fbpx
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου, 2024

Η εξουσία του δικαστηρίου της συγχωνεύσεως των ποινών

Χρόνος ανάγνωσης 10 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 10 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 1233/2022 οριοθετείται η εξουσία του Δικαστηρίου που συγχωνεύει στερητικές της ελευθερίας ποινές. Με σαφήνεια η ως άνω απόφαση προσδιορίζει τι μπορεί να κάνει ένα δικαστήριο που εκδικάζει αίτηση για καθορισμό συνολικής ποινής, όταν ο αιτών έχει καταδικασθεί δε διαφορετικές αποφάσεις, σε περισσότερες στερητικές της ελευθερίας ποινές.

Νομικές διατάξεις. Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 του ισχύοντος από 1.7.2019 ΚΠΔ (ν. 4620/2019), την αναίρεση μπορούν να ζητήσουν: α) ο κατηγορούμενος, β) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών για τις αποφάσεις του τριμελούς πλημμελειοδικείου, των δικαστηρίων ανηλίκων, των μονομελών πλημμελειοδικείων της έδρας και περιφέρειάς του, και ο εισαγγελέας εφετών για τις αποφάσεις του εφετείου, του μικτού ορκωτού εφετείου και των μικτών ορκωτών δικαστηρίων της περιφέρειάς του.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 507, του ίδιου κώδικα, η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώρηση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι τριάντα [30] ημερών, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι [20] ημερών, από την καταχώρηση αυτή.

Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ισχύοντος Κ.Π.Δ. ορίζεται μεταξύ άλλων ότι, “όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση…” , από δε τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 5 του Κ.Π.Δ. συνάγεται, ότι κατά της απόφασης με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον καταδικασμένο και στον εισαγγελέα για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και αυτός της υπέρβασης εξουσίας, ήτοι του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του ισχύοντος από 1.7.2019 Κ.Π.Δ. (ν. 4620/2019).

Απουσία του αναιρεσείοντος σε αναίρεση του Εισαγγελέα. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο, στην οποία όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανιστούν χωρίς νέα κλήτευση, ακόμη και αν δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής απόφασης. Κατά τη διάταξη δε, του άρθ. 512 παρ. 3 ΚΠΔ, οι διάδικοι παρίστανται κατά τη συζήτηση (της αναίρεσης) με συνήγορο. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 512 παρ. 1 εδ. γ’ του νέου Κ.Ποιν.Δ.: “Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 – 162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, ή στην Ολομέλειά του. Στην κλήση αναφέρεται ρητά ότι, αν ο αναιρεσείων δεν παραστεί στη συζήτηση ή στη μετ’ αναβολή αυτής με συνήγορο, η αναίρεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Σε περίπτωση αναίρεσης του εισαγγελέα εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 4 του άρθρου 340”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 340 παρ. 4 του ίδιου ανωτέρω Κ.Ποιν.Δ.: “Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται από συνήγορο, δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον νομίμως έχει κλητευθεί και έχει ενημερωθεί ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης ή μη εκπροσώπησής του θα δικαστεί ερήμην”. Ως “υπόλοιποι” διάδικοι, οι οποίοι πρέπει να καλούνται στη συζήτηση της αναίρεσης, θεωρούνται όλοι εκείνοι, οι οποίοι νομίμως απέκτησαν την ιδιότητα του διαδίκου, μεταξύ των οποίων πρωτίστως περιλαμβάνεται ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος, ο οποίος πρέπει να καλείται, για να παραστεί στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης που άσκησε ο εισαγγελέας, καθόσον το έννομο συμφέρον του είναι προφανές να αντικρούσει την εναντίον του στρεφόμενη αναίρεση και να υποστηρίξει την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, σε περίπτωση αναίρεσης του εισαγγελέα, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει κλητευθεί, νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίστηκε όμως ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου με συνήγορο, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο υπεράσπισης, η συζήτηση της υπόθεσης προχωρεί κανονικά και δικάζεται σαν να ήταν και αυτός παρών.

Ένδικη υπόθεση Στην προκειμένη περίπτωση, με δήλωσή του ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό …/26-5-2021 έκθεσή του, ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, άσκησε αναίρεση κατά της υπ’ αριθ. 403/14.5.2021 απόφασης του Γ’ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που καταχωρίστηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθ. 473 ΚΠΔ στις 17-5-2021 με α.α. …/2021, με την οποία το Δικαστήριο έκανε δεκτή την από 7-5-2021 αίτηση του καταδικασθέντος Χ. Μ. του Ι. και προέβη στη μετατροπή σε κοινωφελή εργασία, ποινής φυλάκισης (23) μηνών, η οποία είχε καθοριστεί ως συνολική με προγενέστερη συγχωνευτική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, που συγχώνευσε τις ποινές φυλάκισης δύο καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος του αιτούντος, που είχαν μετατραπεί σε χρηματική ποινή. Ως λόγος αναιρέσεως προβάλλεται η θετική υπέρβαση εξουσίας. (άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ). Η αίτηση επομένως είναι παραδεκτή κατά τα άρθρα 473 § 2,3, 474, 504 § 1, 505 παρ. 1β’ και 507 ΚΠοινΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα του λόγου της, σαν να ήταν παρών και ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν εμφανίστηκε, ούτε και εκπροσωπήθηκε από συνήγορο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο έκθεμα, παρότι κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, τόσο ο ίδιος όσο και ο αντίκλητος δικηγόρος του, (βλ. τα από 22.12.2021 και 30.12.2021 αποδεικτικά επιδόσεως του Λ. Χ., επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και του Γ. Σ., Αστυφύλακα του Α.Τ. Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς), για την αρχική δικάσιμο της 16-2-2022, κατά την οποία, με αίτημα του κατηγορουμένου, με την υπ’ αριθ. 249/2022 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, η υπόθεση αναβλήθηκε για την παραπάνω ρητή δικάσιμο της 11-5-2022, πλην ο κατηγορούμενος δεν παραστάθηκε κατ’ αυτήν μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει να δικασθεί ερήμην.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Π.Δ., υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος, διακρίνεται δε η υπέρβαση αυτή σε θετική, που συντρέχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα μη υπαγόμενο στη δικαιοδοσία του και σε αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Εξάλλου κατά το άρθρου 545 ΚΠΔ η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα εκτελείται μόλις γίνει αμετάκλητη, εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις. Προσέτι, με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 551 του Κ.Π.Δ. προβλέπεται ότι “αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ιδίου προσώπου περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα για τη συρροή”, ήτοι και του άρθρου 97 ΠΚ, κατά το οποίο οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 96 Α’ παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η ποινή που έχει επιβληθεί αμετάκλητα εκτελείται, εκτός αν έχει διαταχθεί η αναστολή της εκτέλεσής της, κατά τα άρθρα 99 και επ. του ισχύοντος Π.Κ., από το αρμόδιο δικαστήριο κατά την κατάγνωσή της ή η αναβολή ή η διακοπή της εκτέλεσής της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 555 και επ. του ισχύοντος Κ.Π.Δ..

Εξουσία του δικαστηρίου της συγχώνευσης. Η εξουσία του δικαστηρίου, το οποίο καθορίζει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί, όταν κατά του ίδιου προσώπου υπάρχουν προς εκτέλεση περισσότερες εκτελεστές καταδικαστικές αποφάσεις, εξαντλείται στον καθορισμό αυτό της συνολικής ποινής, με την επιμέτρηση των περισσοτέρων ποινών, που έχουν επιβληθεί, κατά τον τρόπο που ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 94 και 97 του ισχύοντος Π.Κ. και δεν προβλέπεται από το νόμο εξουσία του δικαστηρίου αυτού, είτε για αναστολή εκτέλεσης της συνολικής ποινής, είτε για μετατροπή αυτής σε χρηματική ποινή, είτε να ορίσει την καταβολή της ποινής σε δόσεις, είτε, τέλος, να προχωρήσει στη μετατροπή της σε κοινωφελή εργασία.

Μόνον στην περίπτωση της συνεκδίκασης και καταδίκης για πλείονα συρρέοντα εγκλήματα η καθορίζουσα τη συνολική ποινή απόφαση αποφαίνεται και περί της μετατροπής αυτής ή επέκεινα περί της καταβολής της σε δόσεις. Όταν όμως, η επιμέτρηση γίνεται με μεταγενέστερη απόφαση λόγω μη συνεκδίκασης πλειόνων συρρεόντων εγκλημάτων, το δικαστήριο περιορίζεται στον καθορισμό και μόνον της συνολικής ποινής, η δε μετατροπή ή δοσοποίηση των επί μέρους ποινών εξακολουθεί να ρυθμίζεται από τις αποφάσεις που επέβαλαν κάθε μία από τις ποινές αυτές και συγχρόνως προέβησαν στην μετατροπή και στη δοσοποίησή τους. Άλλωστε, η απόφαση περί καθορισμού συνολικής ποινής δεν είναι καταδικαστική, για να χωρήσει μετατροπή της συνολικής ποινής σε χρηματική ποινή ή δοσοποίησή της ή ακόμα μετατροπή αυτής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.

Επομένως, αν το παραπάνω δικαστήριο, μετά τον καθορισμό συνολικής ποινής, προχωρήσει – κατά την ίδια ή σε άλλη μεταγενέστερη συνεδρίαση – στη μετατροπή αυτής είτε σε χρηματική ποινή είτε σε κοινωφελή εργασία (κατά τις διατάξεις του άρθρου 82 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 465 του ισχύοντος Π.Κ. – Ν. 4619/2019 – εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις τελεσθείσες μέχρι την θέση σε ισχύ του νέου Π.Κ.), υπερβαίνει την εξουσία του και δημιουργείται τοιουτοτρόπως λόγος αναίρεσης της απόφασής του, κατ’ αυτό το μέρος, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ του ισχύοντος ΚΠΔ. (ΑΠ 1098/2021, ΑΠ 1650/2019, ΑΠ 1109/2018).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων του σχηματισθέντος φακέλου, το Γ’ Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, κατόπιν της από 7-5-2021 αιτήσεως του Χ. Μ. του Ι. προέβη, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 403/2021 απόφασή του, στην μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας της ποινής φυλάκισης είκοσι τριών (23) μηνών που είχε καθορισθεί ως συνολική ποινή με την προγενέστερη υπ’ αριθμ. 2183/2020 συγχωνευτική απόφαση του Β’ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Ειδικότερα, με την τελευταία υπ’ αριθ. 2183/2020 απόφαση είχε γίνει δεκτή αίτηση του ανωτέρω καταδίκου για καθορισμό συνολικής ποινής επί συρρεουσών ποινών φυλάκισης, που του είχαν επιβληθεί με δύο καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα τελεσθέντα πριν την από 1/7/2019 ισχύ του νέου Π.Κ (βλ. άρ. 460, 461 ν. 1419/2019) και καθορίσθηκε συνολική ποινή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 551 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., 94 και 97 του Π.Κ..

Συγκεκριμένα, με την υπ’ αρ. 2183/2020 απόφαση συγχωνεύθηκαν: α) ποινή φυλάκισης είκοσι (20) μηνών, που είχε επιβληθεί στον αιτούντα με την υπ’ αριθ. 6240/2019 απόφαση του Β’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και β) ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, που επίσης είχε επιβληθεί σε αυτόν με την υπ’ αρ. 4820/2019 απόφαση του Β’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Κατά την ανωτέρω συγχωνευτική απόφαση η καθορισθείσα συνολική ποινή των είκοσι τριών (23) μηνών είχε μετατραπεί σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως, το δε δικαστήριο με την ίδια υπ’ αριθ. 2183/2020 απόφαση επί πλέον, δέχθηκε σχετικό αίτημα του καταδίκου και προέβη σε δοσοποίηση επιτρέποντας την καταβολή του ποσού της μετατροπής σε τριάντα έξι (36) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2021.

Το Γ’ Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την υπ’ αριθ. 403/2021 προσβαλλόμενη απόφασή του, επανερχόμενο κατόπιν της παρατεθείσης αιτήσεως του καταδίκου, μετέτρεψε περαιτέρω την καθορισθείσα συνολική ποινή φυλάκισης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, ορίζοντας τον αριθμό των ωρών εργασίας σε τετρακόσιες πενήντα (450), παρασχεθησόμενες εντός προθεσμίας δύο ετών με έναρξη την 1η Ιουνίου 2021. Σύμφωνα όμως με τα όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η εξουσία του ανωτέρω δικαστηρίου, ως δικαστηρίου της συγχωνεύσεως (άρθρ. 551 παρ. 2 του Κ.Π.Δ) και μη έχοντος οιαδήποτε σχέση με την κρίση επί της ουσίας των υποθέσεων, είχε εξαντληθεί με την συγχώνευση των ποινών που είχε προηγηθεί με άλλη απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (την υπ’ αριθ. 2183/2020) και ως εκ τούτου, με την περαιτέρω μετατροπή της συνολικής ποινής σε κοινωφελή εργασία υπερέβη την εξουσία του. Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Ακολούθως δεν πρέπει να γίνει παραπομπή στο δικαστήριο της ουσίας, αφού δεν συντρέχει λόγος περαιτέρω εκδίκασης αυτής, αλλά, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 518 § 1 ΚΠΔ πρέπει, το ανωτέρω αίτημα του Χ. Μ. του Ι. περί μετατροπής της συνολικής ποινής, που του επιβλήθηκε κατά τα προεκτεθέντα, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, επί του οποίου έκρινε η προσβαλλομένη απόφαση, να απορριφθεί από τον Άρειο Πάγο ως μη νόμιμο (ΑΠ 1098/2021, ΑΠ 1650/2019).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -