fbpx

Η πτωχευτική ανάκληση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης

Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά

Δείτε επίσης

Ο Άρειος Πάγος με την πρόσφατη υπ’ αριθμ. 444/2024 απόφασή του συμβάλλει στην εμπέδωση κρίσιμων ζητημάτων του θεσμού της πτωχευτικής ανάκλησης.

Η απόφαση διευκρινίζει ότι η ανακλητέα πράξη δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται από τον οφειλέτη ή να συμμετέχει και αυτός στη διενέργειά της, αλλά μπορεί να προέρχεται εξ ολοκλήρου από τρίτο δανειστή του οφειλέτη (καθ’ ου η ανάκληση), στην περίπτωση που ο τελευταίος επιδιώκει να ικανοποιηθεί μέσω πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης. Έτσι, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, υπόκειται σε ανάκληση και η κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων εις χείρας οφειλετών του πτωχεύσαντος οφειλέτη, με την κατάσχεση των οποίων ο δανειστής του πτωχεύσαντος οφειλέτη επιδιώκει την ικανοποίηση των απαιτήσεών του.

Σημειώνεται ότι, παρά το γεγονός ότι ο Άρειος Πάγος για την κρίση του θεμελίωσε την απόφασή του στον επί της υποθέσεως που είχε ενώπιόν του εφαρμοστέο Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας), ο οποίος καταργήθηκε με τον Ν. 4738/2020 (Νέο Πτωχευτικό δίκαιο), η απόφαση διατηρεί τη μεγάλη σημασία της διότι η ρύθμιση του ζητήματος της πτωχευτικής ανάκλησης δεν έχει υποστεί ιδιαίτερες αλλαγές, με εξαίρεση α) τη διαφοροποίηση του άρθρου 118 παρ. 1 του Ν. 4738/2020 σε σχέση με το αντίστοιχο άρθρο 43 παρ. 1 Ν. 3588/2007 ως προς το στοιχείο της γνώσης του αντισυμβαλλομένου του οφειλέτη στην περίπτωση της δυνητικής ανάκλησης και β) την επέκταση του χρονικού διαστήματος για την υποχρεωτική ανάκληση, με την προσθήκη εξαμήνου πριν την ύποπτη περίοδο (άρθρο 116 Ν. 4738/2020).

Χαρακτηριστικά είναι τα κατωτέρω αποσπάσματα της απόφασης:

«[…] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 41 του νόμου 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) […] “πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρόνου που περιλαμβάνεται από την παύση των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης (ύποπτη περίοδος) και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ανακαλούνται ή μπορούν να ανακληθούν από τον σύνδικο κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων”, ήτοι των άρθρων 42 έως και 51 του Πτωχ.Κ.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι γενικές προϋποθέσεις της πτωχευτικής ανάκλησης είναι: 1) Η κήρυξη της πτώχευσης. 2) Η διενέργεια “πράξεων” από τον οφειλέτη. Η “πράξη” πρέπει να νοηθεί με ευρύτητα, ώστε να περιλάβει κάθε ενέργεια (συνειδητή πάντως και ηθελημένη), παραγωγική έννομων αποτελεσμάτων. Τέτοιες πράξεις είναι ενοχικές ή εμπράγματες δικαιοπραξίες, οιονεί δικαιοπραξίες, πράξεις και παραλείψεις δικονομικής φύσης κ.λπ. Αλλά και μη δικονομικές παραλείψεις δεν αποκλείεται να αποτελούν αντικείμενο ανάκλησης, αν οδηγούν σε μείωση της περιουσίας ή σε μη επαύξησή της, π.χ. η παράλειψη καταγγελίας επιζήμιας σύμβασης ή η παράλειψη ακύρωσης δικαιοπραξίας. Ως “πράξεις” μπορούν να νοηθούν και σιωπηρές δηλώσεις βούλησης, πολυμερείς δικαιοπραξίες, ο συμψηφισμός, η μεταβίβαση ολόκληρης της επιχείρησης, παραίτηση από το δικαίωμα, υλικές πράξεις που έχουν έννομες συνέπειες κ.λπ.

Εξάλλου, όπως ρητά διευκρινίζεται στο άρθρο 48 παρ. 4 του Πτωχ.Κ, κατά το οποίο “η ανάκληση δεν εμποδίζεται εκ του λόγου ότι για την υπό ανάκληση πράξη έχει εκδοθεί τίτλος εκτελεστός ή το εξ αυτής δικαίωμα αποκτήθηκε μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης”, ανακλητέες μπορούν να είναι και πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και, ειδικότερα, η σχετική πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, μέσω της οποίας ο τρίτος επιδιώκει να ικανοποιηθεί ή να αποκτήσει κάποια ασφάλεια. Η ανακλητέα πράξη δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται από τον οφειλέτη ή να συμμετέχει και αυτός στη διενέργειά της, αλλά μπορεί να πρόκειται για πράξη του καθ’ ου η ανάκληση, όπως συμβαίνει όταν, κατά τα προαναφερόμενα, ο τελευταίος επιδιώκει να ικανοποιηθεί μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης. Η περίπτωση της απόκτησης τίτλου εκτελεστού ή του πράγματος μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά συμπαιγνία οφειλέτη και αντισυμβαλλομένου, ελέγχεται κατά τις γενικές ρυθμίσεις των άρθρων 41 έως 44 του ΠτωχΚ, χωρίς η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του Κώδικα αυτού να θεμελιώνει αυτοτελή λόγο ανάκλησης. 3) Οι “πράξεις” να διενεργήθηκαν μέσα στην ύποπτη περίοδο, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παύσης των πληρωμών και της κήρυξης της πτώχευσης. 4) Η επαγωγή ζημίας στους πιστωτές εξαιτίας της πράξης που διενεργήθηκε. Ως ζημία των πιστωτών που δικαιολογεί την πτωχευτική ανάκληση θεωρείται η βλάβη της ομάδας των πιστωτών. Τέτοια δεν εννοείται η άμεση βλάβη είτε του συνόλου είτε των επιμέρους πιστωτών, διότι η “πράξη” δεν βλάπτει άμεσα αυτούς, αλλά την πτωχευτική περιουσία, από την οποία αναμένουν να ικανοποιηθούν, της οποίας, ωστόσο, παρά την πτωχευτική απαλλοτρίωση, δεν είναι κύριοι. Βλάπτονται, όμως, έμμεσα, καθόσον από την ασύμφορη συναλλαγή ή την, κατά προτίμηση, καταβολή χρέους κ.λπ. μειώνεται το πτωχευτικό μέρισμα που προσδοκούν να λάβουν και αυτή η ζημία εννοείται και όχι η ευθεία βλάβη των πιστωτών. Έτσι, τέτοια, υπό την προεκτιθέμενη έννοια, βλάβη θα υπάρχει όταν η ικανοποίηση των πιστωτών υπέστη περιορισμό, βλάβη, διακινδύνευση ή έγινε δυσχερέστερη ή χρονικά μετακινήθηκε σε βάρος τους, όπως όταν ελαττώθηκε η πτωχευτική περιουσία (π.χ. μεταβίβαση πράγματος λόγω δωρεάς ή με χαμηλό τίμημα ή με πίστωση του τιμήματος, αν ο αγοραστής είναι αφερέγγυος) ή κατέστη δυσχερέστερη η πρόσβαση των πιστωτών στα στοιχεία που την αποτελούν. Δεν απαιτείται η επέλευση κάποιας συγκεκριμένης ζημίας, αλλά αρκεί να επέρχεται γενική περιουσιακή βλάβη, που είτε δημιουργεί είτε επιτείνει την υπάρχουσα αφερεγγυότητα. Για να ανευρεθεί η ζημία θα συγκριθούν οι προοπτικές ικανοποίησης των πιστωτών με και χωρίς την “πράξη”. Η ζημία θα κριθεί αντικειμενικά και, συνεπώς, δεν απαιτείται να είναι ηθελημένη, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 44, όπου ο δόλος πρέπει να κατατείνει στη ζημία. Η πράξη, για να έχει ανακλητικό ενδιαφέρον, αφενός μεν, θα πρέπει, όπως είναι, άλλωστε, αυτονόητο, να έχει περιουσιακό ενδιαφέρον, αφετέρου δε, να αφορά σε στοιχεία, τα οποία, αν δεν είχε λάβει χώρα η πράξη, θα αποτελούσαν τμήμα της πτωχευτικής περιουσίας και 5) Ο προσδιορισμός της “πράξης” και της ζημίας με οικονομικά κριτήρια. Συγκεκριμένα, για να επιτευχθούν ο σκοπός και η αποτελεσματικότητα του νόμου, τόσο η “πράξη” όσο και ζημία, μεταξύ των οποίων πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, θα ανιχνεύονται περισσότερο με οικονομικά παρά με νομικά κριτήρια, γιατί σημασία δεν έχει τόσο ο νομικός χαρακτηρισμός, όσο η δυνατότητα της “πράξης” να επιφέρει τη ζημία που ο νόμος θέλει να αποτρέψει (Α.Π.984/2018, Α.Π.602/2018, Α.Π.876/2017).

Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 1 Πτωχ.Κ, κατά την οποία “κάθε αμφοτεροβαρής πράξη του οφειλέτη ή πληρωμή από αυτόν ληξιπρόθεσμων χρεών του, που έγινε μετά την παύση των πληρωμών και πριν την κήρυξη της πτώχευσης, μπορεί να ανακληθεί, εάν ο αντισυμβαλλόμενος κατά τη διάρκεια της πράξης γνώριζε ότι ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του και η πράξη ήταν επιζήμια για την ομάδα των πιστωτών”, αναφέρονται, κατά τρόπο γενικό και ενδεικτικό, σε αντίθεση με εκείνες του άρθρου 42 Πτωχ.Κ. (“πράξεις υποχρεωτικής ανάκλησης”), οι πράξεις “δυνητικής ανάκλησης”, δηλαδή αυτές που δεν είναι υποχρεωτικά ανακλητές. Σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο αυτό, οι προϋποθέσεις για τη δυνητική ανάκληση είναι: 1) Η ύπαρξη αμφοτεροβαρούς πράξης ή πληρωμής ληξιπρόθεσμου χρέους. Σε ανάκληση υπόκεινται όχι μόνο οι εκούσιες πληρωμές του μετέπειτα πτωχού αλλά και αυτές που επιβάλλονται με δικαστική απόφαση, καθώς και οι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως έχει προεκτεθεί. 2) Η διενέργεια της ανακλητέας πράξης μέσα στην ύποπτη περίοδο. 3) Η γνώση εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου ή του πιστωτή που εξοφλείται της παύσης των πληρωμών του οφειλέτη. Σε αντίθεση με τις πράξεις του άρθρου 42, οι τελευταίοι πρέπει να γνωρίζουν (όχι απλώς να οφείλουν να γνωρίζουν), κατά το χρόνο διενέργειας της πράξης και, ειδικότερα, το αργότερο κατά το χρόνο επέλευσης των έννομων συνεπειών της, ότι ο οφειλέτης, κατά τη διάρκεια αυτής, βρισκόταν ήδη σε κατάσταση παύσης των πληρωμών, χωρίς να απαιτείται και γνώση της συγκεκριμένης βλάβης των πιστωτών. Η γνώση αυτή θα πρέπει να είναι αντικειμενική, προσωπική και ακριβής. Αντικειμενική είναι η γνώση, όταν αναφέρεται στο γεγονός της παύσης των πληρωμών, όπως η έννοια προσδιορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 1 του ΠτωχΚ, προσωπική, όταν συντρέχει στο πρόσωπο του ίδιου του τρίτου και, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, στο πρόσωπο του νόμιμου εκπροσώπου του και ακριβής, όταν ο τρίτος γνωρίζει όλα εκείνα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την παύση των πληρωμών και 4) Ο επιζήμιος χαρακτήρας της πράξης, όπως αναλύθηκε στην αρχή της παρούσας σκέψης, με τη διαφοροποίηση ότι εδώ ο σύνδικος πρέπει να αποδείξει τη ζημία (ΑΠ 1636/2022). […]

Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: […] Οι ανωτέρω πράξεις κατάσχεσης στα χέρια τρίτων που επέβαλε η εναγομένη κατά την ύποπτη περίοδο επί απαιτήσεων της οφειλέτριάς της, μετέπειτα πτωχής (Γ. Α.), προς τρίτους οφειλέτες της, κατά τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είναι δεκτικές ανάκλησης από την ενάγουσα σύνδικο της πτώχευσης, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 43 του ΠτΚ και ειδικότερα, εφόσον έχουν επιφέρει ζημία στους πιστωτές της πτωχής και επιπλέον ότι η εναγομένη κατά τη διενέργεια των πράξεων αυτών γνώριζε ότι η τελευταία βρισκόταν ήδη σε κατάσταση παύσης πληρωμών. […]

Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 41, 43 παρ.1 και 48 παρ.4 του Πτωχ.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους και δεν αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που ο νόμος απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, δεδομένου ότι, υπό τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά οι ως άνω ανακλητέες πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι οι κατασχέσεις χρηματικών απαιτήσεων της πτωχεύσασας εταιρείας “Γ. Α..Ε..” στα χέρια των οφειλετών της ως τρίτων, στις οποίες προέβη η αναιρεσείουσα, εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 43 παρ.1 και 48 παρ.4του Πτωχ.Κ., διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη, ανακλητέες μπορούν να είναι και πράξεις της αναγκαστικής εκτελεστικής διαδικασίας μέσω των οποίων ο τρίτος και εν προκειμένω η αναιρεσείουσα επιδιώκει να ικανοποιηθεί και δεν είναι απαραίτητα η ανακλητέα πράξη (και εν προκειμένω οι ένδικες κατασχέσεις στα χέρια τρίτων) να προέρχεται από τον οφειλέτη (και εν προκειμένω από την πτωχή εταιρεία “Γ. Α..Ε..”) ή και με τη σύμπραξη του οφειλέτη. Επομένως, ο πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι δεν εφάρμοσε ορθά τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των ως άνω άρθρων, είναι αβάσιμος […]».

* Ο κ. Ισαάκ Γεροντίδης είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ΜΔΕ Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων Εμπορικό Δίκαιο στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -