Με την εφαρμογή του νέου ΠΚ και τη μείωση των ποινών που διέπει σχεδόν όλον τον νέο κώδικα, δημιουργήθηκε, μεταξύ άλλων και το ερώτημα αν κάποιος με αμετάκλητη απόφαση εκτίει την ανώτατη συνολική ποινή 25 ετών κάθειρξης (επιβληθείσα με τον προϊσχύσαντα ΠΚ άρθρο 94 παρ. 1) μπορεί να ζητήσει νέα επιμέτρηση ποινής μετά την εφαρμογή του επιεικέστερου νέου ΠΚ που προβλέπει ανώτατη συνολική εκτιτέα ποινή κατά το άρθρο 94 παρ. 1 τα 20 έτη. Ομοίως και το θέμα με την ευμενέστερη ανώτατη συνολική ποινή στη φυλάκιση που από 10 έτη μειώθηκε σε 8 έτη. Το ζήτημα απασχόλησε και τον Άρειο Πάγο μετά από αναίρεση δικαστικών αποφάσεων που επελήφθησαν του ζητήματος, ύστερα από αντιρρήσεις κατηγορουμένων αναφορικά με τη διάρκεια της ποινής.
Με την ΑΠ 933/2020 (Z’ Ποινικό Τμήμα) κρίθηκαν τα ακόλουθα: «Κατά τις διατάξεις του άρθρου 562 του, ισχύοντος από 1.7.2019, νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019), “Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ’ άρθρο 549 εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή.” Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 563 του ίδιου Κώδικα, “Στις περιπτώσεις των άρθρων 561 και 562 ο καταδικασμένος κλητεύεται στο δικαστήριο σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 551. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι το δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται της εκδίκασης αντιρρήσεων του καταδικασμένου, σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής, λόγω του ότι αναφέρονται σε ζητήματα σχετικά με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής απόφασης, που προέκυψαν κατά την εκτέλεση και μετά το αμετάκλητο αυτής, δεν μπορεί να εξετάσει αιτιάσεις του αντιλέγοντος, οι οποίες εκτείνονται στον έλεγχο της νομιμότητας της εκτελούμενης απόφασης ως προς την επιβολή της ποινής ή σε πλημμέλειες που έλαβαν χώρα κατά την έκδοση της απόφασης αυτής, η οποία τον καταδίκασε και του επέβαλε ποινή. Περιορίζεται μόνο στην εξέταση ζητημάτων κατά την εκτέλεση και μόνο αυτών που ανέκυψαν μετά το αμετάκλητο της εκτελούμενης απόφασης, γιατί με μία νέα εξέταση της υπόθεσης θα καταλυόταν το δεδικασμένο παρά την απαγορευτική διάταξη του άρθρου 57 του ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του, ισχύοντος από 1.7.2019, νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Από τη σαφή διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει, ότι τελευταίο χρονικό σημείο εφαρμογής του ηπιότερου νόμου είναι η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης δεν επιτρέπεται η εφαρμογή της επακολουθήσασας ευμενέστερης ποινικής διάταξης για τον καταδικασθέντα, από λόγους σεβασμού προς το δεδικασμένο. Εξάλλου, η προβλεπόμενη από το ως άνω άρθρο 563 εδ. β’ ΚΠοινΔ αναίρεση κατ’ απόφασης, που εκδόθηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο του τόπου εκτίσεως της ποινής, επί αντιρρήσεων του καταδικασμένου σχετικά με την εκτελεστότητα καταδικαστικής σε βάρος του ποινικής απόφασης, είναι επιτρεπτή για όλους τους λόγους, που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ήτοι και για τους λόγους α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις δικαστικές αποφάσεις, β) της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και γ) της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ του ισχύοντος νέου ΚΠοινΔ). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στον νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύσει τον νόμο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ (πρώην Η’) του ισχύοντος νέου ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν το (ποινικό) Δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα, που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του και είχε υποχρέωση να αποφασίσει (αρνητική υπέρβαση εξουσίας). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 20/13.1.2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας απορρίφθηκε η από 7.11.2019 αίτηση του αναιρεσείοντος, με την οποία αυτός είχε υποβάλλει αντιρρήσεις, κατ’ άρθρο 562 ΚΠοινΔ, ως προς τη διάρκεια της ποινής που του επιβλήθηκε με την 225/2017 απόφαση του Β’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, που κατέστη αμετάκλητη, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης έντεκα (11) ετών και χρηματική ποινή χιλίων (1000) ευρώ για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας από δράστη σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, την οποία (ποινή) εκτίει από 12.11.2018. Με τις αντιρρήσεις που άσκησε με την προαναφερόμενη αίτησή του, ο αναιρεσείων ζήτησε τον επαναπροσδιορισμό της ποινής του στα επιεικέστερα πλαίσια του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου ΠΚ (άρθρα 42, 83, 299 ΠΚ), μετά από τυχόν αναγνώριση σ’ αυτόν της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου σύννομου βίου, η οποία, κατά την άποψή του, συντρέχει στο πρόσωπό του, σύμφωνα με την επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ του νέου ΠΚ, αλλά και με βάση την επιεικέστερη διάταξη του άρθρου 94 ΠΚ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 του ΠΚ. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τις αντιρρήσεις του καταδικασθέντος – αναιρεσείοντος, με την εξής, κατά λέξη, αιτιολογία: “Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2 ΠΚ “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Εν προκειμένω, ο αιτών-κρατούμενος κρατείται δυνάμει της υπ’ αριθμ. 225/3.5.2017 απόφασης Β’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με συνολική ποινή κάθειρξης 11 ετών και χρηματική ποινή 1.000,00, ευρώ για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία με έναρξη ποινής την 12η-11-2018 (σύλληψη). Αιτείται δε, επαναπροσδιορισμό της ποινής του με τα νέα πλαίσια του Νέου Ποινικού Κώδικα και τυχόν αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, επίσης με το νέο Ποινικό Κώδικα. Παραταύτα, η αίτησή του είναι μη νόμιμη, καθότι η εκτιτέα ποινή αυτού επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 225/2017 απόφαση του Μ.Ο.Εφετ. Αθηνών, χωρίς να είναι δυνατή νέα επιμέτρηση ποινής με τυχόν αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, εφόσον είναι αμετάκλητη. Η προεκτεθείσα δε διάταξη, περί εφαρμογής του ηπιότερου ποινικού νόμου, ισχύει με σαφήνεια μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση εκάστης υποθέσεως. Διευκρινίζεται δε, ότι, αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε.”. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την απόρριψη των αντιρρήσεων του αναιρεσείοντος, αφού αναφέρεται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, α) ότι η επικαλούμενη από τον αιτούντα και ήδη αναιρεσείοντα διάταξη του άρθρου 2 ΠΚ ισχύει μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, β) ότι ο αιτών εκτίει ήδη από 12.11.2018, οπότε συνελήφθη, συνολική ποινή κάθειρξης 11 ετών και χρηματική ποινή χιλίων ευρώ, (1.000,00) που του επιβλήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 225/3.5.2017 αμετάκλητης απόφασης του Β’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία και γ) ότι λόγω του αμετάκλητου της ανωτέρω απόφασης δεν είναι πλέον δυνατή νέα επιμέτρηση ποινής με τυχόν αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του αιτούντος, διευκρινίζεται δε, ότι αμετάκλητη είναι η απόφαση, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε (σελ. 3 της προσβαλλόμενης απόφασης). Περαιτέρω, το Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και δεν υπερέβη την εξουσία του αρνούμενο να θίξει το δεδικασμένο με τον επαναπροσδιορισμό της ποινής του αιτούντος – αντιλέγοντος στα πλαίσια του νέου ΠΚ, μετά από τυχόν αναγνώριση μάλιστα, κατά το νέο ΠΚ, ελαφρυντικής περίστασης, η οποία προϋπέθετε επανεκδίκαση της υπόθεσης, αφού, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, τελευταίο χρονικό σημείο εφαρμογής της επακολουθήσασας ευμενέστερης ποινικής διάταξης για τον καταδικασθέντα είναι η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Ενόψει όλων αυτών, οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα, με την κρινόμενη αίτησή του, λόγοι αναίρεσης, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπέρβασης εξουσίας, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’, αντιστοίχως, του νέου ΚΠοινΔ, με την ειδικότερη κοινή και για τους τρεις λόγους αιτίαση, ότι έσφαλε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, το οποίο δεν επαναπροσδιόρισε με την προσβαλλόμενη απόφασή του την ποινή του στα επιεικέστερα πλαίσια του νέου ΠΚ, που ίσχυσε μετά την αμετάκλητη καταδίκη του, κατόπιν τυχόν αναγνώρισης σ’ αυτόν της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου σύννομου βίου, σύμφωνα με τις επιεικέστερες διατάξεις των άρθρων 84 παρ. 2 εδ. α’ και 94 του νέου ΠΚ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 του ίδιου Κώδικα, αρνούμενο να επανακαθορίσει το ύψος της εκτιτέας του ποινής του, είναι αβάσιμοι. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε παραδεκτά, κατ’ άρθρο 563 εδ. β’ ΚΠοινΔ, να απορριφθεί και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ.1 του νέου ΚΠοινΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό».
Με τις ΑΠ 928 / 2020 και 929/2020 (ΣΤ ΤΜΗΜΑ) κρίθηκε, ΑΝΤΙΘΕΤΑ με την ανωτέρω απόφαση του Ζ Τμήματος, με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση για το ίδιο θέμα: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 του ΚΠΔ, κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή την διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ’ άρθρο 549 εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Πλημμελειοδικείο το οποίο επιλαμβάνεται τέτοιων αντιρρήσεων του καταδικασμένου περιορίζεται μόνο στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, τα οποία προέκυψαν κατά την εκτέλεση και μετά το αμετάκλητο αυτής και ειδικότερα αναφορικά: α) με την εκτελεστότητα της απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, β) με το είδος της ποινής που επιβλήθηκε και γ) με τη διάρκεια της ποινής, στην περίπτωση που ο καταδικασμένος επικαλείται εσφαλμένο προσδιορισμό του χρόνου λήξης της ποινής (άρθρο 554 ΚΠΔ) ή λόγο που παύει ή κωλύει τη συνέχιση της έκτισής της, όπως η απονομή χάριτος (άρθρο 564 περ. β’ ΚΠΔ) ή η παραγραφή της ποινής (άρθρο 565 περ. α’ ΚΠΔ) ή ο χαρακτηρισμός της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο (άρθρο 2§2 ΠΚ) [ΑΠ 471/2015], Για να είναι δε παραδεκτές οι αντιρρήσεις αυτές του καταδικασθέντος και να εξετασθούν από το Πλημμελειοδικείο του τόπου εκτίσεως της ποινής, πρέπει να διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της απόφασης, δηλαδή, η ποινή που έχει επιβληθεί με την απόφαση κατά της οποίας στρέφονται οι αντιρρήσεις να μη έχει καθ’ ολοκληρία αποτιθεί, γιατί μετά την απότιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της απόφασης και δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης (ΑΠ 767/2014). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 563 εδ.β του ίδιου ως άνω Κώδικα, κατά της απόφασης του Δικαστηρίου επιτρέπεται στον Εισαγγελέα και στον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης. Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί, κατά το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει τον νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ακόμη, εσφαλμένη εφαρμογή συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, ως Δικαστήριο του τόπου έκτισης της ποινής, με την προσβαλλόμενη, υπ’ αριθμ. 1559/2-12-2019 απόφασή του απέρριψε τις από 24-10-2019, κατ’ άρθρο 562 του ΚΠΔ, αντιρρήσεις του καταδικασθέντος Π. Χ. του Γ., κατοίκου …) και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας, σχετικά με τη διάρκεια της εκτιόμενης (συνολικής) ποινής κάθειρξης των είκοσι πέντε (25) ετών, η οποία έχει επιβληθεί σ’ αυτόν με την υπ’ αριθμ. 326, 345, 425/2015 απόφαση του Α’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε τον επανακαθορισμό της ως άνω ποινής, ώστε να οριστεί εκτιτέα τα είκοσι (20) έτη και όχι τα είκοσι πέντε (25) έτη. Κατά της απόφασης αυτής ο ανωτέρω καταδικασμένος άσκησε την υπ’ αριθμ. 12/27-2-2020 αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Διευθυντή του ως άνω Καταστήματος Κράτησης. Η ως άνω αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 466 § 1, 474 § 1 εδαφ. β του ΚΠΔ) αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε στο κατά το άρθρο 473 §§ 2 και 3 του ΚΠΔ, Ειδικό Βιβλίο στις 11-2-2020 και επομένως είναι παραδεκτή, ασκηθείσα από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον και κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο, ενώ περιλαμβάνει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 464, 562 εδ.β, 563 εδ. β και 510 § 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ και κατά συνέπεια πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2§1 του νέου Π Κ, του κυρωθέντος με τον Ν 4619/2019 και ισχύοντος, κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα, από την 1-7-2019, η οποία αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά τον χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (ΟλΑΠ 1/2014) και με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή, εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Επίσης, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (ΟλΑΠ 1/2020). Από την ως άνω διάταξη προκύπτει, ότι τροποποιείται ουσιωδώς η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικής ισχύος του επιεικέστερου νόμου, έτσι ώστε να είναι σαφές, μετά τη γενόμενη σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον” (βλ Αιτιολογική Έκθεση στο σχ. νόμου Κύρωση του ΠΚ) και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη (ΑΠ 1820/2019, ΑΠ 1519/2019). Η γενική αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου αποτυπώνεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 του Π Κ, καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα της ποινικής διαδικασίας. Η πρώτη παράγραφος αναφέρεται στο χρονικό διάστημα το οποίο αρχίζει από την τέλεση της πράξης και εξικνείται μέχρι την έκδοση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και κατά το οποίο εφαρμόζεται η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο διάταξη. Η δεύτερη παράγραφος, κατά τη σχετική πρόβλεψη, αναφέρεται στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην αμετάκλητη καταδίκη και μέχρι την ολοσχερή απότιση της ποινής, κατά το οποίο εφαρμόζεται ο μεταγενέστερος νόμος που χαρακτηρίζει την πράξη όχι αξιόποινη (ανέγκλητη). Τούτο δε διότι, όπως είναι φανερό, η συνέχιση έκτισης ποινής για μια πράξη που πλέον μπορεί να τελείται ατιμώρητα, οδηγεί σε άτοπα, άδικα, ανεπιεική και αντισυνταγματικά αποτελέσματα, επειδή προσκρούει στην απαγόρευση του υπερμέτρου, όντας άσκοπη ποινή, αφού δεν εξυπηρετεί καμία πρόληψη. Τούτων παρέπεται ότι η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου εφαρμόζεται και κατά το στάδιο της εκτέλεσης της ποινής και επομένως αν επέλθει νομοθετική μεταβολή μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης, οι νέες ρυθμίσεις καταλαμβάνουν και εκείνους που καταδικαστηκαν αμετακλήτως, στο μέτρο που είναι ευνοϊκότερες γι’ αυτούς υπό τον όρο ότι δεν οδηγούν σε επανεκδίκαση της υπόθεσης που έχει ήδη αμετάκλητα κριθεί. Εξάλλου, η φάση της εκτέλεσης της ποινής αποτελεί τμήμα της ποινικής δίκης, η οποία κατά την κρατούσα στην επιστήμη άποψη δεν περατώνεται με την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, αφού η έννομη σχέση, που είναι αντικείμενο της δίκης, επιζεί και μετά την απόφαση, όπως αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο νόμος αναθέτει στη δικαστική εξουσία την επίλυση των περισσοτέρων προβλημάτων που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση. Συνεπώς η ως άνω διάταξη του άρθρου 2§1 του Π Κ, έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση που ο νεότερος επιεικέστερος νόμος ίσχυσε μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, πριν όμως από την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής (ΑΠ 1729/2019) ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η φάση της εκτέλεσης αποτελεί τμήμα της έννομης σχέσης που δημιουργείται μεταξύ δράστη και πολιτείας και αρχίζει από την τέλεση της πράξης, λήγει δε με την εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε αμετάκλητα (ΑΠ 1169/2009). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 551 § 1 ΚΠΔ προκύπτει, ότι όταν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ίδιου προσώπου πολλές καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, επιβάλλεται υποχρεωτικά ο καθορισμός συνολικής ποινής με προσμέτρηση των ποινών που συρρέουν, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 94-97 ΠΚ, για την αποφυγή της υπέρμετρης έντασης της τιμωρίας του υπαιτίου με την αριθμητική σώρευση των ποινών που έχουν καταγνωσθεί για κάθε συρρέον έγκλημα, καθώς και για την τιμωρία του δράστη με ποινή που να ανταποκρίνεται σ’ όλα τα συρρέοντα εγκλήματα και στην εγκληματική διάθεση που εξεδήλωσε. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 94§1 του ΠΚ που ισχύει από 1-7-2019 (Ν.4619/2019), κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση. Όμως, σύμφωνα με την ταυτάριθμη διάταξη (94§1) του προϊσχύσαντος ΠΚ, κατά του υπαιτίου δύο ή περισσοτέρων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις που τιμωρούνται κατά νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ιδίου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη, β) ένα έτος αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) δύο έτη, αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε όμως, η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για κράτηση. Από τη σύγκριση των ως άνω διατάξεων που προβλέπουν τον καθορισμό συνολικής ποινής σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών, προκύπτει ότι αυτή του άρθρου 94§1 του νέου Π Κ είναι επιεικέστερη (ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1729/2019), αφού με αυτή καταργείται το ελάχιστο όριο προσαύξησης της ποινής βάσης για κάθε συντρέχουσα ποινή και το ανώτατο όριο μειώνεται δραστικά και αντί των τριών τετάρτων κάθε συντρέχουσας ποινής, ορίζεται στο ένα δεύτερο. Παράλληλα μειώνονται και τα ανώτατα όρια της εκτιτέας ποινής, από τα είκοσι πέντε έτη στα είκοσι έτη σε περίπτωση κάθειρξης και από τα δέκα στα οκτώ έτη, σε περίπτωση φυλάκισης (βλ Αιτιολογ. Έκθεση στο σχέδιο νόμου Κύρωση του ΠΚ). Επομένως, στην περίπτωση αμετάκλητα καταδικασθέντος κρατούμενου προς έκτιση συνολικής ποινής κάθειρξης 25 ετών, ή φυλάκισης 10 ετών, που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο από τον νέο ΠΚ (άρθρο 94) όριο της συνολικής ποινής των είκοσι (20) και των οκτώ (8)ετών, αντίστοιχα, πρέπει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 2§1 ΠΚ, να χωρήσει επανακαθορισμός (από τον κατ’ άρθρο 549 ΚΠΔ αρμόδιο Εισαγγελέα ή το Δικαστήριο του άρθρου 562 ΚΠΔ, κατόπιν σχετικών αντιρρήσεων) του ανωτάτου ορίου της εκτιτέας ποινής κάθειρξης ή φυλάκισης, κατ’ εφαρμογή του ως άνω νεότερου επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, πριν όμως από την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής, αφού, όπως προεκτέθηκε, η φάση της εκτέλεσης αποτελεί τμήμα της έννομης σχέσης που δημιουργείται μεταξύ δράστη και Πολιτείας και αρχίζει από την τέλεση της πράξης και λήγει με την εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε αμετάκλητα. Από τον ως άνω επανακαθορισμό του ανωτάτου ορίου της εκτιτέας συνολικής κοινής κάθειρξης στα 20 έτη ή ποινής φυλάκισης στα 8 έτη, όπως προβλέπει η ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 94§1 του νέου ΠΚ, δεν θίγεται το δεδικασμένο, “αφού δεν πρόκειται για κατάγνωση νέας ποινής, αλλά για καθορισμό εκτιτέας συνολικής ποινής” (Γνωμ ΕισΑΠ 8/2019), ενόψει του ότι η εφαρμογή του νεότερου ηπιότερου νόμου δεν επιβάλλει επανεκδίκαση της υπόθεσης για την οποία υπάρχει η αμετάκλητη καταδίκη, ενώ η συνέχιση της εκτέλεσης της ποινής και μετά την πάροδο του απειλούμενου στον νέο νόμο μέγιστου χρόνου είναι και αντίθετη στην αρχή της απαγόρευσης του υπερμέτρου και στη ρητή επιταγή της διάταξης του άρθρου 15§1 εδ. γ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (N.2462/1997), κατά την οποία “…δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Η ως άνω διάταξη που έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος-Γνωμ Εισ.ΑΠ 8/2019) δεν περιέχει την προϋπόθεση του μη αμετάκλητου της καταδίκης. Βέβαια στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2§2 του ΠΚ δεν αντιμετωπίζονται ρητά οι ως άνω περιπτώσεις, κατά τις οποίες, μετά την αμετάκλητη επιβολή ποινής και πριν από την εκτέλεσή της, τίθεται σε ισχύ νόμος που δεν καταργεί το αξιόποινο της πράξης, αλλά απλά το καθιστά ηπιότερο, πλην όμως ενόψει των αμέσως προηγούμενων πρέπει και στις περιπτώσεις αυτές να εφαρμοστεί ο μεταγενέστερος ηπιότερος νόμος, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης της §1 του ως άνω άρθρου, διότι, άλλως, η άκαμπτη εφαρμογή σ’ αυτές της διάταξης της § 2 του ως άνω άρθρου του ΠΚ, οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, (όταν μάλιστα ο νεότερος επιεικέστερος νόμος δεν επιβάλλει, ως εκτέθηκε ανωτέρω, επανεκδίκαση της υπόθεσης, οπότε δεν θίγεται το δεδικασμένο), ενώ επίσης δεν συμβαδίζει με το πνεύμα του νομοθέτη του νέου ΠΚ για αποκλιμάκωση και εξορθολογισμό των ποινών και επιπλέον έρχεται σε αντίθεση με μια από τις βασικές αρχές που διέπουν τις ρυθμίσεις του, δηλαδή την αρχή της επιείκειας. Άλλωστε, ο δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης από τον Ποινικό Κώδικα του κανόνα της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου είναι ότι σε κάθε νομοθετική μεταβολή υποδηλώνεται αλλαγή στην αξιολόγηση μιας κατάστασης και κατά συνέπεια η μεταβολή επί το ηπιότερο σημαίνει ότι ο νομοθέτης αναθεώρησε μια αυστηρή αξιολόγησή του, χάριν μιας επιεικέστερης. Έτσι, είναι εντελώς αδικαιολόγητο να εξακολουθήσει ο κατηγορούμενος να εκτίει την ποινή που του επιβλήθηκε με τον προϊσχύσαντα αυστηρότερο νόμο, όταν η πολιτεία με τα αρμόδια καταστατικά της όργανα θέλησε για την αξιόποινη αυτή πράξη να επιβάλλεται ηπιότερη ποινή. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 2 του Π Κ, δεν εμποδίζει σε αμετάκλητες καταδίκες την άμεση εφαρμογή ευμενέστερων διατάξεων που αφορούν την απόλυση υφ’ όρον, την αποκατάσταση, τη μετατροπή της ποινής, την εγγραφή στο ποινικό μητρώο και την κατάργηση της παρεπόμενης ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ο αναιρεσείων κρατείται στο Κατάστημα Κράτησης Χαλκίδας δυνάμει της υπ’ αριθμ. 326,345, 425/22-12-2015 αμετάκλητης απόφασης του Α’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο και της ληστείας από κοινού, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84§2 περ.δ’ ΠΚ, σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης είκοσι (20) ετών για την πρώτη πράξη και πρόσκαιρης κάθειρξης δέκα (10) ετών για τη δεύτερη και συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι πέντε (25) ετών, αποτελούμενη από τη βαρύτερη ποινή κάθειρξης των 20 ετών, που του επιβλήθηκε για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, προσαυξανόμενη για πέντε (5) έτη από τη συντρέχουσα ποινή. Με τις από 24-10-2019 αντιρρήσεις-αίτησή του, σύμφωνα με το άρθρο 562 του ΚΠΔ, που εισήχθησαν στο Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, ζήτησε τον επανακαθορισμό της εκτιτέας ποινής, μετά την ισχύ του νέου ΠΚ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 αυτού, από τα 25 έτη στα 20 έτη. Το δικάσαν δικαστήριο με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ 1559/2-12-2019 απόφασή του, απέρριψε τις ως άνω αντιρρήσεις του ήδη αναιρεσείοντος δεχόμενο κατά λέξη τα ακόλουθα: “Παραταύτα, οι αντιρρήσεις του κρατουμένου-αιτούντος, είναι μη νόμιμες και ως εκ τούτου απορριπτέες, διότι η ως άνω απόφαση, δυνάμει της οποίας κρατείται είναι αμετάκλητη. Σημειώνεται ότι αμετάκλητη απόφαση είναι αυτή κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στην επιτρεπόμενη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε. Ο προαναφερθείς δε ποινικός νόμος δυνάμει του οποίου εφαρμόζεται ο ηπιότερος των ισχυσάντων, διευκρινίζεται, από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου, ότι το εύρος του χρονικού διαστήματος που εξετάζεται ξεκινά από την τέλεση της πράξης και καταλήγει στην αμετάκλητη εκδίκασή της. Μετά από την τελευταία δεν υπάρχει έτερη δυνατότητα επανακαθορισμού ποινής”. Με την απόρριψη όμως, από το Δικαστήριο των παραπάνω αντιρρήσεων του αναιρεσείοντος, ως μη νομίμων, αν και η κατά τα ως άνω συνολική ποινή υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 20 ετών της μεταγενέστερης επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 94§1 του ΠΚ, τούτο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 2§1 του ΠΚ, όπως βάσιμα υποστηρίζεται από τον αναιρεσείοντα με τον σχετικό από το άρθρο 510§1, στοιχ.Ε’ του ΚΠΔ πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης αυτού, ο οποίος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα πρόταση, πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ενόψει δε του ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης κατ’ άρθρο 519 ΚΠΔ, ελλείψει αντικειμένου έρευνας, κατ’ αναλογική εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 2§1 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να ορισθεί η εκτιτέα ποινή, από τη συνολική ποινή της κάθειρξης των είκοσι πέντε (25) ετών, που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα με την αναιρεσιβληθείσα αμετάκλητη απόφαση, στα είκοσι (20) έτη, παρελκούσης, κατόπιν τούτων, ως αλυσιτελούς, της έρευνας του δεύτερου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ. 1559/2019 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας και ΟΡΙΖΕΙ την εκτιτέα ποινή, από τη συνολική ποινή της κάθειρξης των είκοσι πέντε (25) ετών, που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα Χ. Π. του Γ., κάτοικο … και ήδη κρατούμενο στο Κ.Κ.Χαλκίδας με την υπ’ αριθμ. 326,345, 425/2015 απόφαση του Α’ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, στα είκοσι (20) έτη. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 2020.
Όμοια και ΑΠ 1729 / 2019 (ΣΤ ΤΜΗΜΑ) για συνολική ποινή φυλάκισης.
Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του νΠΚ «Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθα της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας.»
Ανέγκλητη πράξη: Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. δ’ , 514 εδ. δ` περ. β και 518 παρ. 1 του ΚΠΔ, συνάγεται ότι αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως καταστεί ανέγκλητη η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η Αίτηση αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου». (ενδεικτικά ΑΠ 173/2020 και ΑΠ 588/2020 Ζ τμήμα, ΑΠ 317/2020 ΣΤ Τμήμα, ΑΠ 1827/2019 Ε Τμήμα, ΑΠ 1389/2019 Α Ποιν. Τμήμα Διακοπών)
Όριο εφαρμογής του άρθρου 2 ΠΚ. «Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ., με την οποίαν ορίζεται ότι “αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”, προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτήν η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, είναι δε επιεικέστερος ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου και από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελευταίο του ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, στην περίπτωση που μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατά το άρθρο 2 του Π.Κ. το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας. Όριο εφαρμογής του ηπιότερου (ευμενέστερου) ουσιαστικού νόμου τίθεται το αμετάκλητο της εκδίκασης. Όσο δηλαδή η υπόθεση είναι εκκρεμής ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου και του Αρείου Πάγου. Μετά την αμετάκλητη καταδίκη καμιά επιρροή δεν ασκεί ο επιεικέστερος νόμος στην εκτιόμενη ποινή, με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση νεώτερης διάταξης που χαρακτηρίζει την πράξη ανέγκλητη (άρθρο 2 παρ.2 του Π.Κ.). Απώτερο δηλαδή όριο εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου τίθεται το αμετάκλητο της εκδίκασης. Στην περίπτωση που έχει καταστεί αμετάκλητο μόνο το σκέλος της ενοχής, τότε εφαρμόζεται ο επιεικέστερος νόμος που τιμωρεί την πράξη ηπιότερα και έχει εκδοθεί πριν καταστεί αμετάκλητο και το σκέλος της ποινής.» (ΑΠ 227/2020 Ε Τμήμα)
Περιπτώσεις ανέγκλητης πράξης, μετά τον νΠΚ. Ενδεικτικά, κρίθηκε σε σχέση με το άρθρο 232 Α πΠΚ και το άρθρο 169 Α νΠΚ «η παραβίαση της από 17-6-2016 προσωρινής διαταγής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (υπ` αριθμ. 2 του διατακτικού), για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι δεν αφορά ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, την άσκηση της γονικής μέριμνας, την επικοινωνία με το τέκνο και τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων και συνεπώς, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη μείζονα σκέψη, η δεύτερη πράξη της παραβίασης προσωρινής διαταγής, με το αναφερόμενο στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιεχόμενο, έχει καταστεί ανέγκλητη» (ΑΠ 173/2020 και ΑΠ 588/2020)
Αναφορικά με την ψευδή αναφορά στις Αρχές του άρθρου 225 παρ. 2 πΠΚ. «Το άρθρο 225 έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 224 και για τον λόγο αυτό καταργείται», αφού, κατ` άρθρο 224, του νέου ΠΚ τιμωρείται μόνο όποιος “εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση” και “εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια». Μετά την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα από 1-7-2019, το ως άνω άρθρο 225 του παλαιού ΠΚ, αναμορφώθηκε το άρθρο 224 του ΠΚ, το οποίο περιλαμβάνει πλέον όλες τις περιπτώσεις του παλαιού καταργηθέντος 225 ΠΚ, πλην του αδικήματος της ψευδούς αναφοράς στην αρχή (που προβλεπόταν στην παρ. 2 του παλαιού ΠΚ), το οποίο κατέστη πλέον πράξη ανέγκλητη …. Συνεπώς δε νοείται τέλεση του αδικήματος, αν δεν πρόκειται για εξέταση από δικαστήριο ή άλλη αρχή αρμόδια να ενεργεί εξέταση.» (ΑΠ 317/2020)
Κατάργηση του άρθρου 196 πΠΚ «Κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (28.1.2019) και μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσε ο νέος Π.Κ., ο οποίος το μεν κατήργησε την ως άνω διάταξη του άρθρου 196, το δε αναμόρφωσε τη διάταξη του άρθρου 184, ενταγμένη στην ίδια κατηγορία εγκλημάτων προστασίας της δημόσιας τάξης. Όμως, κατά την παρούσα νέα έκφραση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 184 απαιτείται η πρόκληση ή διέγερση που ενεργεί ο δράστης, να αφορά σε διάπραξη πλημμελήματος ή κακουργήματος, έτσι να εκτίθεται σε κίνδυνο η δημόσια τάξη, κατά δε την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου να επιχειρείται η τέλεση βιαιοπραγιών κατά ομάδας ή προσώπου. Η νέα διάταξη που διαμορφώθηκε ως άνω, αν και ενταγμένη στο ίδιο κεφάλαιο προστασίας εννόμων αγαθών και επιπλέον, δυνάμενη να έχει ως δράστη μεταξύ άλλων και τον θρησκευτικό λειτουργό, δεν καλύπτει την κρινόμενη περίπτωση που εδράζεται σε διαφορετικά περιστατικά αντικειμενικής υπόστασης, κατά τα παραπάνω, συνεπώς, η πράξη, στην οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων με την προσβαλλόμενη απόφαση, μετά την ως άνω κατάργηση της ως άνω διάταξης, έχει πλέον καταστεί ανέγκλητη (ατιμώρητη). Σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες σκέψεις, συντρέχει περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του επιεικέστερου νόμου που θεσμοθετείται με την εφαρμογή του νέου Π.Κ., κριθείσας της αίτησης αναίρεσης ως παραδεκτής.» (ΑΠ 858/2020)
Κατάργηση του άρθρου 364 πΠΚ (δυσφήμιση ανώνυμης εταιρίας) «Η πράξη αυτή προβλεπόταν από το άρθρο 364 του Π.Κ. όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης. Μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (14.1.2019), από 1.7.2019 ισχύει ο νέος κυρωθείς με το νόμο 4619/2019 Π.Κ. (άρθρο 460, 461 του εν λόγω Π.Κ.), και καταργήθηκε το προαναφερθέν άρθρο 364 του προϊσχύσαντος Π.Κ.. Επομένως, η πράξη αυτή, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων με την προσβαλλόμενη απόφαση κατέστη ανέγκλητη και κατ` ακολουθία αφού η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι …παραδεκτή, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την πράξη αυτή και να κηρυχθεί ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος αθώος της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώνυμης εταιρίας, για την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, και να απαλειφθεί από τον Άρειο Πάγο η ποινή αυτή και η από αυτήν προελθούσα επαύξηση των δύο μηνών στη συνολικώς καταγνωσθείσα ποινή φυλάκισης των έξι (6) μηνών, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ώστε να διατηρηθεί μόνον η ποινή φυλάκισης των τεσσάρων (4) μηνών που επιβλήθηκε για την πρώτη αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, οπότε δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης, κατά το περί ποινής κεφάλαιο της προσβαλλόμενη απόφασης, προς επιβολή νέας ποινής. Πρέπει, τέλος, να απορριφθεί, κατά τα λοιπά, η αίτηση αναίρεσης. (ΑΠ 1389/2019)
Κατάργηση του άρθρου 388 πΠΚ (απάτης σχετική με τις ασφάλειες). «Εφόσον, όμως, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (20-11-2018) και μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσε ο Νέος Π.Κ., ο οποίος κατήργησε την εν λόγω διάταξη, η οποία, συνεπώς, έχει πλέον καταστεί ανέγκλητη και επιπλέον, η διάταξη δεν εντάσσεται στην ισχύουσα γενική διάταξη του άρθρου 386 Π.Κ., κατά τα προεκτεθέντα, συντρέχει περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του επιεικέστερου νόμου που θεσμοθετείται με την εφαρμογή του Νέου Π.Κ., κριθείσας δε της αίτησης αναίρεσης ως παραδεκτής, κατά τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για την ανωτέρω πράξη που κατέστη ανέγκλητη, καθώς και ως προς την ποινή που επέβαλε στους αναιρεσείοντες κατηγορούμενους και να κηρυχθούν οι τελευταίοι αθώοι της ως άνω πράξης, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. (ΑΠ 1827/2019)
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις που η πράξη, με μεταγενέστερο νόμο, κατέστη ανέγκλητη, η τυχόν έκτιση της ποινής παύει με επιμέλεια του αρμοδίου εισαγγελέα πλημμελειοδικών που εποπτεύει το σωφρονιστικό κατάστημα που εκτίεται η ποινή (βλ. 567 ΚΠΔ).
Αναφορικά με την νέα επιμέτρηση ποινής σε αμετάκλητες αποφάσεις, ιδίως στον καθορισμό της συνολικής ποινής, θεωρώ ότι, από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 2 ΠΚ, δεν δύναται να γίνει εκ νέου επιμέτρηση ποινής όλων των αμετάκλητων αποφάσεων, στην περίπτωση της ευμενέστερης ποινικής μεταχείρισης του δράστη μετά την αμετάκλητη καταδίκη του. Θα πρόκειται για παρέμβαση στο δεδικασμένο και αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί βούληση του νομοθέτη.
Οι τρεις προαναφερθείσες, στην αρχή του παρόντος, αποφάσεις του ΑΠ έκριναν περιπτώσεις συνολικής ποινής, με βάση το νέο ευμενέστερο άρθρο 94 παρ. 1 ΠΚ. Είναι ένα ζήτημα που θα έπρεπε ο νομοθέτης να είχε εκφραστεί και να προβλέψει τι μέλλει γενέσθαι ειδικά στις περιπτώσεις της ανώτατης εκτιτέας συνολικής ποινής. Τι θα συμβεί, όμως, αν είχε επιβληθεί αμετάκλητα για μία ληστεία (380 παρ. 1 πΠΚ) κάθειρξη 17 έτη, θα πρέπει επίσης να γίνει νέα επιμέτρηση της ποινής, μετά τη μείωση του ανωτάτου ορίου ποινής; Και με ποια κριτήρια; Αυτό ισχύει για όλα τα εγκλήματα που ο δράστης εκτίει ποινές με βάση τον αυστηρότερο, στη συντριπτική πλειοψηφία του, πΠΚ. Σίγουρα το θέμα θα απασχολήσει την Ολομέλεια του ΑΠ, διότι ήδη οι εισαγγελείς και τα τριμελή πλημμελειοδικεία (562 ΚΠΔ) θα έχουν κατακλυσθεί ήδη από αντιρρήσεις στην έκτιση των ποινών.
Τέλος, αν η συνολική ποινή συμπεριλαμβάνει και πράξεις που έχουν καταστεί ανέγκλητες, τότε από τη συνολική ποινή θα αφαιρεθεί το μέρος που προσαυξήθηκε για τη συγκεκριμένη ποινή στην ποινή βάσης (βλ. ΑΠ 858/2020). Αν κατέστη ανέγκλητη η ποινή βάσης, τότε θα πρέπει αναγκαστικά να καθοριστεί νέα συνολική ποινή με νέα ποινή βάσης.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ