΝΓ/544). Αν όμως και στην περίπτωση αυτή κάθε μερικότερη πράξη έχει αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και φυσικά συντρέχει και μία από τις ανωτέρω αναφερόμενες περιπτώσεις στην παρ. 2α του άρθρου 375 Π.Κ., τότε κάθε πράξη είναι κακούργημα και ως εκ τούτου συντρέχει περίπτωση τέλεσης κατ’ εξακολούθηση αυτής, ανεξάρτητα αν τελέσθησαν προ ή μετά τις προαναφερθείσες νομοθετικές μεταβολές στο άρθρο 375 Π.Κ. Στην περίπτωση αυτή, αν συμβεί οι μερικότερες πράξεις υπεξαιρέσεως που τελέσθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ του παραπάνω ν.2721/1999 που προσέθεσε μετά την παρ. 2α του άρθρου 375 Π.Κ. περίπτ. β΄, ως επιβαρυντική περίπτωση με περιεχόμενο «Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγουμένου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) δραχμές», υπερβαίνουν το συνολικό αυτό ποσό, τότε ο χαρακτηρισμός εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως θα στηριχθεί στην επιβαρυντική αυτή περίπτωση, πλην όμως κατά την επιμέτρηση της ποινής επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων και να εκτεθεί και το γεγονός, ότι μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν χωρίς τη συγκεκριμένη επιβαρυντική περίπτωση (Π.ρ.β.λ. ΑΠ 172/1983, Π.Χ. ΛΓ/275, ΑΠ 1375/1983, Π.Χ. ΛΔ/298, αγορ. Εισαγγ. ΑΠ Π.Χ. ΛΗ/96). ΄Αλλωστε τυχόν διχοτόμηση της κατηγορίας θα ήταν σε βάρος του κατηγορουμένου, διότι τότε θα έπρεπε για την ίδια πράξη να παραπεμφθεί δύο φορές κατ’ εξακολούθηση στο ακροατήριο για κακουργηματική υπεξαίρεση. Δηλαδή για τη μία χωρίς την επιβαρυντική αυτή περίπτωση και για την άλλη και με αυτή, οπότε θα επιβάλλονταν αντίστοιχα δύο ποινές.»

Από την νομολογία επίσης ενδιαφέρουσες είναι και οι ακόλουθες αποφάσεις: Η διάταξη του άρθρου 98 παρ.2 ΠΚ του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ’ αυτή δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 11 του Νόμου 2721/1999 “αν περισσότερες πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρηση της οποίας το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων”. Τέλος, με την παράγραφο 11 του άρθρου 14 του Νόμου 2721/1999 προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 του Ποινικού Κώδικα, που έχει ως εξής “Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε”. Περαιτέρω από τις αυτές διατάξεις προκύπτουν και τα εξής: α) Για το χαρακτηρισμό κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, που τελέσθηκε πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999 (3-6-1999), ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, αναλόγως της αξίας του αντικειμένου του λαμβάνεται υπόψη κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις και όχι το άθροισμα του συνόλου των μερικοτέρων πράξεων, προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, δηλαδή πρόκειται για μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, στην οποία (συρροή) το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος. Συνεπώς, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλειά της ως, προς την παραγραφή και τον χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης, β) Αντίθετα, οι νεότερες διατάξεις του ν. 2721/1999 δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στα εγκλήματα της υπεξαιρέσεως που τελέσθηκαν πριν την ισχύ του νόμου αυτού, διότι είναι δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο από τις προγενέστερες, εφόσον, αφενός, καταλύεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος και παρέχεται η δυνατότητα βαρύτερου εκ των υστέρων χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων από εκείνον που αντιστοιχούσε σ’ αυτές κατά το χρόνο τελέσεώς τους και αφετέρου λαμβάνεται υπόψη το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, με βάση ενιαίο σχεδιασμό του δράστη (ενότητα δόλου), ενώ ο αθροιστικός αυτός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος. Στην τελευταία, βέβαια, περίπτωση, εκτός από τη βαρύτερη ποινική μεταχείριση, ο χρόνος της παραγραφής είναι ενιαίος και αρχίζει από την τέλεση και της τελευταίας πράξης (ΟλΑΠ 5/2002, 1137/2010) Ως προς τις λοιπές, όμως, πράξεις, ήτοι για τις πράξεις από την υπ’ αριθ. …/6.5.1999 έως την υπ’ αριθ. …/12.1.2012 πράξη, η κατηγορουμένη δεν απέδιδε τους αναλογούντες και εισπραχθέντες από αυτήν πόρους συστηματικά και κατ’ εξακολούθηση, συμπεριφορά που ήταν διαρκής και όχι περιστασιακή, χωρίς η χρονική απόσταση μεταξύ των πράξεων αυτών να είναι μεγάλη, με αποτέλεσμα οι μερικότερες αυτές πράξεις να συνδέονται με ενότητα δόλου και η κατηγορουμένη να αποβλέπει με τη συμπεριφορά της αυτή στο συνολικό περιουσιακό όφελος που θα απεκόμιζε. Είναι χαρακτηριστικό ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2012 οι μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης εμφανίζονται σε κάθε μήνα, με μοναδικό κενό χρονικό διάστημα το έτος 2001, κατά το οποίο δεν τελείται καμία πράξη υπεξαίρεσης, χρονικό, όμως, διάστημα που δεν είναι αρκετό από μόνο του να αποδομήσει την έννοια της ενότητας του δόλου στην προκειμένη περίπτωση (βλ. την υπ’ αριθ. …2012 έκθεση αποτελεσμάτων από διενεργηθείσα επιθεώρηση του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων). Το γεγονός δε ότι κάθε μήνα, μεταξύ των συμβολαίων που δεν έχει αποδώσει τους εισπραχθέντες πόρους, παρεμβάλλονται και συμβόλαια για τα οποία έχουν αποδοθεί οι αναλογούντες πόροι, δεν αποδεικνύει την έλλειψη δόλου της, όπως η ίδια ισχυρίζεται, αλλά εντάσσεται στην προσπάθεια συγκάλυψης της εγκληματικής της συμπεριφοράς, καθώς τυχόν μη απόδοση κανενός πόρου για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα θα δημιουργούσε υπόνοιες και θα προκαλούσε πολύ νωρίτερα τον έλεγχο από το αρμόδιο τμήμα του Ταμείου. Επομένως, δεδομένου ότι οι ως άνω μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης συνιστούν ένα έγκλημα υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση, με συνολικό αντικείμενο ύψους 69.704,70 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ο χρόνος της παραγραφής για το έγκλημα αυτό είναι ενιαίος και άρχισε από την τέλεση της τελευταίας μερικότερης πράξης. Η τελευταία πράξη υπεξαίρεσης αφορά την μη απόδοση των εισπραχθέντων πόρων για το υπ’ αριθ. …/12.1.2012 συμβόλαιο, που θα έπρεπε να είχαν αποδοθεί από την κατηγορουμένη έως και τις 10.2.2012. Οπότε, με τη μη απόδοσή τους η τελευταία μερικότερη πράξη υπεξαίρεσης τελέσθηκε στις 11.2.2012 και από την ημερομηνία αυτή άρχισε ο χρόνος της παραγραφής για το ανωτέρω συνολικό έγκλημα της κατ’ εξακολούθηση υπεξαίρεσης. Ως εκ τούτου, το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στην κατηγορουμένη στις 6.2.2017, δηλαδή εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 παρ. 3 ΠΚ πενταετίας….IV. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, η δε προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου, γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως, όμως, όχι πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β’ , 370 στοιχ. β’ και 511 εδ. α’ και γ’ ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής και μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης ή την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του όρθρου 370 εδ. β’ του ΚΠΔ. (ΑΠ 883/2017, 1378/2016), εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, ο αναιρεσείων εμφανίστηκε και κριθεί και ένας βάσιμος λόγος αναίρεσης , από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ ολομ. 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, η ανωτέρω πράξη της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα , τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος. Από τη φερόμενη δε τέλεση της κάθε επιμέρους πράξης από 11.6.1999 έως 11-2-2012 χρονικό διάστημα, για το οποίο και καταδικάσθηκε (δηλαδή, υπό την ισχύ του άρθρου 98 ΠΚ μετά τις 3.6.1999, οπότε ο χρόνος παραγραφής είναι ενιαίος και αρχίζει από την τέλεση της τελευταίας πράξης, εφόσον κατά τις παραδοχές της απόφασης οι μερικότερες πράξεις είχαν ενότητα δόλου) μέχρι τη διάσκεψη (10.3.2020), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας και εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση περιέχει έναν τουλάχιστον παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για την ανωτέρω πράξη, λόγω παραγραφής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της ως προς τον αναιρεσείοντα και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την προαναφερθείσα πράξη. (ΑΠ 557/2020)

Kατά το άρθρο 98 του ΠΚ (όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ’ αυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999): “Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων”. Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχειρίσεως του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή), όμως, το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος. Συνεπώς, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλειά της ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης. Από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει ακόμη, ότι στις περιπτώσεις που προσβάλλονται κατ’ εξακολούθηση περιουσιακά έννομα αγαθά, κρίσιμο μέγεθος για τον προσδιορισμό της σχετικής αξίας (του οφέλους ή της ζημίας) ως ευτελούς, ιδιαίτερα μεγάλης, ανώτερης των 25.000.000 δραχμών κ.λπ. είναι το αντικείμενο της καθεμιάς μερικότερης πράξης και όχι το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων. Και τούτο διότι α) κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλειά της και υπόκειται αυτοτελώς σε παραγραφή και έγκληση, β) το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος μόνο για την επιβολή μιας ποινής και όχι για τον χαρακτηρισμό αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, γ) ο χαρακτηρισμός του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος ως κακουργήματος με βάση το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων, χωρίς να προβλέπεται τούτο από διάταξη νόμου, είναι αντίθετος προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι με τον τρόπο αυτό μία μερικότερη πράξη του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, η οποία κατά το χρόνο που τελέστηκε τιμωρείτο ως πλημμέλημα, αναβαθμίζεται εκ των υστέρων σε κακούργημα με την προσθήκη χρηματικού ποσού που δεν υπήρχε κατά το χρόνο τελέσεώς της, αλλά δημιουργήθηκε μετέπειτα με την τέλεση άλλης μερικότερης πράξεως, με περαιτέρω δυσμενείς για τον κατηγορούμενο συνέπειες να επιμηκύνεται ο χρόνος της παραγραφής των προηγούμενων πράξεων και δ) αν ο νομοθέτης με την προσθήκη στην παρ. 2 του άρθρου 216 και στην παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ της φράσεως “αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών” ήθελε να καθιερώσει, για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας ή υπεξαιρέσεως ως κακουργήματος, αθροιστικό υπολογισμό του περιουσιακού οφέλους ή της περιουσιακής βλάβης, θα όριζε τούτο ρητώς, όπως είχε πράξει με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2576/1953 προκειμένου για τα εγκλήματα του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950. Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2721/1999 στο άρθρο 98 του ΠΚ προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος που έχει ως εξής: “Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε”. Εξάλλου, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου η με την παρ. 7 του ν. 2408/1996 προστεθείσα φράση στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ αντικαταστάθηκε ως εξής: “αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών”. Οι νεότερες αυτές διατάξεις δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και στα εγκλήματα πλαστογραφίας της παρ. 3 του άρθρου 216 και της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 παρ. 2 του ΠΚ που τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερες από τις προηγούμενες, εφόσον α) καταλύεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος και παρέχεται η δυνατότητα βαρύτερου εκ των υστέρων χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων από εκείνον που αντιστοιχούσε σ’ αυτές κατά το χρόνο τελέσεώς τους και β) για τον χαρακτηρισμό του εγκλήματος αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνεται υπόψη το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, ενώ ο αθροιστικός αυτός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος για το σκοπό αυτό. Επομένως, για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση της παρ. 3 του άρθρου 216 και της υπεξαιρέσεως της παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ, που τελέστηκε πριν από το ν. 2721/1999, ως κακουργήματος απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από καθεμία μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε μετά τη συμπλήρωσή της με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α’ του ν. 2408/1996, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, “εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ.”. Εξάλλου, με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α’ του ν. 2721/1999, η ως άνω, με την παρ. 7α του άρθρου 1 του Ν. 2408/1996 προστεθείσα στην παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ τελευταία φράση, αντικαταστάθηκε με τη φράση “εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ.” (ΟλΑΠ 5/2002). Το αρχικό δε ποσό των 73.000 ευρώ αναπροσαρμόσθηκε σε 120.000 ευρώ με την παρ.1 περ. β του άρθρου 25 του ν. 4055/2012. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, περί αυξήσεως των προβλεπομένων για τους καταχραστές του Δημοσίου ποινών, όπως ίσχυε μετά το ν. 1738/1987, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και στα άρθρα 375 και 216 ΠΚ, της υπεξαιρέσεως και πλαστογραφίας, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α ΠΚ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών, (ποσό το οποίο μετά το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 2408/1996 αυξήθηκε σε 50.000.000 δραχμές), επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδία δε όταν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισοβίου καθείρξεως (ΑΠ 711/2015)

Το ζήτημα στη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 98, που είναι δυσμενέστερη διάταξη, σε σχέση με εκείνη της πρώτης παραγράφου του 98, αναφορικά με τον συνολικό δόλο της 98 παρ. 2 ο οποίος είναι και το κρίσιμο αποδεικτικό μέγεθος στην ποινική διαδικασία. είναι δυσχερές και δυσεπίλυτο. Κάποιος που ξεκίνησε να αφαιρεί μικροποσά για μεγάλο χρονικό διάστημα από το ταμείο της εταιρείας που εργάζεται και ξεπεράσει, συνολικά, το ποσό των 120.000 ευρώ, δημιουργεί ζητήματα σχεδόν ανυπέρβλητα στην αποδεικτική διαδικασία για την εφαρμογή της παρ. 1 ή 2 του άρθρου 98. Αν ο δράστης συλληφθεί όταν έχει αποκομίσει συνολικά 115.000 ευρώ σε βάθος τεσσάρων ετών ή 125.000 ευρώ σε βάθος πέντε ετών η διαφορά επιμέτρησης ποινής είναι θέμα «τύχης και συγκυρίας»; Αν συλληφθεί κάποιος όταν έχει αποκομίσει ποσό 150.000 ευρώ με μικρές κλοπές ή υπεξαιρέσεις σε βάθος 10 ετών πώς θα κριθεί (αποδειχθεί) αν επεδίωκε το συνολικό όφελος ή είχε δόλο μόνο για κάθε πράξη χωριστά; Η αποδεικτική διαδικασία και η κατά περίπτωση αξιολόγηση κάθε συμπεριφοράς είναι η μόνη ενδεδειγμένη αντιμετώπιση του προβλήματος. Ασφαλώς η απόδειξη και η ειδική αιτιολογία του δόλου στην προκειμένη περίπτωση είναι απολύτως απαραίτητη και δεν είναι ευχερής σε κάθε περίπτωση. Κατά την άποψή μου η διάταξη 98 παρ. 2 περισσότερα προβλήματα δημιουργεί παρά επιχειρεί να επιλύσει.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -