Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν 5325/1932 «περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν», «η συναλλαγματική περιέχει: 1) Την ονομασίαν «συναλλαγματική», καταχωριζομένην εν αυτώ τω κειμένω του τίτλου και εκφραζομένην εν η γλώσση συντάσσεται ο τίτλος ούτος, 2) την απλήν και καθαράν εντολήν περί πληρωμής ορισμένου ποσού, 3) το όνομα εκείνου ο οποίος οφείλει να πληρώσει (πληρωτής), 4) την σημείωσιν της λήξεως, 5) την του τόπου της πληρωμής, 6) το όνομα εκείνου, εις τον οποίον ή εις διαταγήν του οποίου θα γίνη η πληρωμή, 7) την σημείωσιν της χρονολογίας και του τόπου της εκδόσεως της συναλλαγματικής, 8) την υπογραφήν του εκδίδοντος την συναλλαγματικήν (εκδότης)», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν 5325/1932, «εάν συναλλαγματική, ατελής κατά την έκδοσιν, συνεπληρώθη εναντίον των γενομένων συμφωνιών ή μη τήρησις των συμφωνιών τούτων δεν δύναται να αντιταχθή κατά του κομιστού, ειμή μόνον εάν ούτος απέκτησε την συναλλαγματικήν κακή τη πίστει ή εάν κατά την κτήσιν αυτής διέπραξε βαρύ πταίσμα». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή η έκδοση συναλλαγματικής, που δεν φέρει όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο για την τυπική εγκυρότητά της στοιχεία, η έλλειψη δε αυτή μπορεί να εκταθεί μέχρι την ύπαρξη επί του τίτλου μόνον της υπογραφής του αποδέκτη. Επομένως, εγκύρως μπορεί να υποχρεωθεί κάποιος από συναλλαγματική, όταν θέσει την υπογραφή του επί του τίτλου εν λευκώ και συμφωνήσει με τον λήπτη της, ρητώς ή σιωπηρώς, να συμπληρώσει αυτός ή εκείνος στον οποίο ο τίτλος θα περιέλθει, τα ελλείποντα στοιχεία. Η συναλλαγματική αυτή, αποκαλούμενη λευκή, διακρίνεται από την ατελή, από την οποία επίσης ελλείπουν ένα ή περισσότερα στοιχεία, κατά το ότι, ενώ η λευκή μπορεί να συμπληρωθεί κατά τις σχετικές συμφωνίες, η ατελής συναλλαγματική δεν μπορεί να συμπληρωθεί, διότι δεν υπάρχει συμφωνία συμπλήρωσής της. Έτσι, η εναντίον των συμφωνιών συμπλήρωση της λευκής συναλλαγματικής δίδει στον εξ αυτής υποχρεούμενο την ένσταση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης του κειμένου της συναλλαγματικής, εκ του ως άνω άρθρου 10 του Ν 5325/1932, η δε συμπλήρωση της ατελούς συναλλαγματικής εν αγνοία και παρά τη θέληση του υπογράφοντος αυτήν ως αποδέκτη, όταν δηλαδή δεν υπάρχει συμφωνία για τη συμπλήρωσή της, δίδει στον τελευταίο την ένσταση πλαστότητας του τίτλου (βλ. ΑΠ 1050/2010, ΑΠ 895/2006, ΑΠ 896/2006, ΑΠ 1670/2003, ΑΠ 923/2002 Nomos, ΑΠ 858/1973 ΠοινΧρον ΚΔ, 93, ΕφΘεσ 921/2016 Nomos, ΕφΠειρ 956/1997, ΕφΑθ 1079/1983 Αρμ 878). Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 3, 9, 11, 15, 17, 21 και 28 του Ν 5325/1932 προκύπτει ότι η ενοχή από συναλλαγματική είναι αναιτιώδης, με την έννοια ότι η αιτία η οποία έδωσε αφορμή στην έκδοσή της δεν αποτελεί κατ’ αρχήν προϋπόθεση του κύρους της. Όμως, ο οφειλέτης από συναλλαγματική, όπως είναι προπάντων ο αποδέκτης, μπορεί, όπως σε κάθε περίπτωση αναιτιώδους δικαιοπραξίας, να αποκαλύψει την αιτιώδη σχέση (υποκείμενη αιτία), η οποία τον συνδέει με τον εκδότη που ενασκεί την απαίτηση από τη συναλλαγματική, αντιτάσσοντας κατ’ εκείνου την ένσταση ότι δεν υπάρχει αιτία για την έκδοσή της με την ευρεία έννοια, είτε, δηλαδή, διότι η αιτία είναι παράνομη ή ανήθικη, είτε διότι αυτή έληξε ή δεν επακολούθησε ή δεν υπήρχε καθόλου αιτία από την αρχή κατά την έκδοση της συναλλαγματικής, καθώς και το τυχόν ελάττωμα της αιτιώδους σχέσης, οπότε, εάν αποδειχθεί η ένσταση αυτή καθίσταται ανενεργός η αξίωση από τη συναλλαγματική και ο οφειλέτης ελευθερώνεται (βλ. ΑΠ 1384/2013, ΑΠ 843/2012, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 123/2008, ΑΠ 1050/2010, ΑΠ 903/2006, ΑΠ 896/2006, ΑΠ 544/98, ΑΠ 1006/91 Nomos), αφού διαφορετικά η πληρωμή της συναλλαγματικής θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό του εκδότη της συναλλαγματικής κατά τα άρθρα 904 επ. ΑΚ (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 544/1998 Nomos). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Ν 5325/1932, τα εκ συναλλαγματικής εναγόμενα πρόσωπα μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή ενστάσεις, οι οποίες στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις τους με τον εκδότη ή με τους προηγούμενους κομιστές, μόνο αν ο κομιστής κατά την απόκτηση της συναλλαγματικής ενήργησε με γνώση προς βλάβη του οφειλέτη. Από τη διάταξη αυτή, η οποία εκφράζει τον αναιτιώδη χαρακτήρα της ενοχής από συναλλαγματική, συνάγεται ότι κατ’ εξαίρεση μόνο επιτρέπεται η προβολή τέτοιων ενστάσεων από το εναγόμενο εκ συναλλαγματικής πρόσωπο κατά του κομιστή της, αν ο κομιστής, κατά τον χρόνο κτήσης της συναλλαγματικής, αφενός μεν γνώριζε την ύπαρξη των ενστάσεων αυτών κατά του εκδότη ή των πριν από αυτόν κομιστών του τίτλου και αφετέρου ενήργησε προς βλάβη του οφειλέτη (βλ. ΑΠ 1180/2009, ΑΠ 904, 903/2006 Nomos, ΕφΛαρ 235/2017 ΔΕΕ 2018, 221), πράγμα που συμβαίνει (βλάβη του οφειλέτη) όταν με τη μεταβίβαση σ’ αυτόν της συναλλαγματικής επιδιώκεται να επιτευχθεί η είσπραξή της, η οποία αλλιώς θα ήταν αδύνατη, αφού ο οφειλέτης θα απέκρουε την πληρωμή της, προβάλλοντας τις ενστάσεις από τις προσωπικές του σχέσεις με εκείνον που έκανε τη μεταβίβαση (εκδότη ή προηγούμενο κομιστή) (ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 1847/2005 Nomos). Σε περίπτωση που ο κομιστής είναι νομικό πρόσωπο, η γνώση και ο σκοπός βλάβης του οφειλέτη κρίνονται κατ’ αρχήν από το πρόσωπο του καταστατικού εκπροσώπου του (άρθρο 70 ΑΚ). Όταν όμως το νομικό πρόσωπο ενήργησε με αντιπρόσωπο, ακόμη δε και με πρόσωπο, το οποίο έχει απλώς φαινόμενη πληρεξουσιότητα, διότι μέσω αυτού το νομικό πρόσωπο διεκπεραιώνει τις σχετικές υποθέσεις του στις συναλλαγές, όπως συμβαίνει με τους υπαλλήλους των τραπεζών μέσω των οποίων οι τράπεζες παραλαμβάνουν και προεξοφλούν συναλλαγματικές ή άλλα αξιόγραφα, η γνώση και ο σκοπός βλάβης κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου (άρθρο 214 ΑΚ), που έχει έστω και φαινόμενη πληρεξουσιότητα, αφού θα ήταν αντίθετο στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη το νομικό πρόσωπο να μπορούσε να επιδιώξει την είσπραξη συναλλαγματικής που έλαβε για λογαριασμό του τέτοιο πρόσωπο, αλλά να μην δεσμεύεται από τη συμπεριφορά του προσώπου αυτού κατά την παραλαβή της (ΑΠ 1845/2005 Nomos). Τέτοια ένσταση (στηριζόμενη στις προσωπικές σχέσεις του εναγομένου από τη συναλλαγματική με τον εκδότη ή με τους προηγούμενους κομιστές) είναι λ.χ. ο ισχυρισμός ότι η συναλλαγματική είναι συναλλαγματική ευκολίας (πρβλ. ΑΠ 735/2011 Nomos). Τέτοια ένσταση είναι, επίσης, ο ισχυρισμός ότι η συναλλαγματική είναι συναλλαγματική εγγυοδοσίας. Το περιεχόμενο της ένστασης αυτής είναι ότι ουδεμία έννομη σχέση υπήρξε μεταξύ του εκδότη και του αποδέκτη της συναλλαγματικής, η οποία να δικαιολογεί την αποδοχή της, ενώ κατά την πρόθεση αμφοτέρων των μερών (εκδότη και αποδέκτη) η έκδοση της συναλλαγματικής δεν πρόκειται να δημιουργήσει, πράγματι, νομικό δεσμό μεταξύ των προσώπων αυτών, διότι ο σκοπός, στον οποίο απέβλεψαν, ήταν να διασφαλιστεί ο εκδότης της συναλλαγματικής ότι ο αποδέκτης της συναλλαγματικής θα τηρήσει ορισμένες (οικονομικές ή άλλου είδους) υποχρεώσεις του έναντι αυτού. Υπό την έννοια αυτή υπάρχει αποδοχή συναλλαγματικής εγγυοδοσίας (δηλαδή συναλλαγματικής χωρίς την ύπαρξη ορισμένης έννομης σχέσης ή οικονομικού αντισταθμίσματος), όταν εκδίδεται απλώς και μόνο για να διασφαλιστεί ο εκδότης της συναλλαγματικής έναντι του αποδέκτη της, χωρίς να υπάρχει μεταξύ των μερών οποιαδήποτε έννομη σχέση και αιτία που δικαιολογεί την αποδοχή της συναλλαγματικής. Ως εγγυοδοσία νοείται η εξασφάλιση που παρέχεται με μετρητά, χρεόγραφα κ.λπ. από ένα πρόσωπο για την καλή εκπλήρωση των καθηκόντων του, ή από τον οφειλέτη ή τρίτο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Η σύμβαση της εγγυοδοσίας αποτελεί εξασφαλιστική σύμβαση και, συγκεκριμένα, συνιστά αυτόνομη υπόσχεση που δίνει ένα πρόσωπο (ο εγγυοδότης) προς άλλο πρόσωπο (τον εγγυολήπτη), ότι θα ευθύνεται απέναντι του, αν πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος που αφορά τον εγγυολήπτη. Στη συμβατική εγγυοδοσία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για την εγγύηση και αυτή ρυθμίζεται από τους όρους της σύμβασης κατά το άρθρο 361 ΑΚ. Εξάλλου, η νομιμότητα της αιτίας της κύριας σύμβασης δεν επιδρά στο κύρος της σύμβασης εγγυοδοσίας, όπου η ευθύνη του οφειλέτη (εγγυοδότη) έχει αυτόνομο, μη παρεπόμενο χαρακτήρα. Στην περίπτωση της σύμβασης εγγυοδοσίας προς εξασφάλιση απαίτησης η ευθύνη του οφειλέτη δεν εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης (και άρα ο εγγυοδότης δεν έχει την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού), διότι η αιτία στη σύμβαση εγγυοδοσίας είναι η εξασφάλιση του εγγυολήπτη με την παροχή προς αυτόν μιας πρόσθετης αξίωσης, ανεξάρτητης από το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης. Στη σύμβαση εγγυοδοσίας ερευνάται μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων που θέτει σαφώς η ίδια η σύμβαση για τη δυνατότητα του εγγυολήπτη να στραφεί κατά του εγγυοδότη. Στις συναλλαγές συμβαίνει να χρησιμοποιείται η αποδοχή συναλλαγματικής ως μέσο εξασφάλισης άλλων απαιτήσεων, που χαρακτηρίζεται από τους συμβαλλόμενους ως εγγύηση, πλην όμως ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης σύμβασης θα προκύψει με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής, σε συνδυασμό με τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, χωρίς προσήλωση στις χρησιμοποιούμενες από τους συμβαλλόμενους λέξεις ή φράσεις, αφού ο νομικός χαρακτηρισμός γίνεται πάντοτε από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται να διαγνώσει την υπόθεση. Όταν η συναλλαγματική επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής, η αιτία αποδοχής της είναι νόμιμη και δεν συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό του εκδότη της, κατά την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ, η εξασφαλιζόμενη με αυτήν απαίτηση, αν οι προϋποθέσεις, για τις οποίες δόθηκε η εγγυοδοσία, δεν πληρώθηκαν, οπότε μπορεί ο κομιστής της, ο οποίος αποκτά αξίωση από τη βασική σχέση, να την εισπράξει, χωρίς να καθίσταται πλουσιότερος από μη νόμιμη αιτία, αφού η κτήση του πλουτισμού του καλύπτεται από την περιουσιακή απώλεια που υπέστη από τη μη εκτέλεση της κύριας σύμβασης, η οποία συμφωνήθηκε με τη σύμβαση της εγγυοδοσίας προς ασφάλεια της μελλοντικής αυτής απαίτησής του. Έτσι, η ένσταση του οφειλέτη από συναλλαγματική ότι αυτή έχει δοθεί προς εξασφάλιση απαίτησης, αποκτά σημασία, μόνον όταν ο οφειλέτης αποδείξει ότι ο κομιστής της συναλλαγματικής δεν έχει αποκτήσει ληξιπρόθεσμη αξίωση από τη βασική σχέση ή ότι δεν έχει αποκτήσει αξίωση από τη συγκεκριμένη σχέση (βλ. ΕφΛαρ 235/2017 ΔΕΕ 2018, 221. Πρβλ. ΑΠ 1384/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στον προαναφερθέντα κανόνα του απαραδέκτου των ενστάσεων, που προτείνονται από πρόσωπα τα οποία ευθύνονται από συναλλαγματική, κατά του κομιστή αυτής, δεν περιλαμβάνονται οι λεγόμενες απόλυτες ενστάσεις, οι οποίες δεν στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις του εναγόμενου μετά του εκδότη ή των προηγουμένων κομιστών. Τέτοια είναι και η ένσταση πλαστογραφίας, η οποία προτείνεται κατά παντός κομιστή, έστω και καλής πίστης (πρβλ. ΑΠ 963/2019, ΑΠ 907/2018, ΑΠ 544/2015, ΑΠ 738/2006 Nomos). Εξάλλου, κατά το άρθρο 460 ΚΠολΔ κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Περαιτέρω κατά το άρθρο 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της απόδειξης και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, κανόνα της αποδεικτικής διαδικασίας, που τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρέλκυσης της εκκρεμούς δίκης. Προϋποθέτει δηλαδή εκκρεμή δίκη, στο πλαίσιο της οποίας προσκομίστηκε ως αποδεικτικό μέσο ένα έγγραφο που προσβάλλεται ήδη κατ’ ένσταση ως πλαστό. Επομένως, ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνον όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή (ΑΠ Ολ 23/1999 ΕλλΔνη 2000, 29), όχι δε και όταν η πλαστότητα του εγγράφου προτείνεται με κύρια αυτοτελή αγωγή, αλλά και με ανακοπή, που αποτελεί εισαγωγικό δικόγραφο αυτοτελούς δίκης, αφού σύμφωνα με το άρθρο 585 παρ. 1 ΚΠολΔ οι διατάξεις για την άσκηση της αγωγής, την εισαγωγή της για συζήτηση και τη συζήτηση στο ακροατήριο εφαρμόζονται και στην ανακοπή (ΑΠ 922/2002 Nomos). Περαιτέρω, για την παραδεκτή προβολή του σχετικού περί πλαστότητας ισχυρισμού απαιτείται η κατ’ άρθρο 98 περ. β΄ ΚΠολΔ ειδική πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο ή προβάλλοντα την ένσταση δικηγόρο είτε εκ των προτέρων είτε με επιγενόμενη των ενεργειών του έγκριση, η οποία συνάγεται και από την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στο ακροατήριο και τον διορισμό πληρεξούσιου δικηγόρου προς εκπροσώπησή του, που λειτουργεί αναδρομικά, εκτός αν κατά του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πλαστογραφία έχει υποβληθεί αρμοδίως σχετική μήνυση, οπότε δεν απαιτείται να υπάρχει η ανωτέρω ειδική πληρεξουσιότητα (βλ. ΑΠ Ολ 1408/1984 ΕλλΔνη 1985, 198, ΑΠ 291/2002, ΕφΛαρ 192/2015 Δικογραφία 2016, 567, Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 98, αριθ. 4) ΜΕφΑιγ 49/2020 ΤΝΠ Qualex.-
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ