Με την ΑΠ 8/2022, μεταξύ άλλων κρίθηκε και το ζήτημα αν η δημοσίευση και μόνο μιας πλαστής ιδιόγραφης διαθήκης στο Ειρηνοδικείο, συνιστά ή όχι απάτη σε δικαστήριο.
Απάτη σε δικαστήριο-386 παρ. 1 ΠΚ «Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 α’ προς θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται εξ αντικειμένου μεν η υπό του δράστη παράσταση προς κάποιον άλλον ψευδών γεγονότων ως αληθών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών όμοιων εκ των οποίων παραπλανάται ο άλλος και προβαίνει σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή, ενέχουσες περιουσιακή διάθεση, οι οποίες επιφέρουν περιουσιακή ζημιά στην περιουσία του παραπλανωμένου ή και ετέρου, την περιουσία του οποίου έχει αυτός τη δυνατότητα, εκ του νόμου, εκ δικαιοπραξίας ή και των πραγμάτων, να διαθέτει, εξ υποκειμένου δε δόλος, έστω και ενδεχόμενος ενέχων την γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, γνώση της αναλήθειας των ψευδώς παρισταμένων ή της αλήθειας των αθέμιτα αποκρυπτομένων ή παρασιωπουμένων γεγονότων, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ. 2α ΠΚ (ήτοι άμεσος δόλος, μη αρκούντως του ενδεχομένου) και σκοπός του δράστη, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ. 2β ΠΚ να προσπορίσει στον εαυτό του ή και σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος. Απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και διά παραπλανήσεως του Δικαστηρίου, οσάκις υποβάλλεται ψευδής ισχυρισμός, ο οποίος υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση ψευδών, κατά το περιεχόμενο, αποδεικτικών στοιχείων ή πλαστών τοιούτων από τα οποία παραπλανήθηκε ο Δικαστής και εξέδωσε απόφαση, συνεπεία της οποίας επέρχεται βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου. Δεν στοιχειοθετείται όμως απάτη στο Δικαστήριο, ούτε απόπειρα αυτής όταν η επιζήμια, για τον παθόντα, κρίση του Δικαστή δεν είναι το αποτέλεσμα της προς αυτόν παραστάσεως ψευδών γεγονότων, αλλά η κρίση αυτή είναι επιβεβλημένη από τον νόμο, διότι ελλείπει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των ενεργειών ή παραλείψεων του δράστη και της πράξεως του πλανωμένου, δηλαδή της απόφασης του Δικαστή από την οποία η βλάβη».
Κρίση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης για την απάτη: «Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος προκειμένου να “νομιμοποιήσει” την υπεξαίρεση του συνόλου των τραπεζικών καταθέσεων του μετέπειτα θανόντος εντολέα του και να αποστερήσει τους λοιπούς συγγενείς του από τα κληρονομικά τους επ’ αυτών (χρημάτων και λοιπών αντικειμένων της κληρονομιαίας περιουσίας) δικαιώματα προέβη σε χρονικό διάστημα, πάντως προγενέστερο της 18.9.2015 στη σύνταξη της επίμαχης (πλαστής) δήθεν ιδιόγραφης διαθήκης του ήδη θανόντος θείου του, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, θέτοντας κατ’ απομίμηση και την υπογραφή του, ώστε να θεωρείται ότι αυτή συντάχθηκε και υπογράφηκε από τον διαθέτη, ακολούθως δε, και δη στις 18.9.2015 την προσκόμισε ο ίδιος στο Τμήμα Διαθηκών του Ειρηνοδικείου Αθηνών και ψευδώς παριστάνοντας στην Δικαστή του εν λόγω Ειρηνοδικείου ότι είναι γνήσια, πέτυχε τη δημοσίευσή της με το υπ’ αριθμ. 4062/18.9.2015 πρακτικό συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος είναι ο συντάκτης της πλαστής αυτής διαθήκης, α) διότι μόνο αυτός την κατείχε και την εμφάνισε προς δημοσίευση στο δικαστήριο, χωρίς μάλιστα προηγουμένως να την επιδείξει στους συγγενείς του ή να γνωστοποιήσει σ’ αυτούς το περιεχόμενο της, και β) διότι αυτός χωρίς να έχει άμεσο κληρονομικό δικαίωμα (στην εξ αδιαθέτου διαδοχή) ωφελείται πρωταρχικά ο ίδιος σε μέγιστο βαθμό, καθόσον εγκαθίσταται κληρονόμος στις τραπεζικές καταθέσεις του διαθέτη (άνω των 145.000 ευρώ)….». Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, μεταξύ άλλων και για την απάτη στο Δικαστήριο αναγνωρίζοντάς του την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α’ Π.Κ…… στη συνέχεια δε στις 18-9-2015, προσκόμισε την ως άνω πλαστή διαθήκη στο Τμήμα Διαθηκών του Ειρηνοδικείου Αθηνών προκειμένου να τη δημοσιεύσει, γεγονός το οποίο και πέτυχε κατά τα κατωτέρω περιγραφόμενα στο υπό στοιχείο Β’ του παρόντος. Β) Στις 18-9-2015, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλοι παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, και ειδικότερα, παρέστησε ψευδώς στη Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών ότι η αναφερομένη στο υπό στοιχείο Α’ του παρόντος διαθήκη του Β.Τ. είναι γνήσια και ότι συνεπώς πρέπει να δημοσιευτεί, και έτσι έπεισε την προαναφερομένη Δικαστή και δημοσίευσε τη διαθήκη αυτή με τα υπ’ αριθμ. 4062/18-9-2015 πρακτικά συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, στην πράξη της δε αυτή (της δημοσίευσης της ανωτέρω διαθήκης) δεν θα προέβαινε η προαναφερόμενη Δικαστής εάν γνώριζε την αλήθεια, ότι, δηλαδή, η ανωτέρω διαθήκη του Β.Τ. είναι πλαστή, καταρτισθείσα εξ υπαρχής από τον κατηγορούμενο και υπογραφείσα από αυτόν χωρίς τη συναίνεση του ήδη θανόντος θείου του, με αυτόν δε τον τρόπο ζημιώθηκε η περιουσία των εγκαλούντων κατά το συνολικό ποσό των 36.351,5 ευρώ».
Κρίση του Αρείου Πάγου: «Περαιτέρω, καθόσον αφορά την πράξη της απάτης στο Δικαστήριο, με όσα δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ.1, διότι η επιζήμια, για τους υποστηρίζοντες την κατηγορία, εξ αδιαθέτου κληρονόμους του αποβιώσαντος θείου του κατηγορουμένου, Β. Τ., κρίση του Δικαστή, που διατυπώθηκε με τη δημοσίευση της πλαστής διαθήκης, δεν ήταν το αποτέλεσμα της προς αυτόν (Δικαστή) παραστάσεως ψευδών γεγονότων αλλά ήταν επιβεβλημένη από τον νόμο, εφόσον η πλαστή αυτή διαθήκη είχε τον εξωτερικό τύπο ιδιόγραφης διαθήκης και κατά συνέπεια ελλείπει ο απαιτούμενος για τη στοιχειοθέτηση της απάτης, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας του κατηγορουμένου (κατάρτιση-προσαγωγή πλαστής διαθήκης) και της πράξης του πλανωμένου, δηλαδή της δημοσίευσης της διαθήκης από την οποία η βλάβη. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος. Επομένως, αφού δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της ως άνω πράξεως της παραβάσεως του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ, (απάτη στο Δικαστήριο), δεν πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αλλά πρέπει ο αναιρεσείων να κηρυχθεί αθώος της ως άνω πράξης».
Σύμφωνη με την ανωτέρω απόφαση και ΣυμβΕφΑθην 2245/2002 που έκανε δεκτή την εισαγγελική πρόταση (Ε. Κουτζαμάνη) (Νομος) με την ακόλουθη αιτιολογία: «Απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και διά παραπλανήσεως του Δικαστηρίου, οσάκις υποβάλλεται ψευδής ισχυρισμός, ο οποίος υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση ψευδών, κατά το περιεχόμενο, αποδεικτικών στοιχεί ων ή πλαστών τοιούτων από τα οποία παραπλανήθηκε ο Δικαστής και εξέδωσε απόφαση, συνεπεία της οποίας επέρχεται βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου (ΑΠ 569/2000 Π.Χρ. Ν995, ΑΠ 1647/ 1999 Π.Χρ. Ν734). Δεν στοιχειοθετείται όμως απάτη στο Δικαστήριο, ούτε απόπειρα αυτής όταν η επιζήμια, για τον παθόντα, κρίση του Δικαστή δεν είναι το αποτέλεσμα της προς αυτόν παραστάσεως ψευδών γεγονότων, αλλά η κρίση αυτή είναι επιβεβλημένη από τον νόμο, διότι ελλείπει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των ενεργειών ή παραλείψεων του δράστου και της πράξεως του πλανωμένου, δηλαδή της απόφασης του Δικαστή από την οποία η βλάβη….. Περαιτέρω, καθόσον αφορά την πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Κ.Ε.Α.Τ., με όφελος του υπαιτίου που υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., που αποδόθηκε στον κατηγορούμενο, πρέπει το Συμβούλιό σας, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1α και 310 παρ. 1 ΚΠοινΔ, να αποφανθεί ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατ` αυτού, διότι, η επιζήμια, για το παραπάνω ΝΠΔΔ και τους αγνώστους, μέχρι σήμερα, εξ αδιαθέτου κληρονόμους της αποβιωσάσης Γ. χήρα Γ.Ιω., κρίση του Δικαστή, που διατυπώθηκε με τη δημοσίευση της πλαστής διαθήκης, δεν ήταν το αποτέλεσμα της προς αυτόν (Δικαστή) παραστάσεως ψευδών γεγονότων αλλά ήταν επιβεβλημένη από τον νόμο, εφόσον η πλαστή αυτή διαθήκη είχε τον εξωτερικό τύπο ιδιόγραφης διαθήκης και κατά συνέπεια, ελλείπει ο απαιτούμενος για τη στοιχειοθέτηση της απάτης, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας του κατηγορουμένου (προσαγωγή πλαστής διαθήκης) και της πράξης του πλανωμένου, δηλαδή της δημοσίευσης της διαθήκης από την οποία η βλάβη».
Πάγια, τέλος, είναι η νομολογία ότι συνιστά απάτη σε δικαστήριο η δημοσίευση και κήρυξη κυρίας (ΑΚ 1776,1777) της πλαστής ιδιόγραφης διαθήκης, διότι εκεί ο αιτών προσκομίζει και αποδεικτικό στοιχείο, μάρτυρα, που επιβεβαιώνει τον γραφικό χαρακτήρα του διαθέτη και την υπογραφή του, δηλαδή τη γνησιότητα της διαθήκης, οπότε ο δικαστής εξαπατάται από την κατάθεση του (ψευδο)μάρτυρα και κηρύσσει κυρία την ιδιόγραφη διαθήκη. (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 231/2017, ΑΠ 2050/2010, ΑΠ 1269/2010, ΑΠ 1016/1988, ΑΠ 1702/1989, ΣυμΕφΘεσσαλ 438/2018 κ.λπ.).
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ