fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Η κακή σύνθεση δικαστηρίου ως λόγος αναίρεσης

Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά

Δείτε επίσης

Σχετικές διατάξεις Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988). Κατά το άρθρο 4 § 1 εδ. γ’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988), όπως ισχύει, το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή το Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες. Περαιτέρω, στο άρθρο 5 §§ 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, προβλέπεται η αναπλήρωση των δικαστών και ορίζεται ότι αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, αναπληρώνεται ένας μόνον πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του. Οι αναπληρωτές αυτοί ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Από τις άνω διατάξεις συνάγεται ότι κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών ποινικών δικαστηρίων, όταν οι συνθέσεις τους δεν ορίζονται με κλήρωση, (οπότε έχει εφαρμογή το άρθρο 17 του ίδιου κώδικα), στην περίπτωση αναπληρώσεως πλημμελειοδίκη τριμελούς πλημμελειοδικείου από ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη, απαιτείται να εκδίδεται πράξη από τον διευθύνοντα το δικαστήριο δικαστή, η οποία και μνημονεύεται στην απόφαση.

Αναπλήρωση δικαστή. Η μνεία της πράξεως αναπληρώσεως στην απόφαση, και μάλιστα στο προοίμιο αυτής κάτω από το όνομα του δικαστή που αναπληρώνει τον τακτικό δικαστή, υποδηλώνει τη συνδρομή νόμιμου προς αναπλήρωση λόγου, που ερευνήθηκε από τον διευθύνοντα δικαστή και αναφέρεται στη πράξη του, δεν είναι δε απαραίτητο ο λόγος αυτός αναπληρώσεως να αναφέρεται και στην απόφαση. Επίσης δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση σε τι συνίσταται το κώλυμα του αναπληρούμενου δικαστή. Αν δεν αναφέρεται στην απόφαση η πράξη αναπληρώσεως, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου, κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. α’ του ΚΠΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου κώδικα λόγος αναιρέσεως. Προθεσμία υποβολής της κακής σύνθεσης. Περαιτέρω στο άρθρο 17 περ. Β § 7 εδ. β’ του ως άνω ν. 1756/1988 ορίζεται ότι «Όπου δεν διενεργείται κλήρωση, ο δικαστής ή ο εισαγγελέας που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, αν εμφανιστεί ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης του δικαστηρίου, με αιτιολογημένη πράξη του, αντικαθιστά ή ορίζει τους δικαστές ή τον εισαγγελέα αντιστοίχως». Ωστόσο στην § 10 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι “Η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης”. Μεταγενέστερη προβολή καλύπτει την ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προμετωπίδα των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στη σύνθεση του δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου, που δεν καθορίσθηκε με κλήρωση, συμμετείχε η ειρηνοδίκης Κωνσταντίνα Παπαπαναγιώτου, χωρίς όμως να αναφέρεται η σχετική πράξη της διευθύνουσας το ως άνω Δικαστήριο δικαστή, με την οποία ορίσθηκε να συμμετάσχει στη σύνθεση η προαναφερόμενη ειρηνοδίκης σε αναπλήρωση κάποιου κωλυόμενου πλημμελειοδίκη, παρά μόνο η ανεπαρκής φράση ότι η τελευταία “ορίστηκε με την από 6-5-2019 υπηρεσία της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο Κορίνθου”. Η ακυρότητα όμως αυτή, λόγω κακής σύνθεσης, καλύφθηκε, διότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, καθώς προβλέπεται στην παρ. 10 του άρθρου 17 περ. Β’ του ν. 1756/1988, η οποία διάταξη πέραν του ότι αναφέρεται και στο εδ. β’ της παρ. 7 του ίδιου άρθρου (“Όπου δεν διενεργείται κλήρωση,…”), εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση αναλογικά και στη συγκεκριμένη περίπτωση που η σύνθεση των δικαστηρίων δεν ορίζεται με κλήρωση. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 1 στ. α’ ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως. (ΑΠ 499/2020)

Αναπλήρωση μέλους δικαστηρίου-τηρούμενη διαδικασία. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171§1 στοιχ.Α’ του ισχύοντος μέχρι 1-7-2019 ΚΠΔ ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του Οργανισμού Δικαστηρίων και του νόμου περί μικτών ορκωτών Δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσης. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 §1 εδ.γ’ και 5 § 1 περ.Α εδ.γ,δ και §2 του Ν.1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών”, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 του Ν. 1868/1989, και ακολούθως από το άρθρο 4 §2 του Ν.2172/1993 το Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες. Σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του Προέδρου, αυτός αναπληρώνεται κατά σειρά αρχαιότητας από άλλο Δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου Δικαστηρίου, ενώ, αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι Δικαστές, αυτοί αναπληρώνονται κατά σειρά αρχαιότητας, ένας μόνο Πρωτοδίκης Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, από Πάρεδρο ή Ειρηνοδίκη ή Πταισματοδίκη της περιφέρειάς του. Και στη μεν πρώτη περίπτωση, του Προέδρου Πρωτοδικών, πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση ότι δεν υπάρχουν Πρόεδροι ή οι υπάρχοντες απουσιάζουν ή κωλύονται, στη δε δεύτερη περίπτωση, της αναπλήρωσης Πλημμελειοδίκη, πρέπει να αναφέρεται η σχετική πράξη του Δικαστή που Διευθύνει το Δικαστήριο, με την οποία ορίστηκε κάποιος από τους αναπληρωτές και μάλιστα στο προοίμιο αυτής και κάτω από το όνομα του Δικαστή ο οποίος έλαβε εντολή να αναπληρώσει τον τακτικό Δικαστή. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 17§10 του ίδιου νόμου η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 8 συνεπάγεται ακυρότητα που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης. (ΑΠ 184/2020)

Άρθρα 14-15 ΚΠΔ Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Α του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 ΚΠΔ), τέτοια δε ακυρότητα προκαλείται, κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. α’ ΚΠΔ, και στην περίπτωση που δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου (ΑΠ 815/2017). ii) Εξάλλου, κατά δε το άρθρο 15 του ΚΠΔ “όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου (14) είναι εξαιρετέα αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα, που μπορούν να δικαιολογήσουν δυσπιστία για την αμεροληψία τους”. Η τυχόν συνδρομή μόνο της τελευταίας περίπτωσης δεν αποτελεί λόγο κακής σύνθεσης του δικαστηρίου, όπως αποτελεί η συμμετοχή σε αυτό δικαστικών προσώπων, που στο πρόσωπό τους συντρέχει λόγος αποκλεισμού, κατά το άρθρο 14 του ΚΠΔ, από την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά λόγο εξαίρεσης του δικαστικού προσώπου που προκάλεσε ή προκαλεί υπόνοιες μεροληψίας.

Χρόνος πρότασης του λόγου εξαίρεσης. Ο λόγος αυτός, όμως, πρέπει να προταθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 16 επ. ΚΠΔ, πριν αρχίσει η συζήτηση, και μόνο αν γίνει αυτός δεκτός και παρά ταύτα συμμετάσχει ο δικαστής στη σύνθεση του δικαστηρίου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠΔ, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα. iii) Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο με επαρκείς αιτιολογίες απέρριψε τις αιτήσεις εξαίρεσης των δικαστικών προσώπων, που υπέβαλαν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι επικαλέσθηκαν γεγονότα που κατ’ αυτούς μπορούσαν να δικαιολογήσουν δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου, αφού οι αιτήσεις εξαίρεσης απορρίφθηκαν και επομένως είναι αβάσιμοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 Α’ ΚΠΔ λόγοι των αναιρέσεων και ως εκ τούτου απορριπτέοι. (ΑΠ 805/2020)

Προβολή της κακής σύνθεσης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως λόγου αναίρεσης Πρέπει να σημειωθεί, ότι ο λόγος αναίρεσης περί κακής σύνθεσης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, που διατυπώνεται στο υποβληθέν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης από 20-1-2020 υπόμνημα του αναιρεσείοντος, είναι απαράδεκτος και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, διότι δεν υποβλήθηκε, όπως απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 474 και 509 ΚΠοινΔ, ενώ δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση αυτεπάγγελτης εξέτασης αυτού, κατ’ άρθρο 511 ΚΠοινΔ. (ΑΠ 659/2020)

(ΠΡΟΣΟΧΗ. Σύμφωνα με την ως άνω απόφαση ο λόγος της κακής σύνθεσης πρέπει να προτείνεται με αυτοτελή λόγο αναίρεσης ή έστω με πρόσθετο λόγο αναίρεσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 509 ΚΠΔ, η φράση ότι δεν συντρέχει περίπτωση αυτεπάγγελτης εξέτασης αυτού κατά το άρθρο 511, σημαίνει ότι δεν έκρινε ο Άρειος Πάγος, ότι αυτό που προέβαλε απαραδέκτως ο αναιρεσείων, συνιστά λόγο κακής σύνθεσης ώστε να τον εξετάσει αυτεπάγγελτα και να αναιρέσει την απόφαση.

Βλ. σχετικά ΑΠ 1374/2010 όπου αυτεπάγγελτα (κατά το 511 ΚΠΔ) ο Άρειος Πάγος εξέτασε και αναίρεσε απόφαση για κακή σύνθεση) «Κατά τη διάταξη του άρθρου 511 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 § 5 του ν. 3160/2003, “αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 515), ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στα στοιχεία Α’, Γ’, Δ’, Ε’, Σ’ και Η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 510. Δεν επιτρέπεται, όμως, να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και, αν κριθεί και ένας βάσιμος λόγος, και την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της”. Περαιτέρω, κατ` άρθρο 171 Κ.Π.Δ., ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται: 1) αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού δικαστηρίων … για ακυρότητα εξ αιτίας κακής συνθέσεώς του, κατά δε το άρθρο 510 παρ. 1 ίδιου Κώδικα, λόγος για να αναιρεθεί η απόφαση μπορεί να προταθεί Α) η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171). Κατά δε το άρθρο 14 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, που συνάδει και προς το άρθρο 1 της ΕΣΔΑ, ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 762-763/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για αγορά, κατοχή, διάθεση ναρκωτικών ουσιών κατ’ εξακολούθηση και παράνομη απλά κατοχή σε συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και τεσσάρων (4) μηνών και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3500) ευρώ. Το άνω δικαστήριο συγκροτήθηκε από τους “Ανέστη Μηλιόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Αγγελόπουλο, Μαρία Παπαγρηγοράκη, Σουλτάνα Ανθή, Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη Εφέτες και Ειρήνη Αποστόλου Εισαγγελέα Εφετών”. Όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση της πρωτόδικης υπ` αριθ. 702/2006 αποφάσεως του Τριμελούς εφετείου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συγκροτήθηκε από τους “Αθανάσιο Σκούρτη, Προεδρεύοντα Εφέτη, Παναγιώτη Αγγελόπουλο, Ελένη Καλογήρου, Εφέτες”. Ο Εφέτης, λοιπόν, Παναγιώτης Αγγελόπουλος (μη υπηρετούντος άλλου με αυτό το όνομα στο Εφετείο Θεσσαλονίκης), που συμμετείχε στην έκδοση της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συμμετείχε και στη σύνθεση του Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε την έφεση του κατηγορουμένου και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, λόγω κακής συνθήκης αυτού, που καθιστά την απόφασή του αναιρετέα, λαμβάνεται δε υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Κατά συνέπεια, εφόσον η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει παραδεκτώς εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ, λόγους αναιρέσεως, ο δε αναιρεσείων εμφανίσθηκε στο ακροατήριο (εκπροσωπούμενος από πληρεξούσιο Δικηγόρο), πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα κατά τα εκτεθέντα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ)»

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -