fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Η κατ’ άρθρο 61 ΚΠΔ αναβολή της ποινικής δίκης

Χρόνος ανάγνωσης 21 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 21 λεπτά

Δείτε επίσης

Άρθρο 61 ΚΠΔ – Εκκρεμότητα ζητημάτων αστικής φύσης στην πολιτική δίκη. Όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το ποινικό δικαστήριο κατά την κρίση του να αναβάλει την ποινική δίκη έως το τέλος της πολιτικής. Η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί.

Άρθρο 60 – Εξέταση νομικών ζητημάτων αστικής φύσης στην ποινική δίκη. 1. Το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης.

Το άρθρο 61 του νΚΠΔ είναι το ίδιο με τον πΚΠΔ. Πρόκειται για δυνητικό λόγο αναβολής της ποινικής δίκης, ο οποίος εναπόκειται στην κρίση του ποινικού δικαστή. Από τις διατάξεις 60 παρ. 1 και 61 προκύπτει, ότι το ποινικό δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει παρεμπιπτόντως κάθε ζήτημα που υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων αρκεί μόνο να μην είναι από εκείνα, για τα οποία ο νόμος, προκειμένου να εγερθεί η ποινική δίωξη, απαιτεί υποχρεωτικά να έχει αποφανθεί προηγουμένως το πολιτικό δικαστήριο. Στην περίπτωση που απαιτείται, εκ του νόμου, οπωσδήποτε απόφαση πολιτικού δικαστηρίου τότε εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 60 (η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα με τον νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου). Η αναβολή κατ΄ άρθρο 61 ΚΠΔ μπορεί να διαταχθεί τόσο αυτεπάγγελτα, αν προκύψει ότι η ποινική δίκη εξαρτάται από πολιτική δίκη που εκκρεμεί σε πολιτικό δικαστήριο, όσο και κατ΄ αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα. Η κρίση του δικαστηρίου για την αναβολή δεν ελέγχεται αναιρετικά. (Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 του ΚΠΔ, η αναβολή της δίκης, στην περίπτωση που είναι εκκρεμής ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά έχει σχέση προς την ποινική δίκη, απόκειται στην κυριαρχική εκτίμηση και κρίση του συμβουλίου που δεν ελέγχεται από τον `Αρειο Πάγο, η δε απόρριψη του σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 ΚΠΔ. Επομένως ο λόγος αναιρέσεως με τoν οποίο πλήσσεται το προσβαλλόμενο βούλευμα διότι παρά τον νόμο απέρριψε το αίτημα της αναιρεσείουσας περί αναβολής κατά τη διάταξη του άρθρου 61 ΚΠΔ της εκδικάσεως της εφέσεώς της μέχρις εκδόσεως αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου επί της αναφερομένης αστικής φύσεως διαφοράς, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος. ΑΠ 1995/2004, ΑΠ 355/1996)

Αν υποβληθεί αίτημα κατ’άρθρο 61 θα πρέπει, αν απορριφθεί, να αιτιολογείται η απόρριψη. Από τη νομολογία έχει κριθεί:

Στην προκειμένη περίπτωση, το αίτημα αναβολής των κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον υποβάλλεται προς παρέλκυση της δίκης, δεδομένου και του ότι η πράξη για την οποία κατηγορούνται οι εκκαλούντες – κατηγορούμενοι φέρεται ότι τελέστηκε το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου του έτους 2002 και κινδυνεύει να υποπέσει σε παραγραφή. Κατόπιν τούτων, πρέπει, αφού απορριφθεί ως αβάσιμο το σχετικό αίτημα αναβολής της δίκης που υπέβαλαν οι συνήγοροι που εκπροσωπούν πλήρως τους εκκαλούντες – κατηγορουμένους, να ανακληθεί η 430/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης”. Η αιτιολογία αυτή με την οποία το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το αίτημα της αναβολής της δίκης μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου είναι προσχηματικό και αποσκοπεί στην αναβολή της δίκης προκειμένου να συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της αποδιδόμενης στους κατηγορουμένους αξιόποινης πράξεως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν ήταν αναγκαία και η παράθεση και άλλων επί πλέον πραγματικών περιστατικών. ΑΠ 1902/2010)

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εξεδόθη η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ο εκπροσωπών τότε τον κατηγορούμενο (εκκαλούντα) υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, κατά το άρθρο 61 ΚΠΔ, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί δύο αιτήσεων αναιρέσεως (του κατηγορουμένου) ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ` αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Το δικαστήριο ως άνω απέρριψε το ανωτέρω αίτημα αναβολής με την εξής αιτιολογία: “Το αίτημα αναβολής της δίκης μέχρις εκδόσεως αμετακλήτου αποφάσεως από το ΣτΕ επί ασκηθεισών από 14-3-2000 και 24-3-2001 αιτήσεων αναιρέσεως των υπ` αριθμ. 2481/1999 και 848/2000 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυτές δεν είναι βέβαιο ότι θα γίνουν αμετακλήτως δεκτές, ούτε προέκυψε ποιά από τα επίδικα χρέη αφορούν”. Η αιτιολογία αυτή που διέλαβε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, στην απορριπτική του αιτήματος της αναβολής (παρεμπίπτουσα) απόφαση, είναι η απαιτουμένη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη (αιτιολογία), αφού εκτίθενται σ` αυτή οι λόγοι και οι συλλογισμοί με τους οποίους κατέληξε στην απορριπτική του κρίση. ΑΠ 10/2010

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, αμέσως μετά την εκφώνηση του ονόματος του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος και τη νομιμοποίηση της συνηγόρου υπερασπίσεως, η συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ανέφερε ότι έχουν ασκηθεί τρεις προσφυγές και τρεις εφέσεις, που εκκρεμούν στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, ότι την 10-10-2016 προσδιορίσθηκε η συζήτηση της εφέσεως, ότι ο χρόνος συζήτησης είναι πολύ κοντά, ότι τα διοικητικά δικαστήρια αργούν πολλά χρόνια να προσδιορίσουν την συζήτηση των προσφυγών, ότι έκανε προσφυγή και η εταιρεία ατομικά, πέρα από τον κατηγορούμενο, ότι όσον αφορά την εταιρεία, το διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την πράξη, ότι ο εξωλογιστικός έλεγχος επτά χρόνια μετά είναι αυθαίρετος και ζήτησε την αναβολή της εκδικάσεως της υποθέσεως κατά το άρθρο 61 του Κ.Π.Δ., άλλως για κρείσσονες αποδείξεις και προσκόμισε έγγραφα, τα οποία και αναγνώσθηκαν. Στη συνέχεια, αμέσως μετά την απορριπτική του αιτήματος πρόταση της Εισαγγελέως και της τοποθετήσεως της συνηγόρου υπερασπίσεως του κατηγορουμένου το Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω αίτημα με την εξής αιτιολογία: “Το διά της συνηγόρου υπεράσπισης υποβληθέν αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής εκδίκασης της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 61 του Κ.Π.Δ. άλλως κατ’ άρθρο 352 του Κ.Π.Δ., ενόψει της εκδίκασης ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών της με αριθμ. κατάθ. δικ. …2009 ασκηθείσας εφέσεώς του κατά της εκδοθείσας απορριπτικής της προσφυγής του με αριθμό ….28-8-2001 προσωρινού φύλλου ελέγχου της … υπ’ αριθμ. 6598/2008 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, της οποίας ως άνω έφεσης η συζήτηση έχει οριστεί για τη δικάσιμο της 10-10-2016, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Τούτο δε διότι η άσκηση της ανωτέρω προσφυγής του κατηγορουμένου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό, όπως προαναφέρθηκε, δεν επηρεάζει την προκειμένη ποινική διαδικασία κατά τις διατάξεις του άρθρου 68 παρ. 3 εδ. α του Νόμου 4337/2015. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, το παρόν Δικαστήριο, ενόψει της κείμενης παραγραφής της εκδικαζόμενης υπόθεσης που φέρει χρόνο τέλεσης την 31-5-2009 (ήτοι συμπλήρωση οκταετίας την 31-5-2017), δεν μπορεί να αναβάλει την εκδίκασή της μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω ασκηθείσας εφέσεως του κατηγορουμένου, αφού η συζήτησή της δεν έχει γίνει ακόμη ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δεν αναμένεται να εκδώσει επ’ αυτής απόφαση σε εύθετο χρονικό διάστημα, όπως τούτο επιβάλλει η επικείμενη παραγραφή της παρούσας ποινικής υπόθεσης του κατηγορουμένου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής εκδίκασης της υπόθεσης, πρέπει ν’ απορριφθεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό ΑΠ 283/2017.

Η απόφαση της αναβολής της ποινικής δίκης κατά το 61 ΚΠΔ, ως προπαρασκευαστική απόφαση, υπόκειται σε ανάκληση κατ΄άρθρο 548 ΚΠΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 548 Κ.Ποιν.Δ., το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις τους. Τέτοια απόφαση είναι και η απόφαση περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, η οποία δεν δημιουργεί δεδικασμένο. Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία άποψη δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία στην ανάκληση της προπαρασκευαστικής απόφασης, αρκεί και σιωπηρή ανάκληση. Η νομολογία αυτή έχει παγιωθεί, παρά τη διατύπωση της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 139 ΚΠΔ, η οποία προϋπήρχε ίδια και στον π.ΚΠΔ. (Αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από τον νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε)

Από τη νομολογία έχει κριθεί για το άρθρο 548 ΚΠΔ: Συνεπώς, και αυτή η απόφαση μπορεί να ανακληθεί ελεύθερα κατά τη νέα μετ` αναβολή συζήτηση της υποθέσεως. Η ανάκληση μπορεί να είναι και σιωπηρή, αν το δικαστήριο δεν εμμείνει στην προπαρασκευαστική του απόφαση και χωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις, δεν έχει δε υποχρέωση να αιτιολογήσει γιατί δεν θεωρεί πλέον αναγκαία την περαιτέρω συνέχιση της αναβολής για τον λόγο που αρχικά είχε αναβάλει (ΑΠ. 1356/2016, ΑΠ 826/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο συνήγορος της αναιρεσείουσας υπέβαλε προς το δικαστήριο αίτημα αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης, κατά το άρθρο 352 ΚΠΔ για κρείσσονες αποδείξεις και πιο συγκεκριμένα: “Δυνάμει της υπ` αρ. 276/2018 αποφάσεως του Δικαστηρίου σας, το οποίο δίκασε την εναντίον της κατηγορουμένης κατηγορία σε δεύτερο βαθμό, κατόπιν της υπ` αυτής ασκήσεως σχετικής εφέσεως κατά της υπ` αριθ, 226/2017 καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου, αφ` ενός μεν απαγγέλθηκε η ακυρότητα της πρωτοβαθμίου δίκης κατ` εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 170 παρ. 2, 171 παρ. 1 δ` και αφ` ετέρου στην συνέχεια, το Δικαστήριο σας επιληφθέν της εκδικάσεως της κατηγορίας κατά της κατηγορουμένης, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό (άρθρο 502 παρ. 4 ΚΠΔ), εξέδωσε παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποίαν, κατ` εφαρμογήν των διατάξεων 364 παρ. 1 και 352 παρ. 2 και 3 και 353 ΚΠΔ διέταξε τα εξής: α) Να προσκομισθεί ως πειστήριο ένα ροζ τετράδιο που είχε πρωτοδίκως επικαλεσθεί η πολιτική αγωγή, από το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, προέκυπτε η ενοχή της κατηγορουμένης και β) να κληθούν να προσέλθουν και να εξετασθούν ως μάρτυρες οι ……………….. και ………. Η κλήτευση τους διατάχθηκε να γίνει με επιμέλεια της Εισαγγελίας για την παρούσα δικάσιμο της 28ης-11-2018. Επειδή η προσκομιδή του παραπάνω εγγράφου πειστηρίου, καθώς και η εξέταση των κλητευτέων, κατά την προαναφερόμενη απόφασή Σας, μαρτύρων είναι απολύτως αναγκαία για τη διερεύνηση της υπό κρίσιν υποθέσεως, η κατηγορούμενη ζητά από το Δικαστήριο σας να εμμείνει στην παραπάνω παρεμπίτουσα απόφασή του, να πραγματοποιηθεί και να διαταχθεί η εμφάνιση των παραπάνω μαρτύρων και η προσκομιδή του πειστηρίου και αν τούτο δεν έχει πραγματοποιηθεί, να αναβάλει και πάλι για κρείσσονες αποδείξεις την δίκη. Περαιτέρω επειδή από την έρευνα που ο συνήγορος υπερασπίσεως της κατηγορουμένης διενήργησε δεν προέκυψε η ύπαρξη ως προσώπου του Κ. Μ., ο οποίος έχει κάνει και τη σχετική με την κατηγορούμενη καταγγελία πρέπει να διαταχθεί από το Δικαστήριο σας, με μέριμνα της Εισαγγελικής αρχής, η χορήγηση από τον οικείο Δήμο, ΔΟΥ και ΔΕΗ σχετικού πιστοποιητικού που να αποδεικνύει την ύπαρξη του προσώπου αυτού”. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε το άνω αίτημα κατά πιστή μεταφορά ως εξής: “Το αίτημα περί αναβολής που υπέβαλε προς το Δικαστήριο ο συνήγορος της κατηγορουμένης είναι μεν νόμιμο στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 352 ΚΠΔ, πρέπει όμως να απορριφθεί ως αβάσιμο από ουσιαστική άποψη. Ειδικότερα: Δυνάμει της προγενέστερης υπ` αριθ. 276/20-6-2018 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, αφ` ενός μεν απαγγέλθηκε η ακυρότητα της πρωτοβάθμιας δίκης κατ` άρθρον 502 παρ. 4 ΚΠΔ, κατά τα ειδικότερα στην εν λόγω απόφαση διαλαμβανόμενα, αφ` ετέρου δε διατάχθηκε η αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης, κατ` άρθρο 352 ΚΠΔ, προκειμένου: “Α) Να προσκομισθεί το ροζ τετράδιο, Β) να κληθούν και να προσέλθουν οι ……….. και ……….., επιμέλεια της Εισαγγελίας”. Πλην όμως: α) στην, ως άνω αναβλητική απόφαση δεν προσδιορίζεται στην κατοχή ποίου τελούσε το εν λόγω τετράδιο και επιμέλεια ποίου έπρεπε να προσκομισθεί στην παρούσα δικάσιμο αντίστοιχα, ούτε άλλωστε διαλαμβάνονται άλλα προσδιοριστικά για την ταυτότητα του στοιχεία, ειμή μόνον στο σκεπτικό της ίδιας αναβλητικής απόφασης και συγκεκριμένα στην 15η σελίδα αυτής αναφέρεται ότι πρόκειται για το ροζ τετράδιο “στο οποίο η κατηγορουμένη τηρούσε σημειώσεις”, β) στη σημερινή δικάσιμο η μεν πλευρά της πολιτικής αγωγής ισχυρίσθηκε ότι δεν έχει το ροζ τετράδιο, η δε κατηγορουμένη, όταν ρωτήθηκε σχετικά, ισχυρίσθηκε αναφορικά με το επίμαχο ροζ τετράδιο επί λέξει τα κάτωθι: “Για τα κέρματα να σας πω ότι ήταν 1.200 ευρώ, είχαμε το ροζ τετράδιο για το ταμείο που το πήρα από το ράφι… Σε αυτό γράφαμε που παραδίδω το ταμείο… Το τετράδιο το άφησα στο ταμείο μέσα..”, ήτοι συνομολόγησε ότι είχε λάβει από την πολιτικώς ενάγουσα εταιρεία το πάγιο αυτό χρηματικό ποσό προκειμένου να το χρησιμοποιεί για τις τρέχουσες συναλλαγές του υποκαταστήματος. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, κρίσιμο εν προκειμένω δεν είναι το αν τελέσθηκε από την κατηγορουμένη το αδίκημα της πλαστογραφίας, αλλά τα αποδιδόμενα σε εκείνη εγκλήματα της κλοπής (κατ` εξακολούθηση) και της υπεξαίρεσης, γ) με την προμνησθείσα υπ` αριθμ. 276/20-6-2018 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, ήδη διατάχθηκε μία φορά η αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης για τον ίδιο λόγο, ήτοι για την προσκομιδή του εν λόγω τετραδίου, απορριπτομένου, ως εκ τούτου, του αιτήματος της υπεράσπισης (ως προς το οικείο σκέλος) κατά τη σημερινή δικάσιμο, ήτοι μετά την πάροδο πέντε και πλέον μηνών και ως παρελκυστικώς προβαλλόμενου, δ) με την ίδια ως άνω απόφαση διατάχθηκε η εμφάνιση των αναφερομένων σε αυτήν μαρτύρων, οι οποίοι άπαντες, πλην του καταγγέλοντος (…..), εμφανίσθηκαν και εξετάσθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επιπροσθέτως δε, πέραν τούτων, εξετάσθηκε και έτερος μάρτυρας, ήτοι ο ευρισκόμενος στο ακροατήριο …… (άρθρο 502 παρ. 1 β` ΚΠΔ), ο οποίος, ας επισημανθεί, ότι ερωτήθηκε και εξετάσθηκε, μεταξύ άλλων, και για το επίμαχο τετράδιο, ε) δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τη θεμελίωση της κρίσης του παρόντος Δικαστηρίου το πώς γινόταν οι παραδόσεις των εμπορευμάτων, ως εκ τούτου δεν κρίνεται αναγκαία η κλήση όλων των οδηγών της εταιρίας ώστε να καταθέσουν εάν έκαναν παραδόσεις και πως τις έκαναν, ούτε αν παρέδιδαν χρήματα, και, στ) σε κάθε περίπτωση, αντικείμενο της παρούσας δίκης δεν αποτελεί ούτε το κατά πόσο ο …… είναι υπαρκτό πρόσωπο ή όχι, αλλά, ως εκτέθηκε, η τέλεση ή όχι από την κατηγορουμένη των αποδιδόμενων στο πρόσωπο της αξιοποίνων πράξεων. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, και, αφού επισημανθεί ότι το αίτημα της κατηγορουμένης να διαταχθεί από το παρόν Δικαστήριο, με μέριμνα της εισαγγελικής αρχής, η χορήγηση από τον οικείο Δήμο, ΔΟΥ και ΔΕΗ, σχετικού πιστοποιητικού που να αποδεικνύει την ύπαρξη του προσώπου, που απέστειλε την επιστολή, με την οποία πληροφορούσε τους νομίμους εκπροσώπους της πολιτικώς ενάγουσας ότι η κατηγορουμένη διέπραξε τα ποινικά αδικήματα για τα οποία κατηγορείται, ήτοι του ….., τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, το αίτημα της υπεράσπισης να εμμείνει το Δικαστήριο στην προγενέστερη παρεμπίπτουσα απόφασή του περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο στην ουσία του, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει διαμορφώσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί των αποδεικτικών πραγματικών περιστατικών (βλ. ενδ. ΑΠ 404/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 831/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, λαμβανομένου υπ` όψιν του ότι, όπως αμέσως ανωτέρω εκτίθεται, το παρόν Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση και ως εκ τούτου δεν χρειάζονται νέες αποδείξεις, σε συνδυασμό και με το ότι, αφ` ενός μεν η κατηγορουμένη δεν αμφισβητεί ότι πήρε τα προϊόντα, (γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων και από τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης της ίδιας της κατηγορουμένης), αφ` ετέρου δε η υπεράσπιση είχε όλον τον αναγκαίο χρόνο στη διάθεσή της ώστε να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για να λάβει αντίγραφα του βιντεοσκοπημένου υλικού από τις κάμερες ασφαλείας του καταστήματος, εφόσον ισχυρίζεται πως αυτό υπήρχε, και να το προσκομίσει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το αίτημα του Εισαγγελέως, όπως αναβληθεί η εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης ούτως ώστε να αποδειχθεί αν υπήρχε ή όχι καταγραφικό μηχάνημα στο συγκεκριμένο (υπο)κατάστημα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμο”. Η εν λόγω παρεμπίπτουσα απόφαση περιέχει ειδική εμπεριστατωμένη και προσήκουσα αιτιολογία ως προς την απόρριψη των υποβληθέντων περί αναβολής αιτημάτων τόσο εκ μέρους του Εισαγγελέα, όσον και εκ μέρους του συνηγόρου της κατηγορουμένης επικαλούμενη για το ότι το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση περί των αποδεικτέων θεμάτων, την ομολογία της κατηγορουμένης περί της χρήσεως εκ μέρους της τετραδίου, στο οποίο γινόταν καταχωρίσεις περί της ημερησίας καταστάσεως του παγίου χρηματικού ποσού, το οποίο είχε λάβει από την πολιτικώς ενάγουσα προς εξυπηρέτηση των τρεχουσών συναλλαγών του καταστήματος τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι εξετάστηκαν κατόπιν της ανωτέρω αναβλητικής αποφάσεως, την κατάθεση του μάρτυρα ο οποίος εξετάσθηκε επιπροσθέτως τούτων ως ευρισκόμενος στο ακροατήριο, και την μη αμφισβήτηση της κατηγορούμενης ότι “πήρε τα προϊόντα” γεγονός, το οποίο επιβεβαίωσαν και οι μάρτυρες υπερασπίσεως. Παράλληλα, με την ως άνω παρεμπίπτουσα απόφασή του το δικαστήριο με την προσήκουσα αιτιολογία απέρριψε και το αίτημα του εισαγγελέα της έδρας να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης για κρείσσονες αποδείξεις προκειμένου να αποδειχθεί αν υπήρχε ή όχι καταγραφικό μηχάνημα στο κατάστημα. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας, μετά την αιτιολογημένη απόρριψη των ανωτέρω αιτημάτων, ορθώς και χωρίς να υποπέσει στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, προχώρησε στην έρευνα της υπόθεσης, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις, δεν ήταν δε αναγκαίο να αιτιολογήσει τη σιωπηρή ανάκληση της επικαλούμενης από αυτήν προηγούμενης αναβλητικής του (προπαρασκευαστικής) αποφάσεως, ανεξαρτήτως του ότι, με την κατά τα άνω απορριπτική του υποβληθέντος αιτήματος αναβολής αιτιολογημένη κρίση του, επαρκώς αιτιολογείται γιατί δεν θεώρησε απαραίτητο να εμμείνει στην ανωτέρω προπαρασκευαστική του απόφαση, ενώ δεν παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα αυτής. (ΑΠ 21/2020)

Σύμφωνα με το άρθρο 548 του Κ.Π.Δ. το Δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις του. Τέτοια απόφαση είναι και η απόφαση περί αναβολής της δίκης, κατά το άρθρο 59 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., η οποία δεν δημιουργεί δεδικασμένο ή, η αναβλητική απόφαση περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή, η αναβλητική απόφαση του άρθρου 352 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. για νέες αποδείξεις. Συνεπώς, και αυτή η τελευταία απόφαση μπορεί να ανακληθεί κατά τη νέα μετ` αναβολή συζήτηση της υποθέσεως. Η ανάκληση μπορεί να είναι και σιωπηρή, αν το δικαστήριο δεν εμμείνει στην προπαρασκευαστική του απόφαση και χωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις, δεν έχει δε υποχρέωση να αιτιολογήσει, γιατί δεν θεωρεί πλέον αναγκαία την περαιτέρω συνέχιση της αναβολής για τον λόγο που αρχικά είχε αναβάλει. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 8 του Νόμου 1882/1990 “Μάρτυρας παρίσταται ο κατά την ημερομηνία της δικασίμου προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή τελωνείου ή υπάλληλος που υπηρετεί στην ίδια ή αντίστοιχη υπηρεσία. Η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο δεν είναι υποχρεωτική, εφόσον έχει λάβει χώρα έγγραφη ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα ή του δικαστηρίου εκ μέρους της Δ.Ο.Υ. σχετικά με τη διαδικαστική εξέλιξη της οφειλής, τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο”. Η εν λόγω διάταξη όμως αφορά την υποχρέωση του μάρτυρα όσον αφορά την εμφάνιση και κατάθεσή του στο Δικαστήριο και ουδεμία δέσμευση γεννά στο Δικαστήριο. Κατ` ακολουθία τούτων ο δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. (ΑΠ 415/2020, ΑΠ 33/2015) Από τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι, όταν διατάχθηκε η αναβολή (ή η διακοπή) της δίκης για κρείσσονες (ισχυρότερες) αποδείξεις, στο δικαστήριο της ουσίας ανήκει η κρίση περί του αν μπορεί αυτό να μορφώσει ασφαλή δικανική πεποίθηση για τη δικαζόμενη υπόθεση με τους μάρτυρες που εμφανίσθηκαν. Ενόψει τούτων, το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο επιλαμβάνεται της υποθέσεως μετά από απόφαση, με την οποία διατάχθηκαν κρείσσονες αποδείξεις, κατά το άρθρο 355 του Κ.Ποιν.Δ., μπορεί και αν δεν κλητευθούν ή δεν εμφανισθούν οι μάρτυρες των οποίων είχε διατάξει την προσέλευση, να προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως και να ανακαλέσει έτσι εμμέσως την προεκδοθείσα απόφασή του, σύμφωνα με το άρθρο 548 του Κ.Ποιν.Δ, χωρίς να απαιτείται ειδική αιτιολογία, (ΑΠ 743/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως πλήττεται, η αναιρεσιβαλλομένη, για απόλυτη ακυρότητα και έλλειψη ακροάσεως (αρθρ.510 παρ.1 Α` και Β` Κ.Ποιν.Δ.), καθότι ως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων το δικαστήριο της ουσίας με παρεμπίπτουσα απόφασή του διέκοψε την εκδίκαση της υπόθεσης και διέταξε τη βιαία προσαγωγή των μαρτύρων κατηγορίας ………….. και ……, όμως στη μετά τη διακοπή συνεδρίαση και ενώ από τους παραπάνω μάρτυρες εμφανίστηκε μόνο ο ………., το Δικαστήριο, χωρίς προηγουμένως να ανακαλέσει την προηγηθείσα για το θέμα αυτό παρεμπίπτουσα απόφασή του, προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης, στερώντας του (αναιρεσείοντα) το δικαίωμα να υποβάλλει ερωτήσεις στους παραπάνω, μη εμφανισθέντες μάρτυρες, για τη διακρίβωση της αλήθειας. Από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το Δικαστήριο στη δικάσιμο της 21.2.2018, κατόπιν αιτήματος των συνηγόρων του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντα, αλλά και του συνηγόρου της συγκατηγορουμένης του, διέκοψε την εκδίκαση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 14.3.2018 και διέταξε τη βιαία προσαγωγή των νομίμως κλητευθέντων και μη εμφανισθέντων μαρτύρων κατηγορίας ……….. και ………… Κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο εμφανίσθηκε μόνο ο ένας από τους παραπάνω μάρτυρες, αστυνομικός ……. και το Δικαστήριο προχώρησε στην κατ` ουσία έρευνα της υποθέσεως, ανακαλώντας έτσι εμμέσως την προεκδοθείσα απόφασή του, σύμφωνα με το άρθρο 548 του Κ.Ποιν.Δ. Από το ότι δεν αναβλήθηκε ή δεν διακόπηκε και πάλι, στην προκείμενη περίπτωση, η δίκη για να προσέλθουν οι λοιποί μάρτυρες κατηγορίας, η κλήτευση και εμφάνιση των οποίων είχε διαταχθεί με προηγούμενη παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου αλλά αντ` αυτού το Δικαστήριο προχώρησε στην κατ` ουσία έρευνα της υπόθεσης, δεν επήλθε καμιά ακυρότητα. Η δε αντίθετη με τα παραπάνω αιτίαση του αναιρεσείοντος, ο οποίος δεν επικαλείται ότι, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, υπέβαλε αίτημα νέας αναβολής για ισχυρότερες αποδείξεις προς εξέταση των μαρτύρων που δεν εμφανίσθηκαν, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, σύμφωνα και με όσα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρθηκαν. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του Κ.Ποιν.Δ. σχετικός, δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας αλλά και της έλλειψης ακροάσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. (ΑΠ 766/2019, ΑΠ 978/2019). Κατά το άρθρο 548 του ΚΠΔ, το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις του. Τέτοια είναι και η απόφαση με την οποία είχε διαταχθεί η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου. Συνεπώς και η απόφαση αυτή, είναι ελευθέρως ανακλητή, μπορεί δε να είναι και σιωπηρή με την έννοια ότι η υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση και το δικαστήριο ερευνά την υπόθεση χωρίς να εμμείνει στην περί αναβολής απόφασή του, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις, χωρίς τις νέες που διέταξε όπως αυτοπρόσωπη εμφάνιση των κατηγορουμένων προκειμένου να κληθούν οι παθούσες για να αναγνωρίσουν ή όχι στο πρόσωπο τους τους δράστες των σε βάρος τους αξιοποίνων πράξεων. Παρέπεται δε εντεύθεν, ότι μετά την επανεισαγωγή της υποθέσεως και την κλήτευση του κατηγορουμένου να παραστεί στη μετά τη διακοπή δικάσιμο, τυχόν πρόταση του εισαγγελέα της έδρας είναι περιττή, το δε δικαστήριο δεν υποχρεούται να εκδώσει απόφαση σχετικώς και μάλιστα αιτιολογημένη, πολύ δε περισσότερο να δώσει τον λόγο στον κατηγορούμενο να λάβει θέση, εκτός εάν αυτός επανυποβάλλει το αίτημα διακοπής ή αναβολής [ΑΠ 1669/2011]. Συνεπώς, ο συναφής δέκατος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο διότι δεν δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο του πριν το δικαστήριο προχωρήσει στην ανάκληση της αποφάσεως αυτής και έλλειψη αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας ανακλητικής απόφασης και κατά το σκέλος αυτό, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. (ΑΠ 1662/2019)

Σχετικά με το ζήτημα της αναστολής ή μη της παραγραφής. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 113 ν.ΠΚ «Αναστολή της παραγραφής 1. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη καθώς και για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. 2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε έτη για τα κακουργήματα και τρία έτη για τα πλημμελήματα. Ο χρονικός περιορισμός της αναστολής δεν ισχύει όταν η αναβολή ή αναστολή της ποινικής δίωξης, ή η αναβολή της δίκης, λαμβάνει χώρα κατ’ εφαρμογή των άρθρων 29, 59 και 61 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» Στον νΠΚ προστέθηκε στις διατάξεις που αναστέλλουν την παραγραφή, χωρίς χρονικό περιορισμό, και το άρθρο 61 που δεν υπήρχε στον πΠΚ. Υπό την ισχύ του πΠΚ η αναβολή της δίκης με το άρθρο 61 δεν είχε σαν συνέπεια την αναστολή παραγραφής, με την αιτιολογία ότι πρόκειται για δυνητική αναβολή και δεν προβλεπόταν ρητά η, χωρίς περιορισμό, αναστολή της παραγραφής. (ΑΠ 1902/2010, ΑΠ 263/2011,ΑΠ 1879/2016, ΑΠ 283/2017).

Από πλευράς διαχρονικού δικαίου η παρ. 2 εδ. β του άρθρου 113 νΠΚ, που προσθέτει και τo άρθρο 61 ΚΠΔ σε εκείνες τις διατάξεις που υποχρεωτικά αναστέλλουν την παραγραφή σε εκκρεμή ποινική δίκη, έχει εφαρμογή για τις υποθέσεις που έχουν τελεστεί από 1-7-2019 και εφεξής. (βλ. την ΑΠ 523/2020 για την εφαρμογή του άρθρου 59 παρ. 2 ΚΠΔ: «Η διάταξη του άρθρου 59 παρ. 2 (που παρέμεινε σε ισχύ και με τον νέο ΚΠΔ), είναι διφυούς χαρακτήρα, ήτοι δικονομικού, αλλά και ουσιαστικού ποινικού δικαίου και επομένως αναφέρεται σε πράξεις που έχουν τελεσθεί μετά την 17.6.2005 και δεν μπορεί να έχει δυσμενή αναδρομικότητα σε βάρος του κατηγορουμένου» βλ και ΑΠ 51/2015)

Κατ’ αναλογία, όσες ποινικές δίκες έχουν ανασταλεί κατ άρθρο 61 ΚΠΔ και αφορούν υποθέσεις που έχουν χρόνο τέλεσης της φερόμενης αξιόποινης πράξης πριν την 1-7-2019, δεν αναστέλλεται η ποινική παραγραφή κατ’αρθρο 61 ΚΠΔ, διότι επέρχεται χειροτέρευση της θέσης του κατηγορούμενου με την επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής (ως ίσχυσε πριν την 1-7-2019) της αξιόποινης πράξης, ανάλογη με τον χρόνο της αναστολής μέχρι την έκδοση της απόφασης πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου. Επομένως για πράξη που έχει τελεστεί προ της 1-7-2019, η εφαρμογή του άρθρου 61, ως υποχρεωτικός λόγος αναστολής της παραγραφής, δεν μπορεί να έχει δυσμενή αναδρομικότητα σε βάρος του κατηγορουμένου.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -