Με την ΑΠ 476/2021 το Ακυρωτικό Δικαστήριο επιλύει ένα διαδικαστικό ζήτημα που οφείλει να εξετάσει το δικαστήριο πριν απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη.
Τα πραγματικά περιστατικά κατά την προσβαλλόμενη απόφαση. «Στην προκειμένη υπόθεση, με την υπ’ αριθμό 1061/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ληστείας από κοινού από δράστες που είχαν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους και για παράνομη οπλοφορία, με χρόνο τέλεσης τις 4.8.2013, σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών για την πρώτη και σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για τη δεύτερη πράξη και συνολική ποινή κάθειρξης πέντε ετών και τριών μηνών. Κατά της ως άνω απόφασης ο αναιρεσείων άσκησε την υπ’ αριθμ.491/2018 έφεσή του, προσδιορίστηκε δε δικάσιμος η 16.10.2019. Στην ως άνω έφεσή του δήλωσε ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό … στη …, χωρίς να προβεί σε διορισμό αντικλήτου δικηγόρου κατά την άσκηση έφεσης. Από την προσβαλλόμενη 1908/17.10.2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και τα πρακτικά της, προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του στις 17/10/2019 ο αναιρεσείων δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο. Το ως άνω Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ο αναιρεσείων κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με θυροκόλληση, που έγινε ενώπιον αστυνομικού στην κατοικία που δήλωσε με την έφεσή του, στη συνέχεια τον δίκασε σαν να ήταν παρών, διέταξε την πρόοδο της δίκης και απέρριψε την έφεσή του ως ανυποστήρικτη.»
Προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης «Ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση με την κρινόμενη αίτηση, ότι ήταν παράνομη η απόρριψη της έφεσης, ως ανυποστήρικτης, καθόσον δεν έγινε νομότυπη κλήτευσή του. Ειδικότερα, επικαλείται ότι αν και ο ίδιος κλητεύθηκε στις 27.5.2019 με θυροκόλληση, κατ’ άρθρο 155 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ, ως εκ του χρόνου επίδοσης, εντούτοις δεν αποδεικνύεται ότι η κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο του ως άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου επιδόθηκε και σε έναν από τους διορισθέντες απ’ αυτόν αντικλήτους, κατά την προδικασία με το από 15.2.2017 απολογητικό του υπόμνημα.»
Σχετικές διατάξεις για το υπό εξέταση διαδικαστικό ζήτημα: «Από τις διατάξεις των άρθρων 500 εδ. γ’, 501 παρ. 1 και 340 παρ. 3 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, αν ο εκκαλών, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή διά συνηγόρου, το κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο οφείλει να εξετάσει, αν ο εκκαλών κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και σε περίπτωση που διαπιστώσει νομότυπη και εμπρόθεσμη, σύμφωνα με το άρθρο 166 παρ. 1 του ΚΠΔ, κλήτευση, απορρίπτει την έφεση, ως ανυποστήρικτη. Αν όμως ο εκκαλών δεν κλητευθεί καθόλου ή νομίμως και εμπροθέσμως κατά τα εκτεθέντα και δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, πρέπει το τελευταίο να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως, αλλιώς, αν δηλαδή προχωρήσει και απορρίψει την έφεση ως ανυποστήρικτη, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως με τη μορφή της παράνομης απόρριψης της έφεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 155 παρ. 1, 2 του ΚΠΔ., η επίδοση κλήσεως στον κατηγορούμενο, αν δεν βρεθεί στην κατοικία ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή οικιακή βοηθός ή θυρωρός, γίνεται με θυροκόλληση. Η επίδοση δε αυτή με θυροκόλληση είναι έγκυρη, μόνον όταν επακολουθεί νομότυπη κλήτευση και του τυχόν διορισθέντος αντικλήτου του κατηγορουμένου. Σε αυτήν την περίπτωση τα αποτελέσματα της επίδοσης αρχίζουν από την επίδοση στον αντίκλητο. Αν δεν γίνει νομότυπη επίδοση και στον αντίκλητο, η επίδοση στον εκκαλούντα μόνο δεν παράγει αποτελέσματα. Αντίθετα, δεν απαιτείται για το νομότυπο της κλητεύσεως του κατηγορουμένου η επίδοση στον τυχόν διορισθέντα αντίκλητό του, όταν η επίδοση της κλήσης δεν έγινε με θυροκόλληση, αλλά με έναν από τους τρόπους που ορίζονται περιοριστικά στην παρ. 1 του άρθρου 155 ΚΠΔ. Ο διορισμός αντικλήτου μπορεί να γίνει και με την απολογία του κατηγορουμένου και ισχύει μέχρι πέρατος της δίκης. Η μη τήρηση δε των πιο πάνω διατυπώσεων κατά την επίδοση, συνεπάγεται ακυρότητα αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 154 παρ.2 ΚΠΔ (ΑΠ 1341/2015). Το στοιχείο αυτό (εγκυρότητα επίδοσης) συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο για την αξιολόγηση του παραδεκτού της έφεσης. Ο δε Άρειος Πάγος, όταν εξετάζει λόγο αναίρεσης για άκυρη επίδοση, παραδεκτά επισκοπεί το περιεχόμενο του σχετικού αποδεικτικού και των λοιπών σχετικών εγγράφων της δικογραφίας, προκειμένου να αξιολογήσει την εγκυρότητα της επίδοσης και τη βασιμότητα του λόγου αναίρεσης (ΑΠ 956/2015)».
Απόφαση του ΑΠ: «Στην προκειμένη υπόθεση, με την υπ’ αριθμό 1061/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ληστείας από κοινού από δράστες που είχαν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους και για παράνομη οπλοφορία, με χρόνο τέλεσης τις 4.8.2013, σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών για την πρώτη και σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για τη δεύτερη πράξη και συνολική ποινή κάθειρξης πέντε ετών και τριών μηνών. Κατά της ως άνω απόφασης ο αναιρεσείων άσκησε την υπ’ αριθμ.491/2018 έφεσή του, προσδιορίστηκε δε δικάσιμος η 16.10.2019. Στην ως άνω έφεσή του δήλωσε ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό … στη …, χωρίς να προβεί σε διορισμό αντικλήτου δικηγόρου κατά την άσκηση έφεσης. Από την προσβαλλόμενη 1908/17.10.2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και τα πρακτικά της, προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του στις 17/10/2019 ο αναιρεσείων δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο. Το ως άνω Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ο αναιρεσείων κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με θυροκόλληση, που έγινε ενώπιον αστυνομικού στην κατοικία που δήλωσε με την να έφεσή του, στη συνέχεια τον δίκασε σαν να ήταν παρών, διέταξε την πρόοδο της δίκης και απέρριψε την έφεσή του ως ανυποστήρικτη. Ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση με την κρινόμενη αίτηση, ότι ήταν παράνομη η απόρριψη της έφεσης, ως ανυποστήρικτης, καθόσον δεν έγινε νομότυπη κλήτευσή του. Ειδικότερα, επικαλείται ότι αν και ο ίδιος κλητεύθηκε στις 27.5.2019 με θυροκόλληση, κατ’ άρθρο 155 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ, ως εκ του χρόνου επίδοσης, εντούτοις δεν αποδεικνύεται ότι η κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο του ως άνω δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου επιδόθηκε και σε έναν από τους διορισθέντες απ’ αυτόν αντικλήτους, κατά την προδικασία με το από 15.2.2017 απολογητικό του υπόμνημα. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης που επισκοπούνται, για την έρευνα του πρώτου λόγου αναιρέσεως, προκύπτουν τα παρακάτω: Από το από 27.5.2019 αποδεικτικό επίδοσης κλήσης στον ανειρεσείοντα, που συντάχθηκε από τον αστυφύλακα του Α.Τ. Νίκαιας Αττικής Ι. Σ., προκύπτει ότι αν και η κλήση για εμφάνιση αυτού στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έγινε στις 27.5.2019, με θυροκόλληση, επειδή δεν βρέθηκε ο ίδιος στην κατοικία του, ούτε άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 155 παρ.2 ΚΠοινΔ, δεν επιδόθηκε αντίγραφο της κλήσης και σ’ έναν από τους νομότυπα διορισμένες αντικλήτους του. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων κατά την απολογία του ενώπιον της ανακρίτριας του 2ου τακτικού τμήματος Θεσσαλονίκης κατέθεσε το από 15.2.2017 απολογητικό του υπόμνημα με το οποίο διόρισε ως αντικλήτους δικηγόρους, τη δικηγόρο Πειραιά, Δ. Σ. και τον δικηγόρο Θεσσαλονίκης, Π. Γ., διορισμός για τον οποίο δεν προκύπτει ότι ανακλήθηκε. Πρέπει να σημειωθεί ότι από καμία διάταξη δεν συνάγεται ότι σε περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου δικηγόρου κατά την άσκηση εφέσεως ότι παύει να ισχύει η ιδιότητα ως αντικλήτου του δικηγόρου που διορίσθηκε κατά την προδικασία. Συνεπώς, διατηρείται και η υποχρέωση επίδοσης των ποινικών δικογράφων, που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, και στον αντίκλητο, όπου αυτό προβλέπεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΠοινΔ. Επομένως, ήταν άκυρη η κλήτευση του αναιρεσείοντος με θυροκόλληση, χωρίς επίδοση αντιγράφου της κλήσης και σε ένα εκ των υπαρχόντων ως άνω αντικλήτων. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, συνεπώς, έπρεπε, αντί να απορρίψει την έφεση, ως ανυποστήρικτη, να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση αυτής. Έτσι, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης υπέπεσε στην πλημμέλεια της παράνομης απόρριψης της έφεσης ως ανυποστήρικτης, κατά παραδοχή του συναφούς πρώτου λόγου της αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ. Κατ’ ακολουθίαν τούτων και, εφόσον παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων, πρέπει να αναιρεθεί εξ ολοκλήρου η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.) το οποίο, αφού ερευνήσει το παραδεκτό της εφέσεως (δεδομένου του ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής – ΑΠ 255/2015, ΑΠ 325/2011, ΑΠ 526/2010, ΑΠ 214/2008) και αναλόγως προς τη σχετική κρίση του πρέπει είτε να απορρίψει και πάλι την έφεση, είτε να την κρίνει παραδεκτή και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης».
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ