Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με τις διατάξεις των άρθρων 43 – 120 του Ν 4072/2012. Η αιτιολογική έκθεση του νόμου περιλαμβάνει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές ως προς τον σκοπό του νομοθέτη. Η θέσπιση της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας αποσκοπεί σε μια υποκατάσταση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με ένα νέο σχήμα, που δεν θα χαρακτηρίζεται από τα δύο βασικά ελαττώματα της τελευταίας, τη δυσκαμψία όσον αφορά τις τροποποιήσεις του καταστατικού και το σημαντικό κόστος λειτουργίας. Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του νέου εταιρικού σχήματος είναι η ευρεία ελευθερία μορφοποίησης του καταστατικού. Πολλά από τα στοιχεία που αφορούν την εταιρεία, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο καταστατικής πρόβλεψης και να προσδώσουν σε αυτήν έντονα προσωποπαγή στοιχεία. Συγχρόνως, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες χαρακτηριστικό των κεφαλαιουχικών εταιρειών, δηλαδή η έλλειψη προσωπικής ευθύνης των εταίρων για τις εταιρικές υποχρεώσεις (βλ. αιτιολογική έκθεση του νόμου, δημοσιευμένη στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Βουλής των Ελλήνων και μελέτες σε ΕΕμπΔ 2012/546, Γιαλούρης, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔΙΚ 2012/1, Σωτηρόπουλος και ΔΦΟΡΝ 2012/1473, Λαμπροπούλου).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 6, 10 επ., 13, 14 επ., 16 επ., 20, 26, 27 επ., 29, 33, 34, 38 επ. και 44 του Ν. 3190/1955 (εφαρμοζομένων αναλογικά) προκύπτει, ότι ο εταιρικός τύπος της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης χαρακτηρίζεται τόσο από στοιχεία κεφαλαιουχικά όσο και από στοιχεία προσωπικά, που αφορούν στις σχέσεις των εταίρων μεταξύ τους και προς την εταιρία. Από αυτό συνάγεται ότι, ανεξάρτητα από την ύπαρξη διαχειριστών και τα αναγνωριζόμενα στη μειοψηφία δικαιώματα, μπορεί να αποτελέσει σπουδαίο λόγο για την έξοδο κάποιου εταίρου από την ΕΠΕ, κατ` άρθρο 33 του ως άνω νόμου, αλλά και για τη δικαστική λύση της, κατ` άρθρο 44 παρ. 1 περ. γ` πλην άλλων, και η σοβαρή διαταραχή των προσωπικών και εταιρικών σχέσεων των εταίρων και οι συνεχείς διαφωνίες και διενέξεις τους, συνεπαγόμενες την αδυναμία συνεργασίας τους για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση του σπουδαίου λόγου για τον οποίο λύεται με (διαπλαστική) δικαστική απόφαση η εταιρεία, δεν προϋποτίθεται η ύπαρξη υπαιτιότητας των λοιπών εταίρων ή των εκπροσώπων της εταιρίας, ούτε η έλλειψη υπαιτιότητας του ζητούντος την έξοδο εταίρου ή τη λύση της εταιρίας, αλλά η υπαιτιότητα του τελευταίου (αιτούντος) στην ίδρυση του σπουδαίου λόγου δύναται κατά τις περιστάσεις να θεμελιώσει ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1127/1988, ΕλλΔ/νη 31.328, ΕφΑθ 240/2011, ΝΟΜΟΣ). Συνιστά δε σπουδαίο λόγο οποιοδήποτε περιστατικό, που ανάγεται στο πρόσωπο ή όχι του καταγγέλλοντος, το οποίο, σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη, καθιστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επαχθή για τον εταίρο την εξακολούθηση της εταιρείας έως τον χρόνο λήξεως της διάρκειάς της. Τέτοια περιστατικά είναι η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων, η κακή διαχείρισή τους, οι διαρκείς διαφωνίες, η έλλειψη συνεργασίας, κατανοήσεως κ.ά. (βλ. ΕφΑθ 9131/2005, ΔΕΕ 2006/388, ΕφΑθ 1715/2005, ΕλλΔ/νη 2005/1726).
Σύμφωνα με το άρθρο 103 του Ν 4072/2012 «Λόγοι λύσης. 1. Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία λύεται: (α) οποτεδήποτε με απόφαση των εταίρων, (β) όταν παρέλθει ο ορισμένος χρόνος διάρκειας, εκτός αν ο χρόνος αυτός παραταθεί πριν λήξει με απόφαση των εταίρων, (γ) αν κηρυχθεί η εταιρεία σε πτώχευση, και (δ) σε άλλες περιπτώσεις που προβλέπει ο παρών νόμος ή το καταστατικό. 2. Η λύση της εταιρείας, αν δεν οφείλεται στην πάροδο του χρόνου διάρκειας, καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ. με μέριμνα του εκκαθαριστή. Ενώ κατ` άρθρο 48, παρ. 1 του ιδίου νόμου «Επίλυση διαφορών. 1. Για τις υποθέσεις που, κατά τις διατάξεις του Β` Μέρους του παρόντος νόμου, υπάγονται σε δικαστήριο, αποκλειστικά αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο της έδρας της εταιρείας, που κρίνει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο».
Ως γνωστόν, στο δίκαιο της ΙΚΕ (άρθρα 43επ. ν. 4072/2012) δεν προβλέπεται δυνατότητα λύσης της εταιρίας με δικαστική απόφαση λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου, όπως αντιθέτως προβλέπεται τόσο στην ΟΕ (άρθρο 259 παρ. 1 περιπτ. δ` ν. 4072/2012 όσο και στην ΕΠΕ (άρθρο 44 παρ. 1 περιπτ. γ`), ενώ σχετική πρόβλεψη, με πολύ αυστηρότερες ωστόσο προϋποθέσεις, υπάρχει και στο δίκαιο της ΑΕ (άρθρο 166 ν. 4548/2018. Τέτοια δυνατότητα μπορεί να συμπεριληφθεί στο καταστατικό μιας ΙΚΕ. Τούτο συνάγεται από το άρθρο 103 παρ. 1 περιπτ. (δ) ν. 4072/2012, ήδη μάλιστα έχει γίνει δεκτό και από τη νομολογία (βλ. ΕιρΣητείας 50/2014, Αρμ 2014/1546 με σημ. Δ. Χατζημιχαήλ, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, στο καταστατικό μιας ΙΚΕ νομίμως μπορούν να προβλεφθούν και άλλες περιπτώσεις λύσης της εταιρείας, όπως ενδεικτικά ο θάνατος κάποιου εταίρου της, ή ακόμη και η δυνατότητα κάθε εταίρου να λύσει την εταιρεία διά καταγγελίας, ιδίως επί συνδρομής σπουδαίου λόγου. Στην περίπτωση όμως όπου δεν έχει προβλεφθεί στο καταστατικό μιας ΙΚΕ δυνατότητα δικαστικής λύσης της εταιρείας λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου, δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί ένα τέτοιο δικαίωμα κάθε εταίρου της, ή έστω εταίρου ή εταίρων που διαθέτουν κάποιο ελάχιστο ποσοστό των εταιρικών μεριδίων, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 44 παρ. 1 περιπτ. γ` ν. 3190/1955, καθώς δεν διαπιστώνεται ότι υφίσταται ακούσιο νομοθετικό κενό, ήτοι μια νομοθετική ατέλεια του νόμου που βρίσκεται σε αντίθεση με το κανονιστικό πρόγραμμα του νομοθέτη, ώστε να καλυφθεί αυτό μέσω της αναλογικής εφαρμογής των προβλεπόμενων στο δίκαιο της ΕΠΕ διατάξεων. Ειδικότερα, όπως προκύπτει και από την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4072/2012, αποτέλεσε συνειδητή επιλογή του νομοθέτη η μη συμπερίληψη δυνατότητας δικαστικής λύσης της εταιρείας, παρά μόνο στην περίπτωση όπου οι εταίροι έχουν επιλέξει να συμπεριλάβουν μια τέτοια πρόβλεψη στο καταστατικό. Συγκεκριμένα, στην Αιτιολογική Έκθεση υπό το άρθρο 103 αναφέρεται: «Επισημαίνεται ότι ο νόμος δεν προβλέπει τη λύση της εταιρείας με καταγγελία ενός από τους εταίρους ούτε με δικαστική απόφαση για σπουδαίο λόγο… Τέτοιες προβλέψεις μπορούν να περιληφθούν ωστόσο στο καταστατικό, κατ’ εφαρμογήν της περίπτωσης (δ) της παραγράφου 1…». Επιπλέον, όπως συνάγεται και από την αρχή της διατήρησης της εταιρικής επιχείρησης, η οποία διαπνέει πλέον και το δίκαιο των προσωπικών εταιρειών, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εταιρεία λύεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις που απαριθμούνται στον νόμο και στο καταστατικό. Πρέπει φυσικά να επισημανθεί ότι όταν το δικαστήριο καλείται να επιλύσει ένα σημαντικό πρόβλημα εταιρικού αδιεξόδου, που οδηγεί σε πλήρη παράλυση της εταιρείας, όπως όταν οι σχέσεις δύο εταίρων μιας διμελούς ΙΚΕ έχουν διαταραχθεί πλήρως, με συνέπεια την αδυναμία λειτουργίας της εταιρείας, ενώ συγχρόνως οι εταίροι απέχουν πλέον από κάθε ενασχόληση με την κοινή τους εταιρεία. Η πλήρης αυτή αποξένωση των συνεταίρων πρέπει να καθιστά αδύνατη ακόμη και τη λήψη απόφασης για τη λύση της κοινής τους εταιρείας. Σε όλες τις διαρκείς ενοχές ορισμένου χρόνου θα έπρεπε να υφίσταται δυνατότητα πρόωρης λύσης (καταγγελίας) για σπουδαίο λόγο. Ωστόσο, το δίκαιο της ΙΚΕ προβλέπει ειδικούς τρόπους επίλυσης τέτοιων ζητημάτων. Συγκεκριμένα, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο εταίρος μπορεί να εξέλθει της εταιρείας με δικαστική απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 1 ν. 4072/2012, ή να ζητήσει τον αποκλεισμό του συνεταίρου ή των συνεταίρων του δυνάμει του άρθρου 93 ν. 4072/2012. Μάλιστα ιδίως ως προς την εκούσια έξοδο εταίρου, τούτη χαρακτηρίζεται από αμεσότητα και ταχύτητα, καθώς εν αντιθέσει με τον αποκλεισμό εταίρου, η σχετική δικαστική απόφαση ισχύει από την έκδοσή της, ενώ, σύμφωνα με τη μάλλον ορθότερη γνώμη, η καταβολή της πλήρους αξίας των εταιρικών μεριδίων του εξερχόμενου εταίρου δεν συνιστά προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της αποχώρησής του από την εταιρεία. Ακόμη όμως και ήθελε γίνει δεκτή η θέση ότι για να εξέλθει ο εταίρος από την ΙΚΕ θα πρέπει να του καταβληθεί η πλήρης αξία των εταιρικών του μεριδίων, διαδικασία που αφενός μπορεί να προκαλέσει καθυστερήσεις, αφετέρου σε εταιρείες πλήρως αδρανοποιημένες θα είναι μάλλον ατελέσφορη, θα είναι και πάλι δυνατή η ολοκλήρωση της εξόδου χωρίς την ανάγκη προσδιορισμού και καταβολής της αξίας αυτής, εφόσον ο εξερχόμενος εταίρος παραιτείται ρητά στο δικόγραφο της αίτησής του από την αξίωση προσδιορισμού και καταβολής της πλήρους αξίας των εταιρικών του μεριδίων. Μετά την έξοδο του εταίρου από μια διμελή ΙΚΕ, η τελευταία θα καθίσταται μονοπρόσωπη (άρθρο 43 παρ. 4 ν. 4072/2012) ο δε εναπομείνας εταίρος μπορεί είτε να συνεχίσει μόνος του τη λειτουργία της εταιρείας, είτε να αποφασίσει μονομερώς τη λύση της εταιρείας. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η γενικότερη αρχή του δικαίου περί δυνατότητας πρόωρης λύσης όλων των διαρκών ενοχών ορισμένου χρόνου σε περίπτωση συνδρομής σπουδαίου λόγου, στο δίκαιο της ΙΚΕ εξειδικεύεται και τυποποιείται στην πρόβλεψη του άρθρου 92 παρ. 1 ν. 4072/2012 περί δυνατότητας εξόδου του εταίρου λόγω σπουδαίου λόγου. Συνεπώς, λύση της εταιρείας με δικαστική απόφαση λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου θα είναι δυνατή μόνον όταν τούτο προβλέπεται ρητά στο καταστατικό, ενώ σε αντίθετη περίπτωση η επίλυση του εταιρικού αδιεξόδου θα πρέπει να επιχειρηθεί μέσω της εξόδου ή του αποκλεισμού εταίρου (βλ. ΕΕμπΔ Τεύχος 1/2020 σχόλιο Γ. Πανίτσα στην ΕιρΡοδ 84/2019 SAKKOULAS ON, ΕΙΡ.ΒΟΛΟΥ 245/2021 nomos) .
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ