fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Κλητήριο θέσπισμα – Αναρμοδιότητα δικαστηρίου – Διακοπή παραγραφής

Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 581/2022, παρά το γεγονός ότι ερμηνεύει τις σχετικές διατάξεις του π.ΚΠΔ (το άρθρο 120, όπου υπήρχε μια διαφοροποίηση στην περίπτωση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, η οποία καταργήθηκε), αποσαφηνίζει τις διατάξεις για την αναστολή ή μη της παραγραφής σε περίπτωση που το δικαστήριο, στο οποίο έχει παραπεμφθεί η υπόθεση με κλητήριο θέσπισμα, κηρύξει εαυτό αναρμόδιο.

Κλήση σε αναρμόδιο δικαστήριο-προϋποθέσεις αναστολής παραγραφής κατ’ άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ«Εξάλλου, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 320, 321, 340 και 343 Κ.Ποιν.Δ., η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο κλήσεως ή κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με τη, χωρίς εναντίωση, εμφάνισή του στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, ότι η αναστολή της παραγραφής, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 Π.Κ., επέρχεται με την έναρξη της κύριας διαδικασίας, διότι έκτοτε η κατηγορία είναι εκκρεμής στο δικαστήριο. Για να αρχίσει η, επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής, κύρια διαδικασία αρκεί το, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 244, 245, 308 παρ. 3, 314 και 315 Κ.Ποιν.Δ., επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα ή κλήση να περιέχει, πλην άλλων, και προσδιορισμό του δικαστηρίου, στο οποίο καλείται αυτός να εμφανιστεί, χωρίς να είναι αναγκαίο για την εγκυρότητά του, το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση. Διότι η τυχόν αναγραφή άλλου, από το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, δικαστηρίου, δεν καθιστά το εισαγωγικό έγγραφο (κλητήριο ή κλήση) άκυρο και ανενεργές, ως προς τις έννομες συνέπειές του. Το έγγραφο αυτό, ως δηλωτικό του τέλους της προανακρίσεως και του αμετακλήτου της εισαγωγής της υποθέσεως στο ακροατήριο, διατηρεί την ισχύ του και δεν επαναλαμβάνεται, στηρίζει δε τη διαδικασία του, επιλαμβανομένου της υποθέσεως, αναρμοδίου δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο

Κήρυξη δικαστηρίου ως αναρμόδιο (120 παρ. 2 πΚΠΔ).  «Σε περίπτωση, δηλαδή, που το δικάζον δικαστήριο κηρυχθεί αναρμόδιο και παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., η αναστολή της παραγραφής, που επήλθε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της σχετικής κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, δεν ανατρέπεται αλλά διατηρείται, αφού η κλήτευση ήταν νομότυπη με τον προσδιορισμό του δικαστηρίου (ΟλΑΠ 2/1997, ΑΠ 2348/2007, ΑΠ 2343/2007).»

(Ειδικά με την αναρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου κατά το πΚΠΔ) «Αντίθετα, στην περίπτωση, που το μονομελές πλημμελειοδικείο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο και παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα, κατά το άρθρο 120 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ., ο οποίος μπορεί να παραγγείλει ανάκριση ή προανάκριση ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο ή να προκαλέσει τον κανονισμό αρμοδιότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 132 επ. Κ.Ποιν.Δ., τότε, εφόσον ο εισαγγελέας προβεί στις ανωτέρω ενέργειες, η υπόθεση επανέρχεται στο στάδιο της προδικασίας και, έτσι, ανατρέπεται η αναστολή της παραγραφής, διότι είναι δυνατό να μην εισαχθεί πλέον η υπόθεση στο ακροατήριο, αφού μπορεί, ενδεχομένως, να εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα. Όταν, όμως, ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν παρίσταται ανάγκη να προβεί σε κάποια από τις ανωτέρω ενέργειες, που επαναφέρουν την υπόθεση στο στάδιο της προδικασίας (διότι αυτή είναι ώριμη για εισαγωγή στο ακροατήριο) αλλά παραπέμψει τον κατηγορούμενο απευθείας στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, τότε η αναστολή της παραγραφής, που άρχισε με την επίδοση του πρώτου κλητηρίου θεσπίσματος δεν ανατρέπεται αλλά διατηρείται (ΑΠ 638/2021, ΑΠ 2348/2007, 2343/2007). Δηλαδή, μετά την παραπομπή από το μονομελές πλημμελειοδικείο στον εισαγγελέα αναβιώνει η προδικασία, μόνο στις περιπτώσεις που ο τελευταίος παραγγέλλει ανάκριση ή προανάκριση ή εισάγει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο ή προκαλεί κανονισμό αρμοδιότητας. Εάν, όμως, ακολουθήσει η σύνταξη από αυτόν νέου (διορθωτικού ή συμπληρωματικού) κλητηρίου θεσπίσματος για την ίδια πράξη, υφίσταται συνέχεια της κυρίας διαδικασίας, που άρχισε με την επίδοση του πρώτου κλητηρίου θεσπίσματος, αφού εκείνο δεν ακυρώθηκε, δοθέντος ότι επί ακυρώσεως, μόνον, τούτου υφίσταται ανατροπή των εννόμων συνεπειών της επιδόσεώς του, μεταξύ των οποίων και η ανατροπή της αναστολής της παραγραφής. Διαφορετική ερμηνεία των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 120 Κ.Ποιν.Δ. στην περίπτωση παραπομπής, λόγω αναρμοδιότητας του αρχικώς επιληφθέντος δικαστηρίου, με νέο κλητήριο θέσπισμα, στο αρμόδιο δικαστήριο, για την αυτή πράξη, χωρίς ακύρωση του πρώτου, θα οδηγούσε σε άτοπο και νομικά παράδοξο αποτέλεσμα, αφού επί παραπομπής από αναρμόδιο δικαστήριο στο αρμόδιο δεν επέρχεται, κατά τα προεκτεθέντα, ανατροπή της αναστολής της παραγραφής, ενώ τούτο θα συνέβαινε επί παραπομπής από μονομελές πλημμελειοδικείο στον εισαγγελέα, που ενήργησε ως άνω, χωρίς να προκαλέσει επάνοδο της υποθέσεως στο στάδιο της προδικασίας (ΑΠ 1580/2019).»

Ένδικη υπόθεση «Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Σε βάρος της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας Μ. Χ. σχηματίστηκε η, με αριθμό …/…, δικογραφία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Χαλκίδας και κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης κατ’ αυτής για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή, της ψευδούς αναφοράς στην αρχή, κατ’ εξακολούθηση και της ψευδορκίας μάρτυρα, με το, από 16-11-2017, κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Χαλκίδας παραπέμφθηκε η κατηγορουμένη- αναιρεσείουσα ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας, προκειμένου να δικαστεί για τις ως άνω πράξεις. Ενόψει όμως του γεγονότος ότι οι φερόμενοι ως παθόντες ήταν δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπηρετούντες στο Πρωτοδικείο και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Χαλκίδας, σε μεταγενέστερο χρόνο ο Εισαγγελέας Εφετών Ευβοίας με το, υπ’ αριθ. πρωτ. 45/14-1-2019, έγγραφό του προς το Συμβούλιο Εφετών Ευβοίας, μετά από σχετική αίτηση της κατηγορουμένης, ζήτησε να γίνει κανονισμός αρμοδιότητας, κατά παραπομπή. Με το, υπ’ αριθ. 10/2019, βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ευβοίας η δικογραφία παραπέμφθηκε προς εκδίκαση από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας, όπου εκκρεμούσε, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θηβών. Όμως, κατά τον χρόνο της παραπομπής η φερόμενη ως παθούσα, Πρόεδρος Πρωτοδικών, υπηρετούσε στο Πρωτοδικείο Θηβών. Έτσι ο Εισαγγελέας Εφετών Ευβοίας υπέβαλε στον Άρειο Πάγο αίτημα κανονισμού αρμοδιότητας και ο Άρειος Πάγος συνεδριάζοντας σε Συμβούλιο εξέδωσε την, υπ’ αριθ. 544/2020, απόφασή του, με την οποία έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αίτηση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 135, στοιχείο ε’ και 136 παρ. 1, στοιχείο β’ ΚΠοινΔ και παρέπεμψε την υπόθεση στις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου Λαμίας. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε κοινοποιήθηκε στην κατηγορουμένη – αναιρεσείουσα την 23-11-2017, το, από 16-11-2017, κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Χαλκίδας, όπως προκύπτει από το, με ημερομηνία 23-11-2017, αποδεικτικό επίδοσης του Αρχιφύλακα Κ. Τ. του AT Χαλκίδας. Μετά την έκδοση της, υπ’ αριθ. 544/2020 αποφάσεως του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Λαμίας εξέδωσε την, από 1-6-2020, κλήση, η οποία επιδόθηκε στην κατηγορούμενη στις 24-6-2020 και με την οποία την καλούσε να δικαστεί ενώπιον του ορισθέντος, κατά παραπομπή, Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, “σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο, από 16-11-2017, κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, με …-…/… και … …/…, όπως όρισε η, υπ’ αριθμόν 544/2020, απόφαση του Αρείου Πάγου”.
Κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου συζήτηση της υπόθεσης, κατόπιν άσκησης έφεσης κατά της, υπ’ αριθ. 120/2021, απόφασης του ως άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα προέβαλε, με παραδεκτό τρόπο, την ένσταση παραγραφής των αποδιδόμενων, σε αυτήν, αξιοποίνων πράξεων, ισχυριζόμενη ότι η εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν εκδόσεως δευτέρου, νέου κλητηρίου θεσπίσματος, ήτοι του, υπ’ αριθμόν … -… …/… από 1-6-2020, κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Λαμίας, μετά την έκδοση της, υπ’ αριθ. 544/2020, απόφασης του Αρείου Πάγου, περί κανονισμού αρμοδιότητας, κατά παραπομπή, δια της οποίας μεταφέρθηκε η τοπική αρμοδιότητα από το Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας στο Πλημμελειοδικείο Λαμίας, με αποτέλεσμα έτσι να ακυρωθεί το πρώτο ως άνω, υπ’ αριθ. …/…/…..11.2017 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χαλκίδας και το νέο κλητήριο θέσπισμα να της επιδοθεί μετά την παρέλευση πενταετίας από την τέλεση των ενδίκων ως άνω αξιόποινων πράξεων της. Την ένσταση αυτή απέρριψε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Λαμίας) με την υπ’ αριθ. 111/2021 απόφαση του, στην οποία διέλαβε επί λέξει επί της ως άνω ενστάσεως τις παρακάτω παραδοχές: “…πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος… και ο σχετικός λόγος παραγραφής που υποβλήθηκε με το 2ο υπόμνημα της κατηγορουμένης…, καθόσον το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στις 23-11-2017, ήτοι πριν την συμπλήρωση πέντε ετών από τον χρόνο τέλεσης των αποδιδομένων πράξεων (9-5-2014, 12-5-2014, 3-6-2014) σε συνδυασμό με την διατήρηση σε ισχύ αυτού λόγω πρόκλησης κανονισμού αρμοδιότητας (κατά τόπον) από τον Άρειο Πάγο, ενέργεια η οποία διατηρεί σε ισχύ το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε, όπως και την αναστολή της παραγραφής που επήλθε με την επίδοση αυτού…”. Στη συνέχεια το Δικαστήριο αυτό κήρυξε ένοχη των ως άνω πράξεων την κατηγορουμένη και επέβαλε σε αυτήν συνολική ποινή φυλάκισης έξι (6) ετών και εννέα (9) μηνών, την οποία μετέτρεψε προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως. Με τον ένα και μοναδικό λόγο του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη και της επέβαλε την προαναφερθείσα ποινή, αν και όφειλε να παύσει οριστικά την εναντίον της ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με όλα τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της προηγούμενης παραγράφου, κρίνεται ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του, ορθώς έκρινε ότι οι ως άνω αξιόποινες πράξεις δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, ενόψει του ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Λαμίας με την, από 1-6-2020, κλήση κάλεσε την κατηγορουμένη – αναιρεσείουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο, ίδιο ως άνω, από 16.11.2017, κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, με … …/…. και … …/…. Συγκεκριμένα, η υπόθεση, παρά τον Κανονισμό κατά παραπομπή αρμοδιότητας, δεν επανήλθε στο στάδιο της προδικασίας, με συνέπεια τη μη ανατροπή της αναστολής της παραγραφής που είχε επέλθει με την επίδοση του πρώτου, από 16-11-2017, κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας και επομένως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του έκρινε ότι οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, απορρίπτοντας τη σχετική ένσταση της κατηγορουμένης -τότε εκκαλούσας- δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη την, από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε’ Κ.Π.Δ., πλημμέλεια, ούτε και υπερέβη την εξουσία του, κατά παράβαση του άρθρου 510 παρ. 1 Η’ Κ.Π.Δ.»

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -