I. Στο δίκαιο των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση, για την επιδίωξη κοινού σκοπού με κοινή συμβολή των μελών τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία, ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας. Αφ’ ότου, όμως, εμφανίστηκε και δρα στην πράξη ως ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων, η κοινοπραξία είναι δυνατό να προσλάβει τη νομική μορφή είτε αστικής εταιρίας, εάν από τη φύση ή το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. του ΑΚ, είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εμπορικού δικαίου και υπάγεται σε έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται περιοριστικά από αυτό. Εκ τούτου, έπεται ότι, σε περίπτωση που η κοινοπραξία επιδιώκει εμπορικό σκοπό, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπορικού Νόμου (πριν την κατάργηση των άρθρων 18 – 28, 38, 39, 47 – 50 και 64 με το άρθρο 294 παρ. 2 του Ν 4072/2012), μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, οπότε προσομοιάζει στην ετερόρρυθμη εταιρία, με απεριορίστως ευθυνόμενο μόνο τον εμφανή εταίρο, είτε ομόρρυθμης εν τοις πράγμασι εταιρίας, με απεριορίστως και εις ολόκληρο ευθυνόμενα (άρθρο 22 του Εμπορικού Νόμου) πάντα τα μέλη αυτής για τις εκ της δραστηριότητας της υποχρεώσεις (ΑΠ 1078/2010 αδημ). Επομένως, εφαρμόζονται σε αυτήν, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της οι περί εταιρειών διατάξεις του Αστικού Κώδικα ήτοι τα άρθρα 741 επ. αυτού. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 62 ΚΠολΔ, συνδυαζόμενη προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό (κοινοπραξίες-ΟλΑΠ 22/1998 Δίκη 1999.24), μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσόμενων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ΄ επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών (ΟλΑΠ 14/2007 Δίκη 2007.1207). Αποφασιστικό κριτήριο για το αν σε συγκεκριμένη περίπτωση η κοινοπραξία ενήργησε ως αφανής εταιρία, οπότε ευθύνεται μόνο το μέλος που επιχείρησε τη συναλλαγή ή ενήργησε ως εν τοις πράγμα,σι ομόρρυθμη εταιρία, οπότε ευθύνονται αλληλεγγύως όλα τα μέλη της, είναι το πώς εκδηλώθηκε εξωτερικά η συγκεκριμένη δραστηριότητα (ΑΠ 1417/2018 αδημ, ΑΠ 1246/2014 ΧρΙΔ 2015.100).
II. Εξάλλου, αφανής ή μετοχική Εταιρία είναι η προσωπική χωρίς νομική προσωπικότητα και εταιρική περιουσία Εταιρία, με απουσία ανάπτυξης του εταιρικού δεσμού προς τα έξω, στην οποία ο μεταξύ των εταίρων εταιρικός δεσμός καταλαμβάνει τις προς τα έσω σχέσεις των εταίρων. Ειδικότερα, οι αφανείς εταίροι μετέχουν μόνο ενοχικά στα αποτελέσματα της δραστηριότητας του εμφανούς και όχι ως κοινωνοί των δικαιωμάτων και συνοφειλέτες των υποχρεώσεων που δημιουργεί η δράση του εμφανούς, συμμετέχοντας μόνο στην κατανομή των κερδοζημιών που προκύπτουν από τη δράση του τελευταίου, ενώ προς τα έξω εμφανίζεται ένας εταίρος (ή περισσότεροι) που ονομάζεται εμφανής, προς διάκριση από τους αφανείς, ο οποίος αναπτύσσει δραστηριότητα έναντι των τρίτων ιδίω ονόματι. Περαιτέρω, από τα άρθρα 758 και 762 ΑΚ συνάγεται ότι καθετί που αποκτά ο διαχειριστής εμφανής εταίρος από την άσκηση της δραστηριότητας της Εταιρίας έχει υποχρέωση να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός, σε περίπτωση δε διάρκειας μεγαλύτερης του έτους, ο λογαριασμός μεταξύ των εταίρων κλείνεται και τα κέρδη μοιράζονται στο τέλος του κάθε έτους. Ως κέρδη κατά την έννοια του νόμου νοείται το καθαρό προϊόν που απομένει μετά την αφαίρεση όλων των εξόδων. Επομένως, όταν ο εμφανής εταίρος αρνείται να αποδώσει στον αφανή εταίρο την ανάλογη από την εταιρική σχέση μερίδα των κερδών, στοιχείο της αγωγής και της απόφασης που εκδικάζει τα κέρδη αυτά είναι ο ακριβής προσδιορισμός των καθαρών κερδών, που επιδικάζονται. Τέλος, ο εμφανής εταίρος είναι υποχρεωμένος το πράγμα, που απέκτησε κατά κυριότητα στο όνομα του αλλά με εταιρικά χρήματα να το μεταβιβάσει κατά κυριότητα με άλλη δικαιοπραξία και στους αφανείς εταίρους κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας καθενός. Η υποχρέωση αυτή του εμφανούς εταίρου εκβιάζεται με την αγωγή του άρθρου 949 του ΚΠολΔ (ΑΠ 911/2011 αδημ, ΑΠ 535/2011 ΧρΙΔ 2012.57, ΑΠ 1038/2010 ΧρΙΔ 2011.371, ΕφΘεσ 785/2019 Αρμ. 2019.712). Η ευθύνη του διαχειριστή εμφανούς εταίρου έναντι του αφανούς είναι για κάθε πταίσμα (άρθρα 754 και 714 ΑΚ Ν. Ρόκα, Εμπορικές εταιρείες, 3η έκδοση, σελ. 32) και σε περίπτωση παράβασης του ο εμφανής εταίρος ευθύνεται έναντι των αφανών απευθείας δεδομένου ότι η αφανής εταιρεία δεν έχει νομική προσωπικότητα (βλ. ΠολΠρωτΑθ 2131/2008 ΑρχΝομ 2010.416, Ν. Ρόκα, ο.π, σελ. 90, σημ. 5 με παραπομπές στη νομολογία). Εξάλλου, και επί κοινοπραξίας που έχει τη μορφή ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας εν τοις πράγμασι, εφαρμοζομένων των ίδιων ως άνω διατάξεων, ο διαχειριστή εταίρος έχει υποχρέωση αποκτώντας το εταιρικό κέρδος να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων κατά το λόγο της εταιρικής τους μερίδας (ΑΠ 581/2004 ΕλλΔνη 2006.813).
III. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 754 ΑΚ, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή εταίρου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 714 έως 723 για την εντολή. Έτσι, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 714 ΑΚ, ο διαχειριστής εταίρος ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφριά αμέλεια, υποχρεούμενος να αποζημιώσει την εταιρεία για τη ζημία που της προκάλεσε, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ, έχει υποχρέωση να αποδώσει στην εταιρεία, ως εντολέα, καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής, δηλαδή της εταιρικής διαχείρισης ή απέκτησε από την εκτέλεση της. Πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για συμβατική ευθύνη από την εταιρική σχέση, Ειδικότερα, η άρνηση του εντολοδόχου να αποδώσει στην εταιρεία τα εισπραχθέντα για λογαριασμό της χρήματα από εταιρική συναλλαγή, εφόσον καταλήγει σε ιδιοποίηση απ’ αυτόν των εταιρικών χρημάτων, προκαλεί στην εταιρεία ισόποση ζημία, οπότε δημιουργείται σε βάρος του και υποχρέωση αποζημίωσης στο πλαίσιο αδικοπρακτικής ευθύνης του κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 ΑΚ, 375 ΠΚ. Στην περίπτωση αυτή συρρέουν οι αξιώσεις από τη σύμβαση με αυτές από το αδίκημα και αν μεν κατατείνουν σε διαφορετικές παροχές πρόκειται για γνήσια συρροή αξιώσεων, ενώ αν αφορούν την αυτή παροχή, που απλώς θεμελιώνεται τόσο ενδοσυμβατικά όσο και εξωσυμβατικά, δηλαδή σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις, πρόκειται για συρροή των περισσότερων νομικών βάσεων της αυτής ενιαίας αξίωσης (ΑΠ 192/2016 Ε7 2016.843).
IV. Τέλος και το νομικό πρόσωπο, εφόσον κηρύσσεται ικανό δικαίου και ικανό προς δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 ΑΚ), έχει δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών αναγνωριζόμενων σ’ αυτό άυλων αγαθών. Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας αυτού σε οποιαδήποτε των εκφάνσεων τούτων, δικαιούται να ζητήσει, κατά τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, προστασία, η οποία συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια (ΑΠ 265/2015 αδημ, ΕφΠειρ 221/2021 αδημ, ΕφΠειρ 352/2021 αδημ). Δικαιούχοι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να είναι και νομικά πρόσωπα, γιατί και αυτά είναι φορείς εννόμων αγαθών, εφόσον βέβαια επικαλεστούν και αποδείξουν μια συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση. Έτσι, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρείες με νομική προσωπικότητα, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 932/2019 ΕπΕμπΔικ 2020.223). Για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αυτής τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν ορισμένως ότι με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, προσβολές από τις οποίες τους προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, την οποία πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 932/2019 ο.π., ΑΠ 382/2011 ΝοΒ 2011.2158, ΕφΠειρ 33/2021 αδημ, ΕφΠειρ 352/2021 αδημ, ΕφΑΘ 6645/2019 αδημ, ΕφΠειρ 644/2019 αδημ, Εφθεσ 78/2018 αδημ).
Η ενάγουσα Κοινοπραξία επιχειρεί να θεμελιώσει, στο πρόσωπο της, αξιώσεις εναντίον των εναγόμενων από τη διαχείριση στα πλαίσια της ως άνω εταιρικής σχέσης και κατά παραπομπή στις σύμβαση της εντολής (άρθρα 754, 714 επ. ΑΚ) αλλά και με βάση την αδικοπραξία στηριζόμενη στην υπεξαίρεση χρηματικών ποσών από εντολοδόχο και διαχειριστή (συρροή νομίμων βάσεων), επικουρικά δε στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Κατά δε τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ως άνω κοινοπραξία, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας και η οποία είχε συσταθεί πριν την ισχύ του Ν 4072/2012, και ως εκ τούτου δεν απέκτησε νομική προσωπικότητα έχει εμπορικό σκοπό αφού σκοπός της είναι η εκτέλεση του ως άνω έργου, δραστηριότητα που αποτελεί επιχείρηση χειροτεχνίας και συνεπώς αντικειμενικά εμπορική πράξη. Επομένως, έχει τη μορφή της αφανούς εταιρείας με εμφανή εταίρο την εταιρεία που εκπροσωπούν οι εναγόμενοι ήτοι την «… ΑΤΕ» και αφανή εταίρο την «….. ΑΤΕ», καθόσον, με βάση τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ανάδοχος του έργου ήταν μόνον η «…. ΑΤΕ», με την οποία και μόνο συνήφθη η σύμβαση του έργου και στον όνομα της οποίας και μόνον εκδίδονταν οι σχετικοί λογαριασμοί και επομένως μόνον αυτή εμφανιζόταν δια του εκπροσώπου της προς τον τρίτο κύριο του έργου ως ανάδοχος και κατασκευαστής του. Η δε Κοινοπραξία συστάθηκε μετά τη σύναψη της σύμβασης του έργου ώστε στην εν λόγω δραστηριότητα η Κοινοπραξία εκδηλώθηκε εξωτερικά υπό τη μορφή της αφανούς εταιρείας. Συνεπώς, για την εν λόγω εταιρική μορφή εφαρμόζονται, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, οι διατάξεις για την αστική εταιρεία (άρθρα 741 επ. ΑΚ). Οι ίδιες δε διατάξεις θα εφαρμόζονταν, σύμφωνα με τα ίδια ως άνω αναφερόμενα, ακόμη και αν η εν λόγω Κοινοπραξία είχε το χαρακτήρα της εν της πράγμασι ομόρρυθμης εταιρείας. Οτιδήποτε δε αποκτήθηκε κατά την εκτέλεση του ως άνω έργου από την ως άνω εμφανή εταίρο, η οποία ενεργεί στο όνομα της και όχι για λογαριασμό της Κοινοπραξίας ή της αφανούς εταίρου, περιήλθε στην κυριότητα της και η τελευταία έχει ενοχική υποχρέωση να το καταστήσει κοινό κατά το λόγο της εταιρικής του μερίδας στον αφανή εταίρο. Η τελευταία δε διατηρεί ενοχική αξίωση συμμετοχής στα κέρδη, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Λόγω όμως της έλλειψης νομικής προσωπικότητας οι αξιώσεις τόσο από τις κερδοζημίες όσο και από την διαχείριση και την εντολή γεννώνται απευθείας στο πρόσωπο του αφανούς εταίρου (ή του εν τοις πράγμασι ομορρύθμου εταίρου) και στρέφονται κατά του άλλου εμφανούς εταίρου δεδομένου ότι η σχέση εντολής συνδέει τους δύο εταίρους και όχι την Κοινοπραξία και τον εμφανή εταίρο διότι αφενός η Κοινοπραξία δεν έχει νομική προσωπικότητα και αφετέρου ο εμφανής εταίρος δρα στο όνομα του (σε αντίθεση με την εταιρεία με νομική προσωπικότητα όπου σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εντολέας είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας και ο εντολοδόχος διαχειριστής εταίρος δρα για λογαριασμό της). Αντίστοιχα, λόγω της έλλειψης νομικής προσωπικότητας και δεδομένου ότι ο εμφανής εταίρος όσα αποκτά κατά κυριότητα έχει ενοχική μόνον υποχρέωση αναμεταβίβασης, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της υπεξαίρεσης για ό,τι αποκτήθηκε κατά την εκτέλεση της εντολής αφού δεν είναι ξένο πράγμα και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται ούτε αδικοπρακτική ευθύνη του. Σε κάθε δε περίπτωση, ελλείψει νομικής προσωπικότητας και αδυναμίας απόκτησης περιουσιακών στοιχείων της Κοινοπραξίας, δεν γεννώνται αυτοτελώς αξιώσεις αποζημίωσης στο πρόσωπο της, αλλά όπως προαναφέρθηκε, η Κοινοπραξία είναι φορέας των κατ’ ιδίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών της. Πολλώ μάλλον δεν γεννώνται αξιώσεις για χρηματική ικανοποίηση ελλείψει νομικής προσωπικότητας αυτής, πέραν του ότι στην αγωγή δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένης υλικής ζημίας, όπως απαιτείται σύμφωνα με τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν ως προς το σημείο αυτό (υπό στοιχείο IV). Επομένως, φορέας των με την αγωγή ασκούμενων αξιώσεων από τη διαχείριση και την εντολή αλλά και από τη συμμετοχή στα κέρδη από τη δράση της Κοινοπραξίας είναι η ως άνω αφανής εταίρος, στρεφόμενη κατά της εμφανούς εταίρου. Σημειωτέον ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για τη συναλλακτική δράση της Κοινοπραξίας έναντι των τρίτων, προς διευκόλυνση των οποίων αναγνωρίζεται στην Κοινοπραξία περιορισμένη ικανότητα διαδίκου και ικανότητα δικαίου, ως φορέας των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών της. Ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας Κοινοπραξίας στην άσκηση των ως άνω αξιώσεων, Η δε επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέα ως απαράδεκτη καθόσον δεν νοείται ούτε επικουρικά (δικονομικά) ασκούμενη διότι στηρίζεται στα ίδια με τη σύμβαση και την αδικοπραξία πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 104/2003 ΝοΒ 2003.1631).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ