Με την ΑΠ 657/2023 οριοθετείται με τρόπο σαφή και εμπεριστατωμένο η παράσταση του υποστηρίζοντος για υποστήριξη της κατηγορίας σε σχέση με την αστική του απαίτηση και το ζήτημα παραγραφής της. Πως προβάλλεται η ένσταση στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό, πότε επέρχεται παραγραφή, ποιες διατάξεις εξετάζει το ποινικό δικαστήριο και πότε αναστέλλεται η παραγραφή.
Σχετικές διατάξεις: Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του υποστηρίζοντος την κατηγορία οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του Κ.Π.Δ. και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 67 του Κ.Π.Δ.
Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, εφόσον οι πλημμέλειες αυτές αφορούν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη.
Παραγραφή απαίτησης; Τέτοια πλημμέλεια είναι και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση κατά την οποία η αστική αξίωσης του υποστηρίζοντος την κατηγορία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε την ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου τούτου απόσβεση της σχετικής αξιώσεως λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο κατόπιν προβολής της σχετικής ενστάσεως και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό.
Τούτο δε διότι το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά το κεφάλαιο όμως της αποφάσεως με το οποίο επιλαμβάνεται της παραστάσεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενεργείας, αλλά ενεργεί κατ’ ένσταση του υπόχρεου.
Προβολή ένστασης παραγραφής: Εφόσον όμως η ένσταση παραγραφής διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ’ αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα αυτού να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο προς υποστήριξη της κατηγορίας.
Η ένσταση αυτή, εφόσον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει υποκύψει σε παραγραφή η αξίωση του υποστηρίζοντος την κατηγορία, πρέπει να προβάλλεται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και αν απορριφθεί να επαναφερθεί στο Εφετείο με ειδικό λόγο εφέσεως. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 502 παρ. 2 του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνον των μερών της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι έφεσης (ΑΠ 538/2021, 288/2020, 753/2010).
Αστική απαίτηση από ποινικά κολάσιμη πράξη. Εξάλλου, στο άρθρο 937 του ΑΚ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση…., εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της, καλύπτουσας την αδικοπραξία, κολάσιμης πράξης, είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή σε άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκειά της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή άλλου ειδικού ποινικού νόμου και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του ΠΚ αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ.
Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 2 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (ΟλΑΠ 21/2003).
Περαιτέρω με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α’ 74/20-3-2013), ορίζονται τα εξής: “Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης”. Στην παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι: “Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης”. Τέλος στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Με τη νέα διατύπωση της παρ. 1 θεσπίζονται ταυτόχρονα η διακοπή της παραγραφής (εδάφιο 1) και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής εν επιδικία (εδάφιο 2), αφού ο χρόνος παραγραφής που διακόπτεται (“μηδενίζεται”) με την άσκηση της αγωγής, “παγώνει” και δεν μετρά καθόλου μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής ή να περατωθεί με άλλον τρόπο η δίκη (ΑΠ 1101/2017, 1257/2016).
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 255 ΑΚ, η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωση του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής”, τέλος δε, κατά τη διάταξη του άρθρου 257 ΑΚ, “Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής. Όταν πάψει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμιά όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες”.
Ένδικη υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, των πρακτικών της πρωτοδίκου υπ’ αρ. 129/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Κυπαρισσίας και των υπ’ αρ. 11 και 12/2021 εφέσεων των κατηγορουμένων κατ’ αυτής, προκύπτει ότι κατά τη πρωτοβάθμια δίκη οι κατηγορούμενοι προέβαλαν αντιρρήσεις κατά της παραστάσεως των υποστηριζόντων την κατηγορία Π. και Ν. Κ., ισχυριζόμενοι ότι η αξίωσή τους για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα, έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά σε δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 129/2021 απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμη την ανωτέρω ένσταση των κατηγορουμένων και κήρυξε αυτούς ενόχους για το αδίκημα του εμπρησμού εξ αμελείας δασικής και μη έκτασης.
Κατά της αποφάσεως αυτής οι αναιρεσείοντες άσκησαν τις προαναφερόμενες εφέσεις, στις οποίες, όμως δεν περιέλαβαν ως ειδικό λόγο των εσφαλμένη απόρριψη της ως άνω ενστάσεως τους και επομένως, το σχετικό, αφορών την παράσταση των υποστηριζόντων την κατηγορία, κεφάλαιο της πρωτοδίκου αποφάσεως δεν μεταβιβάστηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο ως εκ τούτου δεν είχε εξουσία να κρίνει επί του ζητήματος αυτού.
Παρά ταύτα, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την επαναφερθείσα προφορικώς ενώπιον του ένσταση των κατηγορουμένων περί αποβολής των υποστηριζόντων την κατηγορία (λόγω παραγραφής της εκ του άρθρου 932 ΑΚ αξιώσεως της), διαλαμβάνοντας την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση οι συνήγοροι των κατηγορουμένων προέβαλαν αντιρρήσεις για την παράσταση των πολιτικώς εναγόντων Π. Κ. και Ν. Κ. προς υποστήριξη της κατηγορίας, όπως και πρωτοδίκως, ισχυριζόμενοι ότι η σχετική αστική τους αξίωση έχει παραγραφεί διότι από τη γνώση της ζημίας και των υπόχρεων προς αποζημίωση μέχρι την άσκηση της αξιώσεώς τους για πρώτη φορά στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου στον πρώτο βαθμό, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς να συντρέξει λόγος διακοπής ή αναστολής της παραγραφής. Ο ανωτέρω ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί αποβολής της πολιτικής αγωγής λόγω πενταετούς παραγραφής του σχετικού δικαιώματος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον εντός της πενταετίας από την φερομένη τέλεση της αποδιδόμενης στους κατηγορουμένους αξιόποινης πράξης ασκήθηκε ενώπιον του Μον/λους Διοικητικού Πρωτοδικείου Καλαμάτας η υπ’ αριθμ. καταθ. ΑΓ191/31-12-2020 αγωγή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των δηλούντων παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά του δήμου Τριφυλίας (βλ. την υπ’ αριθμ. 1324Β/31-12-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας των Εφετείων Ναυπλίου – Καλαμάτας Π. Κ.). Ειδικότερα την 31 η-12-2020 διεκόπη η πενταετής παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ εδ. α ΑΚ, η οποία είχε χρόνο αφετηρίας την 13η-6-2015, όταν οι ανωτέρω πολιτικοί ενάγοντες έλαβαν γνώση της ζημίας σε βάρος τους και τον υπόχρεο προς αποζημίωση και θα συμπληρωνόταν την 13η-6-2020, αν δεν μεσολαβούσε η αναστολή της παραγραφής το τελευταίο εξάμηνο της συμπλήρωσής της, ήτοι την 13η-3-2020 μέχρι την 31η-5-2020 δυνάμει της υπ’ αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 17734 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ Β’ 833/12-03-2020) και μεταγενέστερων αντίστοιχων ΚΥΑ, που παρέτειναν την αναστολή, ενώ στη συνέχεια και πριν τη συμπλήρωση του εξαμήνου του άρθρου 257 εδ. β ΑΚ, η προθεσμία παραγραφής ανεστάλη εκ νέου από την 6η-11-2020, δυνάμει της Δ1α/ΓΠ.οικ71342/6-11-2020 Κ.Υ.Α, (ΦΕΚ Β’ 4.899/6-11 -2020) και μεταγενέστερων αυτής ΚΥΑ, που την παρέτειναν μετά και την 31 η-12-2020. Συνεπώς εφόσον η ως άνω αγωγή των πολιτικών εναγόντων ασκήθηκε εντός της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 937 εδ. α ΑΚ, η παραγραφή διεκόπη κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, με αποτέλεσμα η δηλωθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δήλωση παράστασης προς υποστήριξη κατηγορίας να μην έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη παραγραφή”.
Κρίση του Αρείου Πάγου. Οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο πρόσθετο λόγο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο υποστηρίζοντας ότι έσφαλε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τις αντιρρήσεις τους κατά της παράστασης των υποστηριζόντων την κατηγορία, διότι οι τελευταίοι δεν νομιμοποιούντο ενεργητικά προς τούτο λόγω παραγραφής της σχετικής αστικής αξίωσής τους και ως εκ τούτου παρέστησαν παρά το νόμο κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του.
Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, πρωτίστως διότι, εφόσον το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει την εξαιτίας παραγραφής, έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης των υποστηριζόντων την κατηγορία, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας προκλήθηκε από την επαναληφθείσα ενώπιόν του δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας και τη συμμετοχή στη ακροαματική διαδικασία των υποστηριζόντων την κατηγορία, μη θεμελιουμένου ως εκ τούτου του σχετικού, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, αναιρετικού λόγου.
Σε κάθε, όμως, περίπτωση, με αυτά που δέχθηκε, σχετικά με την παράσταση των υποστηριζόντων την κατηγορία, το Δικαστήριο της ουσίας ορθά εφάρμοσε τις αναφερθείσες στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, διατάξεις ως προς την μη παραγραφή της αστικής αξιώσεως αυτών και την, ως εκ τούτου, ύπαρξη στο πρόσωπό τους ενεργητικής νομιμοποίησης προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά των κατηγορουμένων.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ