fbpx

Ηλεκτρονικά μηνύματα που διατηρεί ο αποστολέας ή ο παραλήπτης τους σε τυπωμένη μορφή ή στον υπολογιστή αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα

Χρόνος ανάγνωσης 28 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 28 λεπτά

Δείτε επίσης

Εξαιρετικά η ενδιαφέρουσα η ΑΠ 954/2020 με ενδιαφέρουσα νομική θεμελίωση για τη χρήση στην ποινική αποδεικτική διαδικασία ηλεκτρονικών μηνυμάτων που βρέθηκαν στον υπολογιστή του δράστη και συνεκτιμήθηκαν με την ανάγνωσή τους στην ακροαματική διαδικασία. Η υπόθεση αφορά αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματος.

Τα πραγματικά περιστατικά«Περαιτέρω, με παρεμπίπτουσα απόφαση αιτιολογείται πλήρως η απόρριψη του αιτήματος για μη ανάγνωση εγγράφων [επτά (7) εκτυπώσεων ηλεκτρονικής συνομιλίας διά μέσου κοινωνικής δικτύωσης (αναγνωστέο έγγραφο υπ’ αριθμ. 110)], αναφέροντας, στις σελίδες 94 έως 99 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο σκοπός της συλλογής και επεξεργασίας της επίμαχης συνομιλίας των δύο (2) κατηγορουμένων – νυν αναιρεσειουσών έλαβε χώρα με τη χρήση υπηρεσιακού υπολογιστή ετέρου προσώπου και δη στον χώρο της εργασίας αυτών, για σκοπούς που συνδέονται άρρηκτα με την οργάνωση της εργασίας αυτών και δεν υφίσταται στοιχειοθέτηση του άρθρου 370 Α του ΠΚ, που θα καθιστούσε τα έγγραφα αυτά απαγορευμένα, καθόσον στην προκείμενη περίπτωση δεν έλαβε χώρα τυχόν παγίδευση, ήτοι χρησιμοποίηση τεχνικού ακουστικού μέσου, ή παρέμβαση στην επίμαχη τηλεφωνική σύνδεση και τον προαναφερόμενο ηλεκτρονικό υπολογιστή κατά οποιοδήποτε τρόπο γενόμενη, παρά μόνον αποτύπωση σε υλικό φορέα του περιεχομένου της συνομιλίας μετά το πέρας αυτής και χωρίς την καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρέμβαση στις επίμαχες συνδέσεις και συσκευές, ενώ η συλλογή των στοιχείων αυτών στο στάδιο μετά τη λήξη της επικοινωνίας δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις του άρθρου 19 του Συντάγματος, ήτοι δεν εμπίπτουν στην προστατευτική σφαίρα του απορρήτου της επικοινωνίας. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι το περιεχόμενο των σχετικών συνομιλιών αποτυπωνόταν στον υπηρεσιακό υπολογιστή και όχι σε προσωπικό υπολογιστή της 1ης κατηγορουμένης και δεν αφορούσε εκδηλώσεις και πράξεις της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής των κατηγορουμένων, αλλά πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια και με αφορμή των ανατιθεμένων σε αυτές υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά κατάχρηση στην εκτέλεση τούτων, ώστε να υπόκεινται αυτονόητα σε δημόσιο έλεγχο και αξιολόγηση και δεν περιλαμβάνονται στις απαγορεύσεις της προαναφερόμενης διάταξης. Και τέλος, ότι η αξιοποίηση των συνομιλιών αυτών έλαβε χώρα στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των αναγκών της εισαγγελίας, με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων με την προσκόμιση αυτών στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών για την ενημέρωσή του. Η ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση για την απόρριψη του επίμαχου αιτήματος πράγματι δεν κάνει στο προοίμιο αυτής μνεία των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη της, αλλά αναφέρει μερικά εξ αυτών διάσπαρτα στο σκεπτικό της. Και τούτο, διότι το σκεπτικό αυτής είχε ως βάση όχι το αποδεικτικό υλικό αλλά τη νομική σκέψη ότι η απαγόρευση της χρήσης της πληροφορίας ή του υλικού φορέα, επί του οποίου αυτή έχει αποτυπωθεί, δεν περιλαμβάνει και τις πράξεις ή εκδηλώσεις προσώπων, οι οποίες, ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον χρόνο που γίνονται, δεν ανάγονται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής τους, αλλά πραγματοποιούνται στα πλαίσια των ανατιθεμένων σε αυτούς υπηρεσιακών καθηκόντων και κατά την εκτέλεση τούτων, η οποία, ως εκ της φύσεως και του είδους των εκπληρούμενων καθηκόντων, υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική. Τέλος, ουδεμία αντίφαση παρατηρείται, τόσο στο σκεπτικό της απόφασης, όσο και μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού αυτής, ως προς την αρμοδιότητα εκάστης των κατηγορουμένων, καθώς, ως προαναφέρθηκε, ρητά περιγράφεται ότι είχε καθιερωθεί να ασχολούνται αμφότερες και με άλλα υπηρεσιακά καθήκοντα πλην των ρητά ανατεθειμένων σ’ αυτές. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω ο πρώτος λόγος αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες παραπονούνται ότι το Δικαστήριο τις κατεδίκασε χωρίς την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή και εκ πλαγίου παραβίαση των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και εντάσσουν στο πεδίο του, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Ποιν.Δ., προβαλλόμενου αναιρετικού λόγου τις ακόλουθες αιτιάσεις, με τις οποίες αποδίδουν αντίστοιχες πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) έλλειψη αιτιολογίας ως προς τη μη μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του για τον σχηματισμό της κρίσεώς του, β) έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του προβληθέντος ισχυρισμού περί μη αποδεικτικής αξιοποίησης των επτά εκτυπώσεων ηλεκτρονικής συνομιλίας διά μέσου κοινωνικής δικτύωσης (αναγνωστέο έγγραφο 110), γ) εμφιλοχώρηση αντιφάσεων στις παραδοχές της απόφασης, αφενός όσον αφορά στην αιτιολόγηση της από κοινού τέλεσης των πράξεων και αφετέρου όσον αφορά στην αρμοδιότητά τους, είναι αβάσιμος.»

Η ανάγνωση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων υπό το πρίσμα των ακυροτήτων. 

Ι. Νομικό πλαίσιο«Κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν.3674/10.7.2008, “αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι κατ’ εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, θεσπίζεται η απαγόρευση της αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου, που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και, επομένως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, αποδεικτικό μέσο που έχει αποκτηθεί με τέτοιες πράξεις. Η χρησιμοποίηση δε στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1Γ’ Κ.Ποιν.Δ., η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης.»        

ΙΙ. Δικαιολογητική βάση – συνταγματική θεμελίωση«Σκοπός της αποδεικτικής απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου που αποκτήθηκε παρανόμως είναι η προστασία θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία ο συντακτικός νομοθέτης έχει αναγνωρίσει ως υπέρτερα της βασικής αρχής του ποινικού δικαίου για διερεύνηση της ουσιαστικής αλήθειας. Εξάλλου, ειδικότερη συνταγματική πρόβλεψη για τις αποδεικτικές απαγορεύσεις επήλθε με την προσθήκη της παραγρ. 3 στο άρθρο 19 Σ από τον αναθεωρητικό νομοθέτη (2001), η οποία επέφερε μια αποφασιστική αλλαγή στις δυνατότητες αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με προσβολή θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, αφού πλέον, κατά τους ορισμούς της διάταξης αυτής, “Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α”. Τα συνταγματικά δικαιώματα που ο νομοθέτης επέλεξε να ανάγει σε απολύτως απαραβίαστα είναι εκείνα που προστατεύονται από τα άρθρα 9, 9 Α και 19 Σ. Εξάλλου, το άρθρο 9 του Συντάγματος προστατεύει το οικιακό άσυλο και τον ιδιωτικό-οικογενειακό βίο. Με τη θέσπιση απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικού υλικού που αποκτήθηκε κατά παράβαση του άρθρου αυτού, ο νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει το άτομο από παραβιάσεις συντελούμενες από κρατικό όργανα κατά τη διαδικασία της κατ’ οίκον έρευνας.»

ΙΙΙ. Έννοια ιδιωτικού βίου – ΕΣΔΑ«Ο ιδιωτικός βίος, αντίστοιχα, του οποίου η προστασία κατοχυρώνεται από την ως άνω διάταξη, κινδυνεύει από πράξεις παρακολούθησης όχι μόνον των κρατικών οργάνων, αλλά και από ιδιώτες. Κατά δε το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος: “Κάθε πρόσωπο δικαιούται στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του Νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, τη δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής περιλαμβάνει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου. Κατ’ αντιδιαστολή προς την κοινωνική ζωή του ατόμου, ως ιδιωτική ζωή του νοείται το σύνολο των σχέσεων και των δραστηριοτήτων του εκείνων που το ίδιο θέλει να κρατήσει μακριά από τη δημοσιότητα, είτε αποκλειστικά για τον εαυτό του, είτε για έναν στενό κύκλο, τον οποίο ο ίδιος κάθε φορά προσδιορίζει. Έτσι, εκτός από την ερωτική ζωή, τα ζητήματα υγείας και η οικογενειακή ζωή του ατόμου, που βρίσκονται στον πυρήνα του προστατευτέου δικαιώματος, στην έννοια της ιδιωτικής ζωής εμπίπτει ένας ευρύτερος κύκλος υποθέσεών του, ο οποίος ενδέχεται να συμπλέκεται και με την επαγγελματική ζωή. Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει, ότι τα τηλεφωνήματα και η ηλεκτρονική αλληλογραφία από τον χώρο της δουλειάς ενδέχεται να θεωρηθούν ιδιαίτερες εκφάνσεις της ιδιωτικής ζωής του εργαζομένου και να προστατεύονται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Το ίδιο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που, ενώ στην αρχή (1989) είχε αποφανθεί ότι το αντικείμενο της προστασίας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ “αφορά το πεδίο της ανάπτυξης της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου και, επομένως δεν μπορεί να επεκταθεί στους χώρους εμπορικών δραστηριοτήτων”, στη συνέχεια (2008) προσέγγισε την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).»

  1. IV. Tο δικαίωμα της πληροφορικής αυτοδιάθεσης«Περαιτέρω, το άρθρο 9 Α Σ κατοχυρώνει το δικαίωμα πληροφορικής αυτοδιάθεσης. Με τη θέσπιση απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικού υλικού που αποκτήθηκε κατά παράβαση του άρθρου αυτού, ο νομοθέτης θέλησε κυρίως να διασφαλίσει την πληροφοριακή αυτοδιάθεση του ατόμου, ιδίως ενόψει των σημερινών τεχνολογικών μέσων, που επιτρέπουν την καταχώρηση, διάδοση αλλά και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και πληροφοριακών στοιχείων σε σύντομο χρόνο, κατά τρόπο που το άτομο δεν μπορεί να ελέγξει. Ως τέτοια δε δεδομένα θεωρούνται όχι μόνον εκείνα που αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή, αλλά και εκείνα που προορίζονται για εξωτερίκευση στη δημόσια σφαίρα, ενώ, εξάλλου, η προστασία αναφέρεται όχι μόνο στην επεξεργασία των στοιχείων αυτών από κρατικό όργανα, αλλά και από ιδιώτες (ΣτΕ 1616/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το άτομο δικαιούται πλέον να ελέγχει και να καθορίζει τον τρόπο συλλογής και επεξεργασίας των πληροφοριών που το αφορούν, και τούτο, με την εγγύηση και συνδρομή μιας ανεξάρτητης αρχής επιφορτισμένης με αυτήν ακριβώς την αρμοδιότητα, της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, η οποία περιλαμβάνεται στις πέντε ανεξάρτητες αρχές που κατοχυρώνει ρητά το Σύνταγμα.»
  2. V. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων «Σύμφωνα δε με τον ν.2472/1997, που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, προστατευτέα προσωπικά δεδομένα είναι μόνον όσα αναφέρονται σε φυσικό πρόσωπα. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. δ’ του άνω Ν.2472/1997, ως “επεξεργασία” Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα νοείται “κάθε εργασία ή σειρά εργασιών, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή” (ΑΠ 474/2016, 1306/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).»

VΙ. Η συνταγματική προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης απόκρισης και επικοινωνίας – άρθρ 370 Α ΠΚ. «Έτι περαιτέρω, το άρθρο 19 παρ.1 Σ προστατεύει το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης απόκρισης ή επικοινωνίας, Με τη συνταγματική προστασία του απορρήτου διασφαλίζεται η ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ των πολιτών, χωρίς τον φόβο άντλησης πληροφοριών από την επικοινωνία αυτή και την αξιοποίησή τους, εφόσον αυτοί δεν το επιθυμούν. Προσβολή του δικαιώματος συντελείται με κάθε μορφή παρακολούθησης, καταγραφής, αλλά και παρεμπόδισης κάθε μορφής επικοινωνίας που μπορεί να πραγματοποιήσει το άτομο. Η συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας ολοκληρώνεται με τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων σε βάρος των παραβατών με το άρθρο 370 Α ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο, όχι μόνον έναντι των δημοσίων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων της παραγράφου 2, με αυτές θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών (ΣτΕ 1091/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).»

VΙΙ Έννοια απορρήτου και τι αυτό περιλαμβάνει – «Στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ’ αρχήν το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ’ εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της γνώμης), αλλά το απόρρητο του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνον τα γραπτά μηνύματα (επιστολές), αλλά και οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας, επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (emails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Και τούτο, είτε η επικοινωνία πραγματοποιείται από την κατοικία, είτε από τον χώρο εργασίας των επικοινωνούντων. Το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος προστατεύει μόνο την “επικοινωνία σε οικειότητα και όχι την επικοινωνία σε δημοσιότητα”. Αν και χαρακτηρίζεται ως “απόλυτο”, το απόρρητο αίρεται κατά τους όρους που θέτει η ίδιο συνταγματική διάταξη. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη, η συνταγματική προστασία του απορρήτου εντοπίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που αυτή πραγματοποιείται και λήγει με τη λήξη της. Η προστασία του απορρήτου τελειώνει από τη στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Από το χρονικό σημείο λήξης της επικοινωνίας και έπειτα κάθε στοιχείο (μήνυμα και εξωτερικά στοιχεία) μπορεί να εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων (άρθρα 9 και 9Α του Συντάγματος, αντιστοίχως), αλλά δεν καλύπτεται πλέον από τη συνταγματική προστασία του απορρήτου. Τούτο δέχονται από παλιά η συνταγματική θεωρία και η νομολογία στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (βλ. ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και παραπομπές στη θεωρία).

VΙΙΙ.    Μέχρι ποίου χρονικού σημείου προστατεύεται το απόρρητο των ηλεκτρονικών μηνυμάτων«Έτσι και τα ηλεκτρονικά μηνύματα, που όπως προαναφέρθηκε εμπίπτουν και αυτά στο απόρρητο των ανταποκρίσεων, προστατεύονται κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 19 Συντάγματος μόνο κατά το στάδιο της επικοινωνίας. Μετά την ολοκλήρωσή της ηλεκτρονικά μηνύματα που διατηρεί ο αποστολέας ή ο παραλήπτης τους σε τυπωμένη μορφή ή στον υπολογιστή του, χωρίς χρήση κωδικού πρόσβασης δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του όρθρου 19 παρ. 1 Συντάγματος, αλλά σε εκείνο των διατάξεων 9 και 9 Α του Συντάγματος. Ειδικά για τα ηλεκτρονικά μηνύματα και το ότι αυτά δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις του απορρήτου, μετά την ανάγνωσή τους, έχει εκδοθεί η από 2.3.2006 απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω μηνύματα, από τη στιγμή που έχουν αποθηκευθεί στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του παραλήπτη τους δεν προστατεύονται από το απόρρητο των επικοινωνιών (άρθρο 10 παρ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης), αλλά με βάση το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού (άρθρο 1 παρ.1 και 2 παρ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης). Να σημειωθεί, τέλος, ότι στην υπ’ αριθ. 6/2008 Γνωμοδότησή του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δέχεται ότι ο σκληρός δίσκος ενός υπολογιστή δεν αποτελεί είδος επικοινωνίας και ότι, συνεπώς, τα στοιχεία, τα οποία βρίσκονται αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν εμπίπτουν στην προστατευτική σφαίρα του απορρήτου της επικοινωνίας (ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).»

ΙΧΚάμψη της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.  «Τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, δεν είναι απόλυτα. Όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν να περιορισθούν, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Και τούτο, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, την οποία το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει πλέον ρητά, ορίζοντας “Τα δικαιώματα του ανθρώπου …τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί… πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον Νόμο… και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Εξάλλου, για να είναι νόμιμοι οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων, θα πρέπει να είναι αντικειμενικοί και απρόσωποι και να προβλέπονται από τον νόμο, ο οποίος δεν χρειάζεται να είναι τυπικός. Τέλος, τα ατομικά δικαιώματα δεν προστατεύονται μόνον έναντι της πολιτείας και των οργάνων της, αλλά και έναντι ιδιωτών που τα προσβάλλουν, αφού πλέον, κατά την ως άνω παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 25 του Συντάγματος, “τα δικαιώματα ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν”. Πρόκειται για τη λεγόμενη “τριτενέργεια” των συνταγματικών δικαιωμάτων, στην οποία εμπίπτει κατ’ εξοχήν η σχέση εργοδότη και εργαζομένου.

  1. X. Εργασιακό περιβάλλον και ιδιωτικό απόρρητο«Κατά πάγια πλέον νομολογία, ο Άρειος Πάγος δέχεται ότι, κατ’ αντιδιαστολή προς την προσωπική και ιδιωτική ζωή, η εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του υπαλλήλου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχων, οι οποίοι, εκτός εργασίας θα ήταν ανεπίτρεπτοι. Έτσι, όπως έχει κριθεί, είναι θεμιτή η μαγνητοσκόπηση ταμιών καταστήματος εν ώρα εργασίας, διότι η εργασία, την οποία αυτοί παρέχουν, υπόκειται στον έλεγχο του εργοδότη, δεδομένου ότι η παραπάνω μαγνητοσκόπηση δεν ανάγεται στη σφαίρα της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων (ΑΠ 874/2004, η οποία αφορά υπόθεση υπεξαίρεσης χρημάτων από το παγκάρι του ιερού ναού προσκυνήματος …). Προς την ίδια κατεύθυνση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έχει κρίνει, ότι στο πλαίσιο της λειτουργίας της Επιχείρησης και, ειδικότερα, στον χώρο εργασίας είναι επιτρεπτές πιο εκτεταμένες επεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή των εργαζομένων απ’ ό,τι εκτός αυτού. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. α’, β’ και γ’ του ν.2472/1997, τα Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα “για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους σαφείς και νόμιμους σκοπούς, και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας.”. Ο σκοπός της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων επιτρέπεται αποκλειστικά καταρχήν για τους σκοπούς που συνδέονται άμεσα με τη σχέση απασχόλησης και την οργάνωση της εργασίας. Η διαπίστωση της “συμβατότητας” μεταξύ της συλλεγόμενης πληροφορίας και της σχέσης απασχόλησης δεν μπορεί να γίνει σε αφηρημένη βάση, αλλά θα πρέπει να γίνεται κάθε φορά στάθμιση in concreto των συμφερόντων των εργαζομένων και των δικαιωμάτων των εργοδοτών, λαμβάνοντας υπόψη ζητήματα, όπως το είδος της εργασίας, για την οποία γίνεται η συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων ή το εάν η συλλογή και επεξεργασία γίνεται κατά το στάδιο της πρόσληψης ή το στάδιο της λειτουργίας της σχέσης εργασίας. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά χρειάζονται, ενόψει των σκοπών επεξεργασίας. Η συλλογή και επεξεργασία πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο στην προσωπική ζωή του εργαζομένου, με ηπιότερα μέσα επίτευξης του σκοπού, για τον οποίο συγκεντρώνονται οι πληροφορίες. Για να είναι νόμιμη η επεξεργασία θα πρέπει να διενεργείται για τον σκοπό για τη θεραπεία του οποίου αποσκοπεί και όχι για άλλο σκοπό (ΣτΕ 1616/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).»

ΧΙ. Η συναίνεση του υποκειμένου για τη συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων«Εξάλλου, το άρθρο 5 παρ. 1 του ως άνω ν.2472/1997 ορίζει: “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του”. Ο θεμελιώδης όμως αυτός κανόνας, ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου, δεν είναι απόλυτος. Έτσι, ο ίδιος ο ν.2472/1997 – ο οποίος επαναλαμβάνει, εν προκειμένω, την τότε ισχύουσα κοινοτική Οδηγία 95/46/ΕΚ – ορίζει στο άρθρο 5 παρ. 2α έως ε’ ότι, κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, οσάκις αυτή “είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων, στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”. Έτσι η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν εξικνείται μέχρι της πλήρους απαγορεύσεως της επεξεργασίας τους αλλά στη θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος αυτού και της ικανοποιήσεως και άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (ΣτΕ 1616/2012, ΣτΕ 2254/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνταγματικών αρχών, όπως είναι το δικαίωμα της έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος) και οι αρχές της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Όπως έχει κρίνει κατ’ επανάληψη η Αρχή Προστασίας προσωπικών Δεδομένων, η χρήση ενώπιον δικαστηρίου προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλεχθεί, χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ενδιαφερομένου, είναι θεμιτή, εφόσον “ο επιδιωκόμενος σκοπός της προάσπισης των δικαιωμάτων δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα” (βλ.σχ. ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α.Π.Δ.Π.Χ. 8/2005, 9/2005, 57/2009). Εξάλλου, ο Κανονισμός 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 “για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)” τέθηκε σε ισχύ στις 25 Μάιου του 2018, με διττό στόχο: την ενίσχυση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και την ανεμπόδιστη διακίνηση των δεδομένων αυτών. Στη σκέψη 4 του Προοιμίου αυτού επισημαίνεται, ότι “το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτο δικαίωμα – πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ο παρών κανονισμός σέβεται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις ελευθερίες και αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, ιδίως τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ελευθερία σκέψης συνείδησης και θρησκείας την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία”. Υπό αυτήν την έννοια, το δικαίωμα στην προστασία προσωπικών δεδομένων δεν είναι ένα απόλυτο δικαίωμα και συνεπώς δεν πρέπει να δίδεται προβάδισμα μόνο στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν επί τάπητος υπάρχουν άλλα αντικρουόμενα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά, όπως η πρόσβαση στη δικαιοσύνη και η χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, ειδικότερα δε, κατά την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει να εξισορροπήσει τα συγκρουόμενα συνταγματικά αγαθά επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας.»

ΧΙΙ. Πότε προσάγονται σε ποινικό δικαστήριο έγγραφα που αφορούν προσωπικά δεδομένα. «Στα πλαίσια αυτά γίνεται δεκτό, ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των όρθρων 1, 2, 3 παρ.1,4 παρ.1, 5 παρ.1 στοιχ. ε, 7 παρ.2 δ στοιχ. γ του ν.2472/1997, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 217, 251, 358, 575 Κ.Ποιν.Δ., είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης (ΑΠ 1520/2017, ΑΠ 49/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Να σημειωθεί δε, ότι οι από το άρθρο 22 παρ. 4 ν.2472/1997 ποινικές κυρώσεις ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Στα πλαίσια αυτά, γίνεται δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται κατ’ αντικείμενο το προβλεπόμενο στο ως άνω άρθρο αδίκημα, όταν ο φερόμενος ως δράστης δεν ερεύνησε ο ίδιος κάποιο αρχείο ή δεν του μετέδωσε τις αποτελούσες προσωπικό δεδομένο πληροφορίες τρίτος που επενέβη σε αρχείο, αλλά τις γνωρίζει από μόνος του (ΑΠ 1520/2017, ΑΠ 474/2016, ΑΠ 1372/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).»

 ΧΙΙΙ. Προστατευόμενο έννομο αγαθό στο άρθρο 370 Α ΠΚ. «Τέλος, προστατευόμενο έννομο αγαθό στο άρθρο 370Α ΠΚ είναι το δικαίωμα της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας, δηλαδή το δικαίωμα του καθενός να αποφασίζει ποιες περιστάσεις από την επικοινωνία του, πότε, υπό ποιες προϋποθέσεις και σε ποιους θα αποκαλυφθούν και θα γίνουν γνωστές. Σκοπός του νόμου είναι η προστασία της ιδιωτικής ζωής, τόσο από αθέμιτες τεχνικές εισβολές που πραγματοποιούνται με την παρακολούθηση ή την αποτύπωση του προφορικού λόγου σε μαγνητοταινία ή βιντεοταινία ή με άλλες πράξεις αδιακρισίας που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όσο και από τη φανέρωση πληροφοριών που αποκτήθηκαν με τις παραπάνω πράξεις. Ως παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας νοείται η παραβίαση της μυστικότητάς της και επομένως η λήψη γνώσης του περιεχομένου της ή και των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας, όταν αυτά είναι απόρρητα. Το απόρρητο προσδιορίζεται υποκειμενικά και αντικειμενικά. Υποκειμενικά ο φορέας του σχετικού δικαιώματος προσδιορίζει ό,τι θέλει και σε όση έκταση θέλει να κρατήσει μυστικό από τους άλλους. Αντικειμενικά προσδιορίζεται από τον χώρο και τον τρόπο που φυλάσσεται το απόρρητο, ανεξάρτητα από τη βούληση του δικαιούχου. Απόρρητο είναι τελικά ο,τιδήποτε ο φορέας του έχει εύλογο συμφέρον να αντιμετωπίζει ως τέτοιο με τα μέτρα που λαμβάνει. Έτσι επαφίεται στον φορέα του απορρήτου να προσδιορίζει, κατ’ αρχήν μόνον αυτός, εκείνο που αντιλαμβάνεται ως περιεχόμενο του ιδιωτικού βίου. Αφετέρου όμως, τίθενται και κάποιοι αντικειμενικοί φραγμοί από την έννομη τάξη στον τρόπο, με τον οποίο ο φορέας του απορρήτου αντιμετωπίζει το περιεχόμενό του, αφού αυτός δεν αρκεί απλώς να ισχυρίζεται την ύπαρξή του, αλλά επιπλέον απαιτείται να λαμβάνει κάποια αντικειμενικώς πρόσφορα μέτρα για τη διαφύλαξή του, επιπροσθέτως δε πρέπει η έννομη τάξη να αξιολογεί ως εύλογο, σε τελευταία ανάλυση, το συμφέρον του να προστατεύσει το απόρρητο του ιδιωτικού του κλπ βίου και επομένως και της επικοινωνίας του. Στο άρθρο 370 Α ΠΚ περιέχονται πέντε μορφές τέλεσης του εγκλήματος της παραβίασης απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και προφορικής συνομιλίας. Ειδικότερα, στην παράγραφο 1, η οποία αφορά την τηλεφωνική επικοινωνία, τυποποιείται: α) η παγίδευση ή με οποιονδήποτε τρόπο επέμβαση σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών με σκοπό την πληροφόρηση ή αποτύπωση σε υλικό φορέα του περιεχομένου της τηλεφωνικής συνδιάλεξης (παρ. 1 εδ. α) και β) η αποτύπωση του περιεχομένου της τηλεφωνικής επικοινωνίας του δράστη με άλλον (παρ.1 εδ. β). Από την άλλη πλευρά στην παρ. 2, η οποία αφορά την προφορική συνομιλία τυποποιείται: γ) η παρακολούθηση με ειδικά τεχνικά μέσα προφορικής συνομιλίας τρίτων ή η αποτύπωση της σε υλικό φορέα μη δημόσιας πράξης άλλου (παρ. 2 εδ. α) και δ) η αποτύπωση του περιεχομένου της συνομιλίας του δράστη με άλλον (παρ. 2 εδ. β). Τέλος, στην παράγραφο 3 τυποποιείται ε) η χρήση της πληροφορίας ή του υλικού φορέα που αποκτήθηκε κατά παράβαση των παρ. 1 και 2. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 370Γ παρ. 2 του προϊσχύσαντος Π.Κ. και 370 Δ παρ.2 του ήδη ισχύοντος ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του τυποποιουμένου σ’ αυτήν εγκλήματος απαιτείται η πρόσβαση στα στοιχεία που μεταδίδονται με συστήματα πληροφοριών να γίνεται χωρίς δικαίωμα και δη με την παραβίαση των απαγορεύσεων ή μέτρων ασφαλείας που έχει θέσει ο νόμιμος κάτοχος όπως μεταξύ άλλων η καθιέρωση κωδικού (password), που καταδεικνύει τη βούληση του κατόχου να αποκλείσει άλλους από την πρόσβαση σ’ αυτά.»

XIV. Η κρίση του δικαστηρίου για τα επίδικα ηλεκτρονικά μηνύματα«Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο κατά το πρώτο σκέλος αυτού αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως, τόσο η αναιρεσείουσα Β. Τ., όσο και η αναιρεσείουσα Θ. Κ. ισχυρίζονται, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω της χρησιμοποίησης, παρά την εναντίωσή τους, απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου (αποκτηθέντος με αξιόποινες πράξεις), ήτοι ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ’ όψη του, για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση για την πράξη της νόθευσης και υπεξαγωγής υπηρεσιακών εγγράφων, παράνομα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα επτά (7) εκτυπώσεις από συνομιλίες, οι οποίες φέρονται να έγιναν μεταξύ των δύο κατηγορουμένων μέσω της εφαρμογής “messenger” του μέσου κοινωνικής δικτύωσης “facebook”, παρά την προβολή εκ μέρους τους ενστάσεως περί μη ανάγνωσης και μη αποδεικτικής αξιοποίησης του εν λόγω αποδεικτικού μέσου (αναγνωστέου υπ’ αριθμ. 110 εγγράφου). Ο λόγος αυτός, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος, καθόσον οι επικαλούμενες επτά (7) εκτυπώσεις από συνομιλίες, οι οποίες φέρονται να έγιναν μεταξύ των δύο κατηγορουμένων μέσω της εφαρμογής “messenger” του μέσου κοινωνικής δικτύωσης “facebook” είναι νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία και ορθώς αξιοποιήθηκαν ως αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, κατά την αιτιολόγηση της απόρριψης της σχετικής ενστάσεως (αιτιολόγηση του 1ου λόγου αμφοτέρων των αναιρέσεων), η συλλογή και η επεξεργασία των επίμαχων στοιχείων έγινε στην προκείμενη περίπτωση με τη λιγότερη δυνατή επέμβαση στην προσωπική ζωή των κατηγορουμένων και με τα ηπιότερα δυνατά μέσα επίτευξης του προαναφερόμενου σκοπού, τηρούμενης της απαιτούμενης σχέσης αναλογικότητας, καθώς δεν υπήρξε αλλά ούτε και προέκυψε τυχόν διερεύνηση προσωπικού υπολογιστή των κατηγορουμένων, παρά αντιθέτως οι σχετικές πληροφορίες ανευρέθησαν σε υπηρεσιακό ηλεκτρονικό υπολογιστή που διέθεσε η υπηρεσία σε τρίτον υπάλληλο και όχι στις ίδιες, η δε ανάκτηση των εν λόγω πληροφοριών δεν έλαβε χώρα με τη χρήση τεθέντων κωδικών χρήστη ή πρόσβασης, αλλά η σχετική ηλεκτρονική συνομιλία κατέστη προσιτή σε κάθε τρίτο υπάλληλο από τη διατήρηση του επίμαχου προφίλ της πρώτης κατηγορουμένης στη διαδικτυακή πλατφόρμα Facebook ενεργού σε κάθε μεταγενέστερη σύνδεση αυτής στο διαδίκτυο και τη σχετική ιστοσελίδα, με αποτέλεσμα, να μην υφίσταται παράβαση του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, σημειουμένου ότι από το όρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ δεν προκύπτει κανόνας αυτόματου αποκλεισμού από την ποινική διαδικασία των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ως αβασίμως ισχυρίζονται οι κατηγορούμενες, επικαλούμενες παραβίαση του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη. Εξάλλου, η επεξεργασία και χρήση των σχετικών πληροφοριών έλαβε χώρα αποκλειστικά και μόνο για τον σκοπό για τη θεραπεία του οποίου αποσκοπούσαν και όχι για οιονδήποτε έτερο, καθόσον προσκομίστηκαν στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης με σκοπό την ενημέρωση τούτου περί της πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων των κατηγορουμένων και της ενδεχόμενης εκ μέρους τους τέλεσης αξιοποίνων πράξεων κατά την ενάσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Τέλος, εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτωση ανεπίτρεπτης από τον νόμο επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, καθόσον, κατά την παράγραφο 2 περ. β του άρθρου 3 του νόμου 2472/1997, οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο. Εξάλλου, το Δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσης του ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειουσών, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στις συγκεκριμένες εκτυπώσεις συνομιλιών, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, αλλά και σε αυτές σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα, αναφερόμενα στο σκεπτικό,αποδεικτικά μέσα.
Συνεπώς, η αποδεικτική αξιοποίηση και συναξιολόγηση από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικτικά μέσα, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέφερε, όπως ορθά έκρινε και το εν λόγω Δικαστήριο, απορρίπτοντας με την ίδια αιτιολογία τη σχετική ένσταση-αίτημα των κατηγορουμένων – αναιρεσειουσών, περί μη λήψης υπόψη των προαναφερόμενων εκτυπώσεων συνομιλιών. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 174 παρ. 1 εδαφ. β’ του ισχύοντος Κ.Ποιν.Δ., ορίζεται ότι “Αν η απόλυτη ακυρότητα αναφέρεται σε πράξεις της προδικασίας μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως ή να προταθεί ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο.”, έχει δε ανάλογο περιεχόμενο με την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 173 παρ. 2 του εν λόγω κώδικα. Κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι, κατ’άρθρ.171 παρ.1 του ανωτέρω Κώδικα, απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπάγγελτα, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο. Αν οι ακυρότητες αυτές προτάθηκαν και απορρίφθηκαν από το δικαστικό συμβούλιο δεν μπορούν να επαναφερθούν και να προταθούν και πάλι ενώπιον του δικαστηρίου που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας, αφού τούτο δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας. Ούτε έχει την εξουσία το δικαστήριο να παραπέμψει πάλι την υπόθεση στην ανάκριση προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη (Ολ ΑΠ 1/2008).
Αμφότερες οι αναιρεσείουσες, η μεν Β. Τ. με τον δεύτερο λόγο κατά το δεύτερο σκέλος αυτού της αναιρέσεώς της, η δε Θ. Κ. με τον δεύτερο λόγο κατά τα δεύτερο και τρίτο σκέλη της αναιρέσεώς της, ισχυρίζονται ότι έχει επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθότι το Δικαστήριο της ουσίας εδέχθη ως αποδεικτικό στοιχείο της εις βάρος τους κατηγορίας μη νομίμως ληφθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα ότι η εις βάρος τους κατηγορία προέκυψε βάσει ευρημάτων διενεργηθεισών έξι ερευνών κατά τις ημερομηνίες 4.10.2017, 14.10.2017, 2812.2017, 16.1.2018 και 26.1.2018 στον χώρο της Εισαγγελίας και δη στα προσωπικά τους ερμάρια και συρτάρια, στα γραφεία και ερμάρια του Εισαγγελέα και στο αρχείο της υπηρεσίας, χωρίς τα εχέγγυα προστασίας των δικαιωμάτων υπερασπίσεώς τους και άνευ συντάξεως εκθέσεων περί των ερευνών, καθώς και της κατασχέσεως των τυχόν ευρεθέντων, άνευ παρουσίας των ιδίων κατά τη διενέργεια των ερευνών και άνευ παρουσίας εισαγγελικού λειτουργού. Με τα παραπάνω, οι αναιρεσείουσες, με τον προεκτεθέντα λόγο των δικογράφων των αναιρέσεών τους, προβάλλουν απόλυτη ακυρότητα, η οποία αναφέρεται σε άκυρες πράξεις της προδικασίας και συγκεκριμένα απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργήθηκε κατά τις διενεργηθείσες έρευνες που προηγήθηκαν της παραπομπής των αναιρεσειουσών – κατηγορουμένων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όχι της διαδικασίας στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ως επικαλούνται. Όμως, η από τις αναφερόμενες παραλείψεις δημιουργούμενη απόλυτη ακυρότητα και υπό την εκδοχή ότι πράγματι εμφιλοχώρησε τέτοια, ανάγεται στην προδικασία και, ως τέτοια, έπρεπε να προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο και όχι το πρώτον ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφού η ακυρότητα αυτή, κατά το άρθρ. 173 παρ. 2 (και ήδη 174 παρ. 1 εδ. β’) και 174 παρ. 1 (και ήδη 175 παρ. 1) του Κ. Ποιν.Δ., έχει πλέον καλυφθεί. Πέραν του ότι ο ως άνω ισχυρισμός τους στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον οι επικαλούμενες έρευνες, δεν συνιστούν έρευνα, κατά την έννοια του άρθρου 253 Κ.Ποιν.Δ., ώστε να συντρέχει λόγος τήρησης των σχετικών διατυπώσεων, καθόσον δεν έλαβαν χώρα στην κατοικία των κατηγορουμένων ή σε άλλους ιδιωτικούς τους χώρους, αλλά διεξήχθησαν υπηρεσιακοί έλεγχοι σε χώρους της υπηρεσίας (γραφεία, συρτάρια και ερμάρια), με εντολή μάλιστα του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης, στα οποία έχει αυτονόητα πρόσβαση ο εκάστοτε εισαγγελικός λειτουργός στο πλαίσιο των καθηκόντων του”. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας πράξεων αναγόμενων στην προδικασία, από το άρθρ. 171 του Κ.Ποιν.Δ., μη δυνάμενος να θεμελιώσει λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρ. 510 παρ. 1 του αυτού Κώδικα και ιδία του υπό στοιχ. Α’ λόγου, είναι αβάσιμος. Ορθώς δε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στο οποίο υπεβλήθη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως σχετική ένσταση, και παρόλο που δεν αποτελούσε ειδικό λόγο της εφέσεως των αναιρεσειουσών – κατηγορουμένων και είχε υποβληθεί απαραδέκτως, σύμφωνα με το ισχύον κατά το χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως άρθρο 502 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. (“2. Σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι”), και, ως εκ τούτου, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ’ αυτήν, το τελευταίο απάντησε και την απέρριψε με την ίδια ως άνω αιτιολογία.»

Μολονότι η απόφαση καταλήγει πως η προβολή του ισχυρισμού της απόλυτης ακυρότητας για την ανάγνωση των επίμαχων ηλεκτρονικών μηνυμάτων  είναι απαράδεκτη, καθόσον δεν προεβλήθη με ειδικό λόγο έφεσης, αφενός και αφετέρου διότι αφορά ακυρότητα της προδικασίας, η οποία έχει καλυφθεί αφού έγινε χρήση τους από την Εισαγγελία και δεν προβλήθηκε ως λόγος ακυρότητας στην προδικασία, αναπτύσσει ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία υπέρ της νόμιμης χρήσης των συγκεκριμένων ηλεκτρονικών μηνυμάτων στην ποινική ακροαματική διαδικασία, όπως  έκανε και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. (βλ επίσης σχετική και ΑΠ 254/2021 για αξιοποίηση βιντεοληπτικού υλικού από τη χρήση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -