fbpx

Η συναυτουργία (45 ΠΚ) στη νομολογία του Αρείου Πάγου με τον νέο ΠΚ

Χρόνος ανάγνωσης 16 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 16 λεπτά

Δείτε επίσης

Η διάταξη της συναυτουργίας ορίζεται :

«Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης» (45 προϊσχύσας ΠΚ)

«Αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός.» (45 ΠΚ νέος ΠΚ.)

Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ: «Στο άρθρο 45 περιγράφεται το περιεχόµενο της συναυτουργίας. Ορίζεται πλέον µε σαφήνεια ότι για να χαρακτηριστεί κάποιος συναυτουργός δεν αρκεί να έχει κοινό δόλο και να τελεί πράξεις που συµβάλλουν στην πραγµάτωση του εγκλήµατος, αλλά πρέπει να πραγµατώνει από κοινού εν όλω ή εν µέρει τα στοιχεία της περιγραφόµενης στον νόµο αξιόποινης πράξης, πρέπει, δηλαδή, να τελεί σε κάθε περίπτωση πράξη αντικειµενικής υπόστασης.»

Με τον προϊσχύσαντα ΠΚ η νομολογία είχε ήδη οριοθετήσει πιο συγκεκριμένη θέση για τη συναυτουργία, που οδήγησε στη νομοθετική διατύπωση της συναυτουργίας με τη νέα διάταξη του άρθρου 45 ΠΚ. (Κατά το άρθρο 45 του ΠΚ  “αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης” (συναυτουργία). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι συναυτουργία είναι η μετά από κοινή απόφαση σύμπραξη πολλών ως αμέσων αυτουργών κατά την εκτέλεση ενός εγκλήματος, με την ενέργεια από τον καθένα πράξεων, οι οποίες αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, είτε συγχρόνως με τους άλλους, είτε διαδοχικά. Προκειμένου περί σύνθετων εγκλημάτων, όπως είναι κατά τα ανωτέρω και η ληστεία, υπάρχει συναυτουργία και όταν, κατόπιν συναποφάσεως, ο ένας χρησιμοποιεί σωματική βία ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής (παράνομη βία) κατά του θύματος και ο άλλος αφαιρεί από την κατοχή του ένα κινητό πράγμα (κλοπή). Υποκειμενικά, όπως ήδη εκτέθηκε, απαιτείται συναπόφαση, δηλαδή κοινός των συναυτουργών δόλος για την εκτέλεση του εγκλήματος, με κοινή δράση και γνώση του καθενός της πρόθεσης του άλλου ή των άλλων.  (ΑΠ 714/2019)


Όπως φαίνεται από τη νομολογία που ακολουθεί, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, μετά την ισχύ του νέου ΠΚ, ακόμα δεν έχει προσαρμοστεί πλήρως στη νέα διάταξη του άρθρο 45, αλλά εμμένει, κυρίως, στην παλαιά κρατούσα νομολογία όπου αρκούσε ο κοινός δόλος των συναυτουργών. Με τη νέα διάταξη ορίζεται ρητά ότι συναυτουργός είναι και εκείνος που δεν τελεί πλήρως την αντικειμενική υπόσταση τους εγκλήματος, αλλά τελεί, έστω και εν μέρει αυτή, πλην όμως, κατά τη ρητή νομοθετική επιταγή, σε κάθε περίπτωση πρέπει να τελεί πράξη αντικειμενικής υπόστασης του από κοινού τελεσθέντος εγκλήματος. Δεν αρκεί πλέον μόνο ο κοινός δόλος, ως αιτιολογία κατάφασης της συναυτουργίας, αλλά  πρέπει να εξειδικεύεται η συμπεριφορά του κάθε συναυτουργού, τον τρόπο που  πραγματώνει  (εν όλω ή εν μέρει) την αντικειμενική υπόσταση της τελεσθείσας πράξης. Θα χρειασθεί χρόνος να ερμηνευτεί η νέα διάταξη από τα δικαστήρια της ουσίας, ώστε να δώσουν την ευκαιρία στον Άρειο Πάγο να ερμηνεύσει πλήρως τη νέα διατύπωση της συναυτουργίας. 

 Κατά το άρθρο 45 του προϊσχύσαντος ΠΚ, «αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης». Με τον όρο «από κοινού», με τον οποίο εκφράζεται η έννοια της συναυτουργίας, νοείται, αντικειμενικά, σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και, υποκειμενικά, κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. (ΟλΑΠ 1/2020)

Η απόφαση συγκεκριμένα α) αναφέρει τη συμμετοχική δράση της αναιρεσείουσας, αφού περιγράφει τη συνεργασία της με τους συγκατηγορουμένους της, ενώ δεν είναι απαραίτητη η μνεία των επί μέρους ενεργειών καθενός από τους συναυτουργούς, άρα και της αναιρεσείουσας, β) αναφέρει ότι οι ως άνω αλλοδαποί εισήλθαν παράνομα στο ελληνικό έδαφος και ότι ο εκ των συμμέτοχων Σ. Τ. συμφώνησε με οδηγό φορτηγού να μεταφέρει τους ως άνω λαθρομετανάστες από αγροτική περιοχή … στη …, έναντι αμοιβής 350 ευρώ για τον καθένα και ότι ο ως άνω κατηγορούμενος ήταν σε συνεννόηση με την αναιρεσείουσα και τους άλλους συγκατηγορουμένους του για τη μεταφορά ατόμων που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη Χώρα, γεγονός που δεικνύει και τη γνώση της. Δεν χρειαζόταν δε ιδιαίτερη σκέψη ως προς την ύπαρξη του κοινού δόλου, δεδομένου ότι αυτός εμπεριέχεται στην έννοια της συναυτουργίας, ενυπάρχει δε στη θέληση των συναυτουργών να πραγματώσουν τα γενόμενα δεκτά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος και επομένως εξυπακούεται ότι προκύπτει από αυτά. γ) αναφέρει με πληρότητα ότι η αναιρεσείουσα, ενεργώντας με πρόθεση και έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους της, την πράξη της διευκόλυνσης της μεταφοράς στο εσωτερικό της χώρας των ως άνω αλλοδαπών, επιχείρησε αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος αυτού, συνισταμένη στο ότι αυτή, μαζί με τους ως άνω συναυτουργούς της, έφθασαν με δύο επιβατικά αυτοκίνητα στην οδό … πίσω από το σιδηροδρομικό σταθμό στη … άρχισαν να παραλάβουν τους ως άνω εννέα αλλοδαπούς για να τους μεταφέρουν στην …, η ενέργειά τους όμως δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική τους βούληση, αλλά από εξωτερικά αίτια και συγκεκριμένα γιατί μόλις οι δύο – τρεις πρώτοι από τους εννέα αλλοδαπούς αποβιβάσθηκαν από το φορτηγό και εισήλθαν σε ένα από τα αυτοκίνητα των κατηγορουμένων, επενέβησαν οι αστυνομικοί και συνέλαβαν όλους τους εμπλεκόμενους, δ) αιτιολογείται πλήρως η επιβαρυντική περίσταση ότι η αναιρεσείουσα και οι συναυτουργοί της τέλεσαν την ως άνω πράξη από κερδοσκοπία, καθόσον αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι ανωτέρω Αφγανοί υπήκοοι είχαν συμφωνήσει με τους άγνωστους συνεργούς των κατηγορουμένων να καταβάλει καθένας από αυτούς ποσό από 2.000 έως 4.000 ευρώ και το συνολικό χρηματικό ποσό θα διανεμόταν μεταξύ τους, ανάλογα με τη συμμετοχή του καθενός στην όλη επιχείρηση. Άλλωστε ένα μέρος των χρημάτων, που ανέρχεται στο ποσό των 350 ευρώ για κάθε μεταφερόμενο, είχε καταβληθεί στον οδηγό του φορτηγού για τη μεταφορά των αλλοδαπών από την περιοχή του … στη … Επίσης αιτιολογείται πλήρως η επιβαρυντική περίσταση ότι η αναιρεσείουσα και οι συναυτουργοί της, ενεργώντας από κοινού, τέλεσαν την ως άνω πράξη κατ’ επάγγελμα, καθόσον, όπως γίνεται δεκτό με την προσβαλλόμενη, φρόντισαν να προωθήσουν περισσότερα του ενός άτομα από την περιοχή του Νομού … προς την …, ενώ από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, όπως προκύπτει από την οργανωμένη διασύνδεσή τους με άγνωστα άτομα αραβικής καταγωγής και άλλους αγνώστους οι οποίοι εντόπιζαν τους παράνομους αλλοδαπούς, καθώς και την εξεύρεση από αυτούς μεταφορικών μέσων κατάλληλων για τη μεταφορά των αλλοδαπών, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. (ΑΠ 1643/2019)

Κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, (ΠΑΛΑΙΟΣ ΠΚ) αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι συναυτουργία είναι η μετά από κοινή απόφαση σύμπραξη πολλών ως άμεσων αυτουργών κατά την εκτέλεση ενός εγκλήματος, με την ενέργεια από τον καθένα πράξεων, οι οποίες αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε συγχρόνως με τους άλλους είτε διαδοχικά, τελώντας σε κάθε περίπτωση πράξη αντικειμενικής υποστάσεως (ΑΠ 716/2019) …….Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας, ως προς την πράξη της τετελεσμένης ληστείας κατά συναυτουργία [άρθρο 380 παρ. 1 ΠΚ], διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης την οποία διέπραξε ο αναιρεσείων από κοινού με τους άγνωστους συναυτουργούς του και καταδικάστηκε, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1,27 παρ. 1 και 380 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ.,45 ΚΠΔ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπή δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφέρονται: α] ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος εισήλθε μαζί με άλλους τρεις συγκατηγορουμένους του αγνώστων στοιχείων, κατά τον αναφερόμενο παραπάνω τόπο και χρόνο, στο σούπερ – μάρκετ «…» επί της οδού … στην περιοχή …, κρατώντας όπλα [πιστόλια] με τα οποία απείλησαν τους υπαλλήλους και πελάτες που βρίσκονταν εντός του καταστήματος με τις φράσεις «ληστεία, μην κουνηθεί κανείς», «κάτω γρήγορα» «τα ταμεία – τα ταμεία» και πυροβολώντας ο ένας εκ των συνεργών προς εκφοβισμό στον αέρα, ο έτερος κτυπώντας με τη λαβή του όπλου στο κεφάλι τον διευθυντή του καταστήματος και τραυματίζοντας αυτόν και ο ίδιος ο αναιρεσείων πυροβολώντας προς την κατεύθυνση των ταμείων και τραυματίζοντας την πελάτισσα του καταστήματος Ε.-Α. Σ., κατάφεραν να κάμψουν την αντίσταση του διευθυντή του καταστήματος και των υπαλλήλων με τις παραπάνω απειλές που εξαπέλυσαν εναντίον τους καθώς και με τους πυροβολισμούς και να τους εξαναγκάσουν να τους παραδώσουν τα χρήματα από τις ταμειακές μηχανές, β] η αφαίρεση του ποσού των 7.470 ευρώ από τα ταμεία και γ] η παράνομη ιδιοποίηση του ποσού αυτού. (ΑΠ 2061/2019)

Από τη διάταξη του άρθρου 45 ΠΚ προκύπτει ότι για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικά σύμπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως, υποκειμενικά δε κοινός δόλος, ο οποίος συνίσταται στο ότι ο καθένας συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται να πραγματώσει με την πράξη του την αντικειμενική υπόσταση του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συναυτουργοί πράττουν με το δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση προς εκείνην του άλλου για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η συναπόφαση αυτή μπορεί να ληφθεί κατόπιν συμφωνίας που προηγήθηκε της τελέσεως της πράξεως ή και κατά την τέλεση της πράξεως. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως της ληστείας της παρ. 1 του άρθρου 380 ΠΚ μπορεί να συνίσταται στο ότι ο ένας από τους συναυτουργούς χρησιμοποιεί τη σωματική βία ή τις απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής κατά του θύματος, ο δε άλλος, αφαιρεί από την κατοχή του το ξένο (εν όλω ή εν μέρει) κινητό πράγμα. Ομοίως, συναυτουργός ληστρικής κλοπής μπορεί να είναι και ο συναυτουργός της προηγηθείσας κλοπής, ο οποίος είτε ασκεί την παράνομη βία, έστω και αν δεν είχε το πράγμα στην κατοχή του, είτε, χωρίς ο ίδιος να ασκεί την παράνομη βία, είχε προσυμφωνήσει ή εγκρίνει κατά τον χρόνο τέλεσης την άσκηση βίας από τον έτερο συναυτουργό της κλοπής, προς διατήρηση του κλαπέντος πράγματος….Η προσβαλλομένη απόφαση δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον δεν διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η συναυτουργική τέλεση της ληστρικής κλοπής για την οποία καταδικάστηκε. Ειδικότερα, δεν αναφέρει πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν την άσκηση σωματικής βίας από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα κατά του Γ. Φ. για να διατηρήσει το κλοπιμαίο, ούτε αιτιολογεί για ποιο λόγο δέχθηκε άσκηση βίας από εκείνον, ενώ αυτός έχει αθωωθεί αμετάκλητα για επικίνδυνη σωματική βλάβη με τη χρήση κηροπηγίου σε βάρος του Γ. Φ., ο οποίος είχε την πρόθεση να αναλάβει το κλοπιμαίο για το συμφέρον του δικαιούχου με την αιτιολογία: “Περαιτέρω, κατά την άσκηση της εν λόγω βίας οι ανωτέρω δράστες, πλην του πρώτου κατηγορουμένου, ενεργώντας κατά συναυτουργία χρησιμοποίησαν κηροπήγιο που ανέλαβαν από αυτήν (παραπάνω οικία), κτύπησαν με αυτό στο κεφάλι τον προαναφερθέντα Φ. Γ….” (σελ. 18 της πρωτοβάθμιας απόφασης). Εξάλλου, δεν διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο συναυτουργικός του δόλος, αφού δεν παρατίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι, καίτοι δεν άσκησε ο ίδιος την παράνομη βία, είχε προσυμφωνήσει ή εγκρίνει κατά τον χρόνο τέλεσης την άσκηση βίας από τον έτερο συναυτουργό της κλοπής, προς διατήρηση του κλαπέντος πράγματος. (ΑΠ 41/2020)

Κατά το άρθρο 45 ΠΚ, που εκφράζει την έννοια της συναυτουργίας, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (8.4.2019), «αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός». Με τον όρο «από κοινού» νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο υπό του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος, ως συναυτουργός (ΟλΑΠ 50/1990). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν 5960/1933 «περί επιταγής», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972, ορίζεται ότι: «ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται διά φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών». Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το «εν γνώσει» της προηγουμένης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν, 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της εκδόσεως δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την προεκτεθείσα ρύθμιση αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως. Για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται, ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία, που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Ήτοι, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ’ αυτή και ειδική αναφορά σε «γνώση» του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις και ενόψει του σκοπού της διατάξεως του άνω άρθρου, προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο «εκδίδων» επιταγή χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως υπογράφοντας το έγγραφο της επιταγής και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο, για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή. Έτσι, συναυτουργία στην έκδοση ακάλυπτης επιταγής μπορεί να νοηθεί μόνο στην περίπτωση της από κοινού έκδοσης [υπογραφής] της ίδιας επιταγής από περισσότερα πρόσωπα. (ΑΠ 106/2020)

Από τη διάταξη του άρθρου 45 του Π.Κ., συνάγεται ότι με τον όρο “από κοινού” τέλεση μιας αξιόποινης πράξης νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος να θέλει ή να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που διαπράττεται, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι ενεργούν με δόλο τέλεσης του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Ο κοινός δόλος αρκεί, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξειδίκευσης των επιμέρους τυπικών ενεργειών του καθενός συναυτουργού. (ΑΠ 264/2020)

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 του Π.Κ. “Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης”, ενώ με στο αντίστοιχο άρθρο του ισχύοντος από 1.7.2019 Π.Κ. διευκρινίζεται ότι συναυτουργία υπάρχει στην περίπτωση πραγμάτωσης από κοινού “εν όλω ή εν μέρει των στοιχείων της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί επιμέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, και πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της κατά συναυτουργία τέλεσης χωρίς, όμως, να είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η δράση του καθενός συναυτουργού.(ΑΠ 500/2020)

Κατά το άρθρο 45 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, που εκφράζει την έννοια της συναυτουργίας, “Αν δύο η περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης”. Ανάλογου περιεχομένου είναι και η αντίστοιχη διάταξη του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, που ορίζει ότι “αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος, η σύμπραξη δε στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες ή επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται εξειδίκευση των ενεργειών καθενός συναυτουργού. Ειδικότερα, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να θέλει ή να γνωρίζει και να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας παράλληλα ότι και οι λοιποί συναυτουργοί πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Επίσης, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να συμπράττει, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, υλοποιώντας, αυτοπροσώπως και αμέσως, είτε ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε επί μέρους πράξεις, συγκλίνουσες στην πραγμάτωση αυτού. (ΑΠ 787/2020)

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 45 ΠΚ, συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα προσώπων στην τέλεση εγκλήματος, που διαπράττουν με κοινό δόλο, δηλαδή με συναπόφασή τους, την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της και καθένας τους γνωρίζει ότι και ο άλλος ή οι άλλοι από αυτούς ενεργεί ή ενεργούν με δόλο τελέσεως της πράξεως και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων, οπότε η «από κοινού» τέλεση αξιόποινης πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Έτσι, στην κατά συναυτουργία τέλεση του εγκλήματος της ληστείας η σύμπραξη των περισσότερων συμμετόχων συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση αυτής ή στο ότι ο καθένας γίνεται άμεσος αυτουργός κατά την εκτέλεση ενός από τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως, που συγκροτούν το έγκλημα της ληστείας, οπότε με την ενέργειά του αυτή πραγματώνει συγχρόνως ή διαδοχικώς πράξη της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος. (ΜΟΕφΘεσ 238/2019 Αρμ 2020 σελ 1054)

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -