fbpx
Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, 2024

Η κατάθεση συγκατηγορούμενου δεν αρκεί από μόνη της για καταδίκη του κατηγορούμενου (211 ΚΠΔ)

Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την υπ’ αριθμ. ΑΠ 9/2023 ερμηνεύεται η διάταξη του άρθρου 211 ΚΠΔ για την απαγόρευση της καταδίκης κατηγορούμενου με αποδεικτικό μέσο αποκλειστικά και μόνο την κατάθεση, απολογία κλπ. συγκατηγορουμένου του.

Ερμηνεία του άρθρου 211 ΚΠΔ: Σύμφωνα με το άρθρο 211 του Ν Κ.Ποιν.Δ., που έχει ανάλογο περιεχόμενο με το άρθρο 211 Α του προϊσχύσαντος ΚΠΔ, “Μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η παροχή εξηγήσεων ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου” Με βάση την διάταξη αυτή απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση για την καταδίκη του κατηγορουμένου μόνης της μαρτυρικής κατάθεσης ή της απολογίας συγκατηγορουμένου του, καθώς και της μαρτυρικής κατάθεσης άλλου προσώπου που έχει ως μοναδική πηγή της πληροφόρησης του τον συγκατηγορούμενο.

Έννοια συγκατηγορούμενου. Ως συγκατηγορούμενος για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως πρέπει να θεωρηθεί όχι μόνον ο με την έννοια των άρθρων 45 έως 49 του Ποινικού Κώδικα συναυτουργός, ηθικός αυτουργός, συνεργός, αλλά και κάθε άλλος, του οποίου η αξιόποινη πράξη στηρίζεται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, όπως η κατάθεση ή απολογία του κατηγορουμένου, οπότε ανεξάρτητα από το αν χωρίσθηκε η δίκη γι’ αυτούς λόγω διαφορετικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων, που είναι αρμόδια για να δικάσουν τις κατηγορίες εκάστου, δεν παύει η ιδιότητά τους ως συγκατηγορουμένων (ΑΠ300/2014). Δεν παραβιάζεται, όμως, η ανωτέρω διάταξη και δεν ιδρύεται ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή στις παρασχεθείσες εξηγήσεις ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου του, αλλά συνδυαστικά τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή στις εξηγήσεις ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου του, όσο και στις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, καθώς και στα αναγνωσθέντα έγγραφα.

Επομένως, από την ίδια πιο πάνω διάταξη του άρθρου 211 ΚΠΔ συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται απολύτως η αξιοποίηση και του αποδεικτικού μέσου της μαρτυρικής κατάθεσης ή της απολογίας συγκατηγορουμένου, ωστόσο, όμως, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό αποδεικτικό έρεισμα μιας καταδίκης. Υποδεικνύεται, δηλαδή, στο δικαστή να μη θεμελιώνει την κρίση του για καταδίκη του κατηγορουμένου μόνο στην ύπαρξη μαρτυρικής κατάθεσης ή εξηγήσεων ή απολογίας του συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, που θεωρείται διαβλητή και αμφίβολης ειλικρίνειας, έτσι ώστε, όταν η καταδικαστική απόφαση στηρίζεται αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή σε εξηγήσεις ή σε απολογία συγκατηγορουμένου να ελέγχεται αναιρετικά, επί πλέον και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 726/2021,ΑΠ 533/2020).

Αιτιολογία ηθικής αυτουργίας: Στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. (ΑΠ 465/2010)

Κρίση του ΑΠ αναφορικά με τα ως άνω ζητήματα: Όπως από τις παραδοχές της προσβαλλομένης προκύπτει, το Δικαστήριο της ουσίας οδηγήθηκε σε καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση στηριζόμενο αποκλειστικά στην αποδεικτική αξιοποίηση της με αριθμό 527/28.11.2016 αμετάκλητης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας με την οποία καταδικάστηκαν για το ίδιο βιοτικό συμβάν οι Χ. Γ., Χ. Π., A. M. και Γ. Π.. Οι περιεχόμενες στα πρακτικά του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεις των ως άνω (υπό την αναφερομένη στη μείζονα σκέψη έννοια) συγκατηγορουμένων του αναιρεσείοντος, με παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας εξαιρέθηκαν από την ανάγνωση των πρακτικών της εκληθείσας απόφασης και, όπως ρητά διαλαμβάνεται στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλομένης, δεν ελήφθησαν υπόψη για την επί της ενοχής του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος κρίση.

Περαιτέρω από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση της κατάθεσης του παθόντος Σ. Τ., που περιέχεται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Δικαστήριο παρά την περί του αντιθέτου στο προοίμιο του σκεπτικού του διαβεβαίωση, κατέληξε στην επί της ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση χωρίς να λάβει υπόψη του την κατάθεση του παθόντος, Σ. Τ.. Ειδικότερα ο παθών στην κατάθεσή του αναφερόμενος στις περιστάσεις και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε η σε βάρος του σωματική βλάβη, περιγράφει την βίαιη εισβολή των δραστών φυσικών αυτουργών μεταξύ των οποίων και ο, εκ των καταδικασθέντων με την ως άνω με αριθμό 527/2016 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης, A. M., εντός της οικίας του, στην οποία εκείνη τη στιγμή, εκτός από τον ίδιο, βρισκόταν η μητέρα και η σύζυγός του. Κατέθεσε ότι επρόκειτο για ληστεία, διότι οι δράστες, οι οποίοι είχαν καλυμμένα πρόσωπα, αναζητούσαν σε όλα τα δωμάτια της οικίας χρήματα και ότι του προκάλεσαν σωματικές βλάβες κτυπώντας τον με γροθιές στο πρόσωπο, ενώπιον της συζύγου και της μητέρας του. Αναφέρει ακόμη ότι ο δράστης της επίθεσης σε βάρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ήταν ο αδελφός του Γ. Τ.. και όχι ο ίδιος. Παρά την αναφορά όμως των περιστατικών αυτών στην κατάθεση του παθόντος, από τις παραδοχές της προσβαλλομένης προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας για να καταλήξει στην επί της ενοχής του κατηγορουμένου κρίση δεν συνεκτίμησε το περιεχόμενο της κατάθεσης αυτής με τις άλλες αποδείξεις καθώς αναφέρεται στη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης αποδιδομένης σ’ αυτόν ηθικής αυτουργίας, χωρίς να έχει αποσαφηνίσει τα αναγκαία για την στοιχειοθέτησή της περιστατικά. Δεν παραθέτει με αλληλουχία και λογική σκέψεις και συλλογισμούς που να αναιρούν τον σκοπό των δραστών για την τέλεση της ανεπιτυχούς σε βάρος του Σ. Τ. ληστείας, το πρόσωπο που αφορούσε η εντολή του κατηγορουμένου -αναιρεσείοντος για ξυλοδαρμό που δόθηκε στον Χ. Γ. και δεν διευκρινίζεται ο λόγος που η επικίνδυνη σωματική βλάβη τελέστηκε σε βάρος του Σ. Τ. και όχι σε βάρος του Γ. Τ.., ο οποίος ήταν ο δράστης της επίθεσης σε βάρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος. Η αόριστη αναφορά στις παραδοχές ότι ο κατηγορούμενος έδωσε εντολή στον Χ. Γ. για τον ξυλοδαρμό και των δυο αδελφών δεν επαρκεί για τη στοιχειοθέτηση της ενοχής του για την ηθική αυτουργία που τελέστηκε σε βάρος του Σ. Τ..

Περαιτέρω το Δικαστήριο για την κατάφαση της ενοχής του κατηγορουμένου αξιοποίησε αποδεικτικά την απολογία του αμετακλήτως καταδικασθέντος με την ως άνω 527/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Λαρίσης Χ. Γ., συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντος για το ίδιο βιοτικό συμβάν και την κατάθεση του Δ. Σ., τα οποία περιέχονται στα πρακτικά της ως άνω εφετειακής απόφασης, τα οποία αναγνώστηκαν στην ένδικη δίκη.

Από τις παραδοχές όμως της προσβαλλομένης προκύπτει, ότι η ενοχοποίηση του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου ως ηθικού αυτουργού της σε βάρος του Σ. Τ. τελεσθείσας επικίνδυνης σωματικής βλάβης, στηρίζεται αποκλειστικά σε όσα αναφέρονται στην ως άνω απολογία του Χ. Γ. και στην κατάθεση του Δ. Σ., μόνη πηγή πληροφόρησης του οποίου, για όσα αναφέρονται σχετικά με την ηθική αυτουργία του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, είναι, όπως διαλαμβάνεται στις αιτιολογίες της, ο ίδιος ως άνω αμετακλήτως καταδικασθείς Χ. Γ. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται και στην αντίστοιχη νομική σκέψη που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η αποδεικτική αξιοποίηση των ως άνω αποδεικτικών μέσων, τα οποία οδήγησαν στην καταδίκη του αναιρεσείοντος από το Δικαστήριο, προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 211 του Ν ΚΠΔ, καθώς τα αναφερόμενα σ’ αυτά περιστατικά, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, δεν υποστηρίζονται συνδυαστικά από άλλο αποδεικτικό μέσο.

Συνεπώς η προσβαλλομένη, η οποία δεν έλαβε υπόψη την αναφερόμενη στο προοίμιο του σκεπτικού της κατάθεση του παθόντος και περαιτέρω οδηγήθηκε σε καταδικαστική κρίση με τη χρήση ανεπίτρεπτων κατά ως άνω αποδεικτικών μέσων υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας, κατά τα όσα βασίμως επικαλείται ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αίτησής του. Μετά απ’ αυτά και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα του δεύτερου λόγου αναίρεσης, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -