Στην έρευνα της πρόσφατης νομολογίας και προς εμπέδωση και κατανόηση της θεωρίας, εστιάζουμε σε αποφάσεις που κρίνουν ζητήματα τα οποία δεν είναι συνηθισμένα. Εκτός από το νομικό μέρος και την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, κρίνεται σκόπιμο να παρατίθεται και το ιστορικό της υποθέσεως, ώστε να γίνεται κατανοητή η δικανική σκέψη και κρίση επί των πραγματικών περιστατικών.
Με την ΑΠ 336/2021 απόφαση (σε συμβούλιο) κρίθηκε η ακόλουθη υπόθεση: «Αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους: 1. Β. Γ. του Θ. και 2 Ν. Γ. του Θ., κατοίκων … και εγκαλούντα τον Β. Φ.-Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης.»
Νομικό πλαίσιο «Σύμφωνα με το άρθρο 135 του ΚΠΔ, “Το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, όταν: α)..β)…γ)..δ)…ε) ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο. Αν όμως πρόκειται για αυτόφωρα εγκλήματα σε βάρος δικαστικών λειτουργών που στρέφονται κατά της τιμής και της σωματικής ακεραιότητάς τους, δεν διατάσσεται παραπομπή”. Κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 136 του ως άνω Κώδικα, “την παραπομπή μπορούν να τη ζητήσουν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας, ενώ στις περιπτώσεις των στοιχείων γ’ και δ’ του άρθρου 135 μόνο ο εισαγγελέας του αρμόδιου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου αυτεπαγγέλτως ή με παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Για την παραπομπή αποφασίζει: α) το συμβούλιο εφετών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο β) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση (εκτός από αυτή που αναφέρεται στο άρθρο 499) και πάντοτε όταν ζητείται η παραπομπή για τον λόγο που αναφέρεται στο στοιχείο γ’ του άρθρου 135. Στην τελευταία περίπτωση, αν την παραπομπή τη ζητεί ο εισαγγελέας, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισάγει την αίτηση σε συζήτηση μόνο αν συμφωνεί αλλιώς, παραγγέλλει στον εισαγγελέα που υπέβαλε την αίτηση να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125. Τα άρθρα 132 και 134 εδάφιο α’ εφαρμόζονται αναλόγως και σε αυτήν την περίπτωση»
Ερμηνεία διατάξεων. «Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 122-125 ΚΠΔ δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές. Την παραπομπή δε μπορεί να ζητήσει, πλην άλλων, και ο εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου. Για την παραπομπή, που νοείται όχι μόνο κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας αλλά και κατά την προδικασία και όταν ακόμη δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη (ΑΠ 2050/2019, ΑΠ 1884/2019, ΑΠ 493/2018, ΑΠ 497/2017), αποφασίζει ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση μη διαλαμβανομένη στις διατάξεις του άρθρου 136 § 1α ΚΠΔ και πάντοτε όταν ζητείται η παραπομπή για τον λόγο που αναφέρεται στο στοιχείο γ του άρθρου 135 ΚΠΔ (: όταν επιβάλλουν την παραπομπή σοβαροί λόγοι σχετικοί με τη δημόσια ασφάλεια και τάξη ή συντρέχουν λόγοι ασφαλείας για τη μη μεταγωγή του κατηγορουμένου, που επιβάλλουν την εκδίκαση της υπόθεσης στο δικαστήριο που εδρεύει στο κατάστημα κράτησης αυτού), ενώπιον του οποίου εισάγεται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η υπόθεση για συζήτηση στις ως άνω περιπτώσεις, πλην εκείνης του στοιχείου γ του άρθρου 135 ΚΠΔ, διότι στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισάγει την υπόθεση μόνο αν συμφωνεί. Διαφορετικά παραγγέλλει στον εισαγγελέα του αρμόδιου δικαστηρίου που υπέβαλε την αίτηση να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο που είναι κατά τόπο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ (βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4620/2019, Τόμος Πρώτος, έκδοση 2020, σελ. 769). Ο θεσμός της αρμοδιότητας κατά παραπομπή ρυθμίζεται με τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 135 και 136 του νέου ΚΠΔ. Σ’ αυτές παρέμεινε εν πολλοίς αναλλοίωτη η σχετική πρόβλεψη του προϊσχύσαντος ΚΠΔ στα άρθρα 136 και 137 αυτού (ΑΠ 776/2020). Ο θεσμός αυτός αφορά μόνο την κατά τόπο αρμοδιότητα και κάμπτει τη συνήθη αρμοδιότητα των άρθρων 122-125 ΚΠΔ. Σκοπός του εν λόγω θεσμού είναι η διασφάλιση της απρόσκοπτης, ασφαλούς και αδιάβλητης εξέλιξης και περάτωσης της ποινικής δίκης (ΑΠ 610/2016, Λ. Μαργαρίτη, όπ. π., σελ. 755-756, Α. Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας-Συνδυασμός Θεωρίας & Πράξης, Τόμος Πρώτος, σελ.1030), ο δε δικαιολογητικός λόγος, ειδικότερα, της πρόβλεψης της περίπτωσης του στοιχείου ε του άρθρου 135 ΚΠΔ είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας μεροληψίας του (ΑΠ 1884/2019, ΑΠ 1154/2019, ΑΠ 999/2019).»
Εξαίρεση του κανονισμού αρμοδιότητας επί αυτοφώρων εγκλημάτων κατά τιμής και σωματικής ακεραιότητας δικαστικού λειτουργού. «Κατά ρητή, ωστόσο, νομοθετική πρόβλεψη, η ρύθμιση του άρθρου 135 στοιχείο ε ΚΠΔ δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των αυτοφώρων εγκλημάτων που στρέφονται κατά της τιμής και της σωματικής ακεραιότητας δικαστικών λειτουργών (δικαστών και εισαγγελέων). Η ρύθμιση αυτή προβλέπεται ρητά στο εδ. β της περ. ε του άρθρου 135 ΚΠΔ (όπως το εδάφιο αυτό είχε προστεθεί με το άρθρο 10 του Ν 3160/2003 και διατηρήθηκε με τον νέο ΚΠΔ) σύμφωνα με την οποία: “Αν όμως πρόκειται για αυτόφωρα εγκλήματα σε βάρος δικαστικών λειτουργών που στρέφονται κατά της τιμής και της σωματικής ακεραιότητάς τους, δεν διατάσσεται παραπομπή”. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ως άνω νόμου (3160/2003) “Με το άρθρο 46 του σχεδίου προστίθεται στο τέλος της περίπτ. Ε’ του άρθρου 136 ΚΠΔ εδάφιο, με το οποίο εισάγεται εξαίρεση από την προβλεπόμενη εκεί υποχρεωτική παραπομπή σε άλλο δικαστήριο για υποθέσεις που αφορούν υπηρετούντες στο δικαστήριο δικαστές. Έτσι δεν διατάσσεται παραπομπή αν πρόκειται για αυτόφωρα εγκλήματα (σε βάρος δικαστικών λειτουργών) που στρέφονται κατά της τιμής και της σωματικής ακεραιότητάς τους. Τη ρύθμιση επιβάλλει, πλέον της αρχής της ισονομίας των πολιτών, η διαφύλαξη του αισθήματος ασφάλειας των δικαστικών λειτουργών. Και τούτο διότι το ενδεχόμενο της κίνησης της διαδικασίας παραπομπής αποθαρρύνει τούτους από την δικαστική προστασία της προσωπικότητάς τους με αντίστοιχη δημιουργία κλίματος οιονεί “ατιμωρησίας” τυχόν επίδοξων υπαιτίων” (βλ. Α. Κονταξή, ό.π., Λ. Μαργαρίτη Ποιν. Δικ. 2005, σελ 440). Η συγκεκριμένη ρητή εξαίρεση αναφέρεται σε όλα ανεξαιρέτως τα αυτόφωρα εγκλήματα που τελούνται σε βάρος δικαστικών λειτουργών και στρέφονται κατά της τιμής και της σωματικής ακεραιότητάς τους. Τα αυτόφωρα αυτά εγκλήματα δεν απαιτείται να τελούνται στο ακροατήριο, ούτε να σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, η εξαίρεση αυτή καταλαμβάνει τα σχετικά εγκλήματα (: κατά της τιμής και της σωματικής ακεραιότητας) που τελούνται κατά των δικαστικών λειτουργών τόσο στο ακροατήριο όσο και εκτός ακροατηρίου (Λ. Μαργαρίτη, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ό. π. σελ 764, Α. Κονταξή, ό.π.).»
Η ένδικη υπόθεση. «Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο Β. Φ., Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης, με τις από 26-2-2021 και 27-2-2021 δύο εγκλήσεις του, τις οποίες εγχείρισε νομότυπα ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων της Υποδιεύθυνσης Διώξεως Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος της Διεύθυνσης Διώξεως Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, απευθυνόμενες στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, κατά των 1. Β. Γ. του Θ. και 2 Ν. Γ. του Θ., κατοίκων αμφοτέρων …, ζήτησε την ποινική δίωξη και τιμωρία των τελευταίων για τα αναφερόμενα σ’ αυτές τελεσθέντα σε βάρος του στη Θεσσαλονίκη στις 25-2-2021 και 26-2-2021 και στις 27-2-2021 αντίστοιχα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης μέσω του διαδικτύου από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και της εξύβρισης μέσω του διαδικτύου από κοινού και κατ’ εξακολούθηση (άρθρα 361 και 363 ΠΚ), σημειώνοντας σ’ αυτές (εγκλήσεις) ότι “επειδή….πρόκειται για διαρκή εγκλήματα, η αφετηρία των οποίων τοποθετείται στο χρόνο εκάστης δημοσιεύσεως, ενώ η υποβολή εγκλήσεως και η επ’ αυτοφώρω σύλληψη των δραστών δύναται να λάβει χώρα ανά πάσα στιγμή της διάρκειας εκάστης δημοσιεύσεως”. Κατόπιν αυτών σχηματίστηκαν οι παρούσες δύο ποινικές δικογραφίες εναντίον των ανωτέρω, οι οποίοι συλληφθέντες στα πλαίσια του αυτοφώρου παραπέμφθηκαν να δικαστούν ενώπιον του Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης την 1η Μαρτίου 2021. Επί της πρώτης δικογραφίας σχηματισθείσας κατόπιν της από 26-2-2021 πρώτης εγκλήσεως του ως άνω εγκαλούντος, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 272/2021 απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου με την οποία οι ανωτέρω κατηγορούμενοι Β. Γ. του Θ. και Ν. Γ. του Θ. κηρύχθηκαν ένοχοι των προαναφερομένων πράξεων [της συκοφαντικής δυσφήμησης μέσω του διαδικτύου από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και της εξύβρισης μέσω του διαδικτύου από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, που έλαβαν χώρα στη Θεσσαλονίκη στις 25-2-2021 και 26-2-2021 ] και καταδικάστηκαν, έκαστος τούτων, για την πρώτη πράξη σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και χρηματική ποινή τριακοσίων εξήντα (360) ημερήσιων μονάδων μετατραπείσας εκάστης ημερήσιας μονάδας προς τρία (3) ευρώ ημερησίως και σε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους για τη δεύτερη πράξη, ενώ επιβλήθηκε σε καθένα εξ αυτών συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και έξι (6) μηνών. Διατάχθηκε επίσης με την ανωτέρω υπ’ αριθ. 272/2021 απόφαση α) η έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής φυλάκισης ίσης με τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων ήτοι τριακόσιες εξήντα (360) ημέρες, σε περίπτωση μη καταβολής της επιβληθείσας χρηματικής ποινής και β) η αφαίρεση χρόνου κράτησης τριών (3) ημερών για έκαστο κατηγορούμενο, ενώ επίσης το δικαστήριο αποφάνθηκε η έφεση να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη. Επί της δεύτερης δικογραφίας σχηματισθείσας κατόπιν της από 27-2-2021 δεύτερης εγκλήσεως του ως άνω εγκαλούντος, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 271/2021 απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου με την οποία οι κατηγορούμενοι Β. Γ. του Θ. και Ν. Γ. του Θ., κηρύχθηκαν ένοχοι των ανωτέρω πράξεων [της συκοφαντικής δυσφήμησης μέσω του διαδικτύου από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και της εξύβρισης μέσω του διαδικτύου από κοινού και κατ’ εξακολούθηση] που έλαβαν χώρα στη Θεσσαλονίκη στις 27-2-2021 και καταδικάστηκαν, έκαστος τούτων, για την πρώτη πράξη σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και χρηματική ποινή τριακοσίων εξήντα (360) ημερήσιων μονάδων μετατραπείσας εκάστης ημερήσιας μονάδας προς τρία (3) ευρώ ημερησίως και σε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους για τη δεύτερη πράξη, ενώ επιβλήθηκε σε καθένα εξ αυτών συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και έξι (6) μηνών. Διατάχθηκε επίσης με την ανωτέρω υπ’ αριθ. 271/2021 απόφαση α) η έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής φυλάκισης ίσης με τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων, ήτοι τριακόσιες εξήντα (360) ημέρες, σε περίπτωση μη καταβολής της επιβληθείσας χρηματικής ποινής και β) η αφαίρεση χρόνου κράτησης δύο (2) ημερών για έκαστο κατηγορούμενο, ενώ επίσης το δικαστήριο αποφάνθηκε η έφεση να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη. Κατά των δύο ως άνω αποφάσεων του Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, οι καταδικασθέντες κατηγορούμενοι άσκησαν εμπρόθεσμα την 1 -3-2021 εφέσεις [με αριθμούς 29/2021 και 30/2021 κατά της πρώτης απόφασης και 31/2021 και 32/2021 κατά της δεύτερης απόφασης αντίστοιχα] για τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, το δικαστήριο είχε αποφανθεί να μην έχουν αναστέλλουσα δύναμη. Ακολούθως υπέβαλλαν τις από 12-3-2021 αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης των ανωτέρω αποφάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 497 παρ. 7 και 8 ΚΠΔ. Η Αντεισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης με το με αρ. πρωτ. …,…18-3-2021 έγγραφο της απευθυνόμενη προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζήτησε τον κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή, για το λόγο ότι όπως αναφέρει “ο παθών και εγκαλών των ανωτέρω πράξεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι δύο ανωτέρω καταδικαστικές αποφάσεις υπηρετεί ως Εισαγγελέας Εφετών στην κατά τόπο αρμόδια να αποφανθεί Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης από 27-10-2020 έως και σήμερα”.
Στην προκειμένη όμως υπόθεση ναι μεν ο ανωτέρω εγκαλών Β. Φ. είναι εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός και υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης ως Εισαγγελέας Εφετών, δεν συντρέχει ωστόσο νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, καθόσον από τα συνοδεύοντα την υπό κρίση αίτηση στοιχεία προκύπτει ότι πρόκειται για αυτόφωρα εγκλήματα σε βάρος του ως άνω δικαστικού λειτουργού στρεφόμενα κατά της τιμής του, ήτοι ότι οι καταγγελθείσες υπ’ αυτού ως τελεσθείσες σε βάρος του προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι πρωτοδίκως με τις παραπάνω αποφάσεις του Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, αποτελούν εγκλήματα κατά της τιμής, ανήκοντα στο εικοστό πρώτο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, επ’ αυτοφώρω καταληφθέντα (άρθρο 242 ΚΠΔ) και συνεπώς, κατά τη ρητή νομοθετική πρόβλεψη της περίπτωσης ε’ εδ. β’ του άρθρου 135 ΚΠΔ, δεν διατάσσεται παραπομπή των ανωτέρω υποθέσεων σε άλλο δικαστήριο. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση της Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης με την οποία ζητείται ο κανονισμός αρμοδιότητας κατά παραπομπή των ανωτέρω ποινικών υποθέσεων από τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Εφετείου Θεσσαλονίκης σ
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ