fbpx

Κακουργηματική απάτη: κρίσιμο είναι το ύψος της ζημίας και όχι η ωφέλεια του δράστη

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 50/2022 ερμηνεύεται η νέα διάταξη της κακουργηματικής απάτης για την οποία κρίσιμο στοιχείο είναι η προξενηθείσα ζημία και όχι η αντίστοιχη ωφέλεια του δράστη.

            Η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1β ΠΚ. «Σύμφωνα με την παρ. 3 εδ.β’ του άρθρου 386 του προϊσχύσαντος ΠΚ, στον υπαίτιο της κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου αξιόποινης πράξης της απάτης “Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α)…β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ”. Κατά την εν λόγω διάταξη, για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής αυτής μορφής της απάτης, αρκεί να είναι μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ είτε το συνολικό περιουσιακό όφελος είτε η συνολική προξενηθείσα ζημία και δεν απαιτείται και τα δύο να υπερβαίνουν το ποσό αυτό. Κατά δε το άρθρο 386 παρ. 1 εδ. β του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ ” Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.”»

            Ένδικη υπόθεση: «Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου Ι. Φ. για ηθική αυτουργία σε απάτη και σε άμεση συνέργεια σε απάτη κατά συρροή, δεχόμενο ότι πρόκειται για πλημμελήματα, επειδή το περιουσιακό όφελος του δράστη αυτουργού ανερχόταν σε 117.867,50 ευρώ ευρώ, δηλ. σε ποσό μικρότερο των 120.000 ευρώ, μολονότι κατά τις παραδοχές του η προξενηθείσα βλάβη υπερέβαινε το ποσό αυτό, ανερχόμενη σε 131.000 ευρώ. Ειδικότερα, για να καταλήξει στην ως άνω κρίση του, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι από τα ειδικώς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: ” Με το υπ’ αρ. 451/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, προκειμένου να δικαστεί για ηθική αυτουργία σε απάτη και σε άμεση συνέργεια στην απάτη αυτή, την οποία (απάτη) φέρεται ότι τέλεσε η κατηγορουμένη Ζ. Π. , με την εξαπάτηση των αρμοδίων υπαλλήλων της εγκαλούσας τράπεζας, υποδεικνύοντάς της να υποβάλει την από 23-6-2005 αίτηση για χορήγηση στεγαστικού δανείου με σκοπό την αγορά ακινήτου από τον Μ. Γ. , στην οποία αίτηση δήλωσε ότι η αξία του ακινήτου ανερχόταν σε 145.000 ευρώ, ενώ το αληθές ήταν ότι η αξία δεν υπερέβαινε τις 14.000 ευρώ, και με τον τρόπο αυτό παραπλάνησε τους υπαλλήλους της εγκαλούσας ως προς τη φορολογητέα αξία αλλά και τη φερεγγυότητα της ως δανειολήπτριας, με συνέπεια να τους πείσει να καταρτίσουν σύμβαση στεγαστικού δανείου και πρόσθετη αυτής πράξη με χορήγηση ισόποσου δανείου (145.000 ευρώ) με εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στο ακίνητο, και έτσι η τράπεζα ζημιώθηκε το ποσό των 131.000 ευρώ (χορηγηθέν δάνειο μείον πραγματική αξία) με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος της αυτουργού κατηγορουμένης. Ωστόσο, από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, στα οποία συγκαταλέγεται και η υπ’ αρ. 2210/2005 δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτων, προκύπτει ότι, για την αγορά του ως άνω ακινήτου, καταβλήθηκε, δυνάμει του υπ’ αρ. 11573/26-7-2005 διπλοτύπου, φόρος μεταβίβασης ύψους 13.132,50 ευρώ από την αγοράστρια πρώτη κατηγορουμένη, ποσό το οποίο δεν καρπώθηκε αυτή και βεβαίως δεν ωφελήθηκε κατά το ισόποσο του. Με βάση τα ανωτέρω, το συνολικό όφελος της από την ως άνω συναλλαγή με την τράπεζα, αληθούς θεωρούμενης της απάτης, ανέρχεται στο ποσό των 117.867,50 ευρώ, ποσό το οποίο υπολείπεται των 120.000 ευρώ, που καθιστά κακουργηματική την πράξη της απάτης, με βάση την οικεία διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα, εφαρμοζόμενη σε συνδυασμό με την προϊσχύσασα διάταξη του ίδιου άρθρου (που καθιερώνει το περιουσιακό όφελος ή την προκληθείσα ζημία, ότι θα πρέπει να υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ). Εφόσον δε, η πράξη του κατηγορουμένου (ηθική αυτουργία στην απάτη και σε άμεση συνέργεια στην ως άνω απάτη) έχει αναγκαίως και αυτή πλημμεληματικό χαρακτήρα, από δε το χρόνο τέλεσής της (Ιούνιος έως και Αύγουστος του 2005) μέχρι σήμερα έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, δηλαδή το διάστημα των πέντε ετών, που είναι ο χρόνος παραγραφής των πλημμελημάτων και τα τρία έτη που είναι ο χρόνος της αναστολής τους και το αξιόποινο του ως άνω πλημμελήματος της απάτης (και της ηθικής αυτουργίας σ’ αυτή και σε συνέργεια), έχει εξαλειφθεί λόγω παραγραφής, θα πρέπει να παύσει οριστικά η εναντίον του ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.” Στο διατακτικό δε της απόφασης, όπως διαμορφώθηκε μετά τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφέρεται, ως προς την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην απάτη που διέπραξε η Ζ. Π. ότι: ότι “…Συνέπεια της απατηλής αυτής συμπεριφοράς ήταν να υποστεί η εγκαλούσα τράπεζα περιουσιακή βλάβη άνω των 120.000 ευρώ, συνιστάμενη συγκεκριμένα στη διαφορά μεταξύ του ποσού του χορηγηθέντος δανείου (145.000 ευρώ) και της πραγματικής αγοραίας και φορολογητέας αξίας του ακινήτου (14.000 ευρώ) δηλαδή στο ποσό των 131.000 ευρώ, ενώ η Ζ. Π. , μετά την πληρωμή του φόρου μεταβίβασης, ύψους 13.132,50 ευρώ, αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος ανερχόμενο στο ποσό των 117.867,50 ευρώ, στο οποίο και απέβλεψε.” ως προς δε την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε άμεση συνέργεια στην απάτη ότι η Τράπεζα “…υπέστη ζημία ποσού 131.000 ευρώ, ενώ η Ζ. Π. αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 117.867,50 ευρώ, στο οποίο και απέβλεψε»

            Κρίση του ΑΠ: «Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και -κατ’ επέκταση- στη συνέχεια εφάρμοσε τις διατάξεις που αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφασή του και συγκεκριμένα τόσο τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.3 εδ.β’ του προϊσχύσαντος ΠΚ, σύμφωνα με την οποία, για την κακουργηματική αυτή μορφή απάτης, όπως προαναφέρθηκε, αρκεί είτε το παράνομο όφελος είτε η προξενηθείσα ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ και δεν απαιτείται και τα δύο να υπερβαίνουν το ποσό αυτό, όσο και τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 εδ. β του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, κατά την οποία, για την κακουργηματική αυτή μορφή απάτης, λαμβάνεται υπόψη μόνο η ζημία η υπερβαίνουσα συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και όχι οποιοδήποτε περιουσιακό όφελος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 Ε’ ΚΠΔ λόγος της εισαγγελικής αναίρεσης και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (519 ΚΠΔ).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -