Η αφανής εταιρία λύνεται για τους προβλεπόμενους από τις διατάξεις των άρθρων 765 επ. ΑΚ λόγους, ένεκα των οποίων λύνεται η αστική εταιρία (άρθρο 291 παρ. 1 εδ. α Ν 4072/2012). Έτσι, η λύση της αφανούς εταιρίας επέρχεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, μέσω τακτικής ή έκτακτης καταγγελίας εταίρου, η οποία επιφέρει τις έννομες συνέπειες αυτής, έστω κι αν δεν υφίσταται σπουδαίος λόγος, όπως απαιτείται από τη ρύθμιση του άρθρου 766 ΑΚ (βλ. ΑΠ 227/2012, ΔΕΕ 2013, 475). Τη λύση της αφανούς εταιρίας ακολουθεί αυτοδικαίως η εκκαθάρισή της (αρ. 291 παρ. 1εδ. β Ν 4072/2012 σε συνδ. προς τα άρθρα 777 επ. ΑΚ). Η προειρημένη εκκαθάριση διενεργείται κατ’ αρχήν από τον εμφανή εταίρο, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας των εταίρων, ο διαχειριστής διορίζεται από το δικαστήριο με αίτηση ενός από τους εταίρους (αρ. 291 παρ. 2 εδ. α Ν 4072/2012 σε συνδυασμό με τα αρ. 285 παρ. 3 του ίδιου νόμου, 778 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ). Εξάλλου, ως εκκαθάριση νοείται ένα σύνολο αλληλένδετων εργασιών, οι οποίες συνίστανται στη διεκπεραίωση των εκκρεμών υποθέσεων της εταιρίας, στην είσπραξη των απαιτήσεων αυτής εναντίον τρίτων, στη ρευστοποίηση της ταγμένης για την εξυπηρέτηση του εταιρικού σκοπού περιουσίας, στην εξόφληση των χρεών της εταιρίας προς τους τρίτους και τους εταίρους, στην απόδοση στους εταίρους των πραγμάτων που αυτοί έχουν εισφέρει στην εταιρία κατά χρήση, στην απόδοση της χρηματικής αξίας της συμμετοχής του αφανούς εταίρου, όπως αυτή προσδιορίζεται επί τη βάσει της πραγματικής αξίας του συνόλου της εταιρικής περιουσίας που δημιουργήθηκε με τις εισφορές στο όνομα του εμφανούς εταίρου και αποκτήθηκε διά της εταιρικής δραστηριότητας του τελευταίου, στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα εμφανή και αφανή αποθεματικά, μειωμένης κατά το μερίδιο της συμμετοχής του αφανούς εταίρου στις ζημίες της εταιρίας, και τέλος στη διανομή του τυχόν εναπομείναντος υπολοίπου, ήτοι του προϊόντος της εκκαθάρισης, κατά τον λόγο της συμμετοχής εκάστου εταίρου στα κέρδη της εταιρίας (αρ. 291 παρ. 2 εδ. β, γ Ν 4072/2012). Αντικείμενο της προμνημονευθείσας εισφοράς κατά χρήση, που επιστρέφεται αυτούσιο (αρ. 291 παρ. 2 εδ. γ Ν 4072/2012), δεν μπορεί άλλωστε να είναι αναλωτά πράγματα, δηλαδή τα κινητά, των οποίων η κατά προορισμό χρήση σύμφωνα με τις αντιλήψεις των συναλλαγών συνίσταται στην κατανάλωση ή την εκποίησή τους, όπως τα χρήματα (αρ. 779, 951 και 952 ΑΚ), οπότε δεν δύναται εν προκειμένω να γίνει λόγος περί αυτούσιας απόδοσης χρημάτων, δοθέντος ότι η εκ μέρους του αφανούς εταίρου εισφορά χρημάτων δεν είναι κατά χρήση, αλλά κατά κυριότητα. Μετά την απόδοση αυτούσιων των προεκτεθεισών κατά χρήση εισφορών, έπεται η εξόφληση των εταιρικών χρεών, ήτοι των χρεών της εταιρίας προς τους δανειστές, τρίτους, ή εταίρους (αρ. 780 παρ. 1 ΑΚ, βλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, 2012 σελ. 111-112). Στα εξοφλητέα χρέη της εταιρίας δεν περιλαμβάνονται αντιθέτως οι οφειλές έναντι των εταίρων από την εταιρική σχέση, που από τη φύση τους γεννώνται ή καθίστανται ληξιπρόθεσμες μετά την εξόφληση των χρεών της εταιρίας, όπως η απόδοση της αξίας της εταιρικής συμμετοχής και η καταβολή του προϊόντος της εκκαθάρισης (Ρ. Γιοβανόπουλο, Σ.Ε.Α.Κ., τ. I, 2010, αρ. 780 ΑΚ αρ. 2). Έτσι, οι αξιώσεις του εταίρου από την εταιρική σχέση, όπως είναι η έχουσα ως αντικείμενο την καταβολή της αξίας της εταιρικής συμμετοχής αυτού, αποτελούν κονδύλια του λογαριασμού της εκκαθάρισης, προκειμένου να κριθεί εάν και ποιο ποσό δικαιούται να λάβει κάθε εταίρος κατά τη διανομή, και δεν μπορούν να ασκηθούν αυτοτελώς κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, εκτός αν μ’ αυτές δεν εμποδίζεται ή διευκολύνεται ο σκοπός της εκκαθάρισης. Πρέπει επομένως εν πρώτοις να διενεργηθεί και να περατωθεί η εκκαθάριση της αφανούς εταιρίας, ώστε μετά το πέρας της και ανάλογα με τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης να αποδοθεί από τον εμφανή εταίρο στον αφανή η αξία της συμμετοχής του τελευταίου και να ικανοποιηθούν οι λοιπές αξιώσεις αυτού (βλ. σχετικά ΑΠ 1355/2019 Nomos, ΜΕφΠειρ 128/2016 Nomos, ΕφΘεσ 2919/2006, ΕπισκΕΔ 2007, 162, ΕφΑθ 3047/2000, ΕλλΔνη 2001, 790, ΕφΠειρ 1061/2000, ΔΕΕ 2001, 167, ΠΠρΠατρ 744/2017, ΕλλΔνη 2019, 545, ΜΠρΠατρ 719/2017 Nomos, ΜΠρΘεσ 10191/2015, Αρμ 2016, 633, Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, ό.π., σελ. 112 επ. και 176 και ΜΠρΠατρ. 29/2021 ΤΠΝ Qualex).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ