Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΚΠΔ:
Α. Τακτική προανάκριση.
Με την εισαγωγή της υποχρεωτικής προκαταρκτικής εξέτασης με τον Ν 3160/2003 είναι αληθές ότι η σημασία της τακτικής προανάκρισης ακολούθησε μια φθίνουσα πορεία που είχε ως συνέπεια την υποβάθμιση της ανακριτικής αυτής διαδικασίας και τη συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής της. Καθώς, όπως είχε ορισθεί στο άρθρο 244 ΚΠΔ, ύστερα από τη συμπλήρωσή του με τον Ν 3346/2005, η προανάκριση «δεν είναι επίσης αναγκαία και για τα άλλα πλημμελήματα, αν έγινε προκαταρκτική εξέταση», προανάκριση διατασσόταν πλέον στη δικαστηριακή πρακτική σε ελάχιστες περιπτώσεις. Την εξέλιξη αυτή αποτύπωσε η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, ορίζοντας στο άρθρο 245 παρ. 1 εδ. β΄ ΣχΚΠΔ ότι «παραγγελία για προανάκριση δίνεται μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 322 παρ. 2 εδάφιο γ΄ και 323 εδάφιο γ΄», δηλαδή στις περιπτώσεις προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης, στις οποίες ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να απορρίψει την προσφυγή ή να την κάνει δεκτή, διατάσσοντας προηγουμένως προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού με τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων. Κατά τα λοιπά, τα αναφερόμενα σε σχέση με τη συνοπτικότητα της προανάκρισης και τη μη περάτωσή της πριν ληφθεί η απολογία του κατηγορουμένου, παραμένουν αναλλοίωτα. Ωστόσο, καθώς κρίθηκε ότι οι αφορώσες το προηγούμενο νομικό καθεστώς διατάξεις για τη διάρκεια, την αναγκαιότητα και τον τρόπο περάτωσης της τακτικής προανάκρισης δεν είχαν πλέον λόγο ύπαρξης, η Επιτροπή προέβη στην κατάργησή τους.
Β. Αυτεπάγγελτη προανάκριση.
Διορθωτικές διατυπώσεις έλαβαν χώρα και σε σχέση με την αυτεπάγγελτη προανάκριση στην παρ. 2 του άρθρου 245 ΣχΚΠΔ. Για λόγους ορθής εφαρμογής αφενός μεν εξαρτήθηκε η διενέργειά της από την ύπαρξη ενδείξεων ενοχής και αφετέρου εξειδικεύτηκαν οι περιπτώσεις επιτρεπτής διενέργειάς της, όπως προκύπτει από τη νέα διατύπωση «αν υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε αδίκημα και από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος απώλειας των αποδεικτικών στοιχείων ή υπάρχει δυσχέρεια πραγματοποίησης συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή κτήσης αποδεικτικού στοιχείου στο μέλλον ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, οι κατά το άρθρο 31 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις … έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα». Τέλος, στο άρθρο 245 ΣχΚΠΔ παρέμεινε ως παρ. 3 η ρύθμιση για τις περιπτώσεις αρχειοθέτησης με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα δικογραφίας, όταν από την αυτεπάγγελτη προανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος ή «αν ο δράστης παραμένει άγνωστος μετά από προκαταρκτική εξέταση». Μάλιστα, για λόγους εξασφάλισης της νομιμότητας και εν ταυτώ για πρακτικούς λόγους προβλέπεται στο εδ. γ΄ ότι «στην περίπτωση αυτήν η κατά το άρθρο 43 ποινική δίωξη θεωρείται ότι ασκήθηκε με την έκδοση της πιο πάνω πράξης του εισαγγελέα, η οποία πρέπει να περιέχει και τον χαρακτηρισμό του αδικήματος και τον χρόνο τέλεσής του», έτσι ώστε αν στη συνέχεια προκύψουν νεότερα στοιχεία να μπορεί η δικογραφία να ανασύρεται από το αρχείο και να συνεχίζεται η ποινική διαδικασία.
Πότε διενεργείται. Παραγγελία για προανάκριση δίνεται μόνο στις περιπτώσεις του άρθρου 245 παρ. 3 εδαφ. δ και των άρθρων 322 παρ. 3 εδάφιο α περιπ.γ΄ και 323 εδάφιο γ περιπ. γ (245 παρ.1)
Εντολή για προανάκριση. Η προανάκριση αρχίζει με την έγγραφη παραγγελία του εισαγγελέα. Κατ’ εξαίρεση αρχίζει και χωρίς την έγγραφη παραγγελία του εισαγγελέα στην περίπτωση του άρθρου 245 παρ. 2:
Αυτεπάγγελτη προανάκριση 245 §2: Αν από την αναβολή δημιουργείται κίνδυνος (δηλαδή αν αναβαλλόταν η έναρξη της προανάκρισης περιμένοντας έγγραφη εισαγγελική παραγγελία) τότε κάθε ανακριτικός υπάλληλος υποχρεώνεται να επιχειρήσει οποιαδήποτε προανακριτική πράξη που θα βοηθούσε στη βεβαίωση του εγκλήματος και ανακάλυψη του δράστη, συγχρόνως δε οφείλει να ειδοποιήσει με το ταχύτερο μέσο τον εισαγγελέα και να του υποβάλλει τις σχετικές εκθέσεις που ήδη συντάχθηκαν.
Αν από την αυτεπάγγελτη προανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος, η δικογραφία τίθεται με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα στο αρχείο. Το ίδιο μπορεί να πράξει ο εισαγγελέας και αν ο δράστης παραμένει άγνωστος μετά από προκαταρκτική εξέταση. Στην περίπτωση αυτήν η κατά το άρθρο 43 ποινική δίωξη θεωρείται ότι ασκήθηκε με την έκδοση της πιο πάνω πράξης του εισαγγελέα, η οποία πρέπει να περιέχει και τον χαρακτηρισμό του αδικήματος και τον χρόνο τέλεσής του. Αν ακολούθως αποκαλυφθεί ο δράστης, η δικογραφία ανασύρεται από το αρχείο και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία. Αν οι κατηγορούμενοι είναι περισσότεροι, η αρχειοθέτηση γίνεται μόνον ως προς αυτόν που παρέμεινε άγνωστος.
Διενέργεια προανάκρισης. Η προανάκριση διενεργείται :
Α. όταν ασκηθεί προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος: (322,323)
1) Ο εισαγγελέας των εφετών μπορεί: α) να απορρίψει την προσφυγή, β) να κάνει δεκτή την προσφυγή, οπότε διατάσσει την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο, γ) να προβεί σε μία από τις παραπάνω ενέργειες, αφού προηγουμένως διατάξει προανάκριση για την συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού με τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων.
2) Το συμβούλιο εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει μέσα σε δέκα ημέρες από τότε που υποβλήθηκε η έκθεση προσφυγής μαζί με τη σχετική πρόταση του εισαγγελέα εφετών, και μπορεί: α) να απορρίψει την προσφυγή, β) να κάνει δεκτή την προσφυγή, εκδίδοντας βούλευμα με το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή κηρύσσει αυτήν απαράδεκτη, γ) να προβεί σε μία από τις παραπάνω ενέργειες, αφού προηγουμένως διατάξει προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού, με τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων. Όσον αφορά τα εγκλήματα που διώκονται αυτεπάγγελτα, μόλις υποπέσει στην αντίληψη της κατηγορούσας αρχής κάποια είδηση για την τέλεσή τους (36).
Β. Καθώς επίσης στην περίπτωση ανάσυρσης αρχειοθετηθείσας δικογραφίας, όταν αποκαλυφθεί ο δράστης (245 παρ.3 εδ .δ)
Όργανα προανάκρισης (προανακριτικοί υπάλληλοι). Η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα..
Οι ανακριτικοί υπάλληλοι υπάγονται στη διεύθυνση του εισαγγελέα. Τα γενικότερα καθήκοντα τους είναι:
α) να διαβιβάζουν τις μηνύσεις (42 §2) και τις εγκλήσεις προς τον εισαγγελέα·
β) να του αναφέρουν οτιδήποτε σχετικό με την τέλεση κάποιου εγκλήματος ή σχετικό με τον δράστη (38 §1)·
γ) να προβαίνουν σε εξετάσεις μαρτύρων και να λαμβάνουν τις απολογίες των κατηγορουμένων (245 § 2)·
Οι ανακριτικοί υπάλληλοι διακρίνονται σε γενικούς και ειδικούς.
Γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι είναι (31):
Α. Οι πταισματοδίκες και όπου δεν υφίσταται ειδικό πταισματοδικείο από τους ειρηνοδίκες.
Β. Οι βαθμοφόροι της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος
Οι ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι είναι ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι για τους οποίους προβλέπουν Ειδικοί Νόμοι. Τέτοιοι υπάλληλοι είναι μεταξύ των άλλων, και:
Α. Οι δασικοί υπάλληλοι που είναι αρμόδιοι για τις δασικές παραβάσεις.
Β. Οι βαθμοφόροι της πυροσβεστικής που είναι αρμόδιοι για τους εμπρησμούς.
Γ. Οι τελωνειακοί υπάλληλοι που είναι αρμόδιοι για τη λαθρεμπορία κ.λπ.
Περάτωση της προανάκρισης. Η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα., είναι συνοπτική και δεν περατώνεται πριν ληφθεί η απολογία του κατηγορουμένου. Εφόσον ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανίσθηκε, η προανάκριση περατώνεται και χωρίς την απολογία του. Η προανάκριση περατώνεται (245):
ι) με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (εφόσον απορριφθεί η προσφυγή του 322 και 323. ή
ιι) με πρόταση του εισαγγελέα στο δικαστικό συμβούλιο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις ως άνω διατάξεις (322 παρ3 και 323). Πρόταση στο συμβούλιο γίνεται, εφόσον ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ