Με την πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση ΑΠ 1147/2023 κρίθηκε ότι, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, μετέβαλε την κατηγορία έπρεπε να παραπέμψει στο αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΜΟΔ) για την εξ υπαρχής εκδίκαση της υπόθεσης.
Σχετικές διατάξεις: Κατά το άρθρο 118 ΚΠΔ την αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109-115 στον ίδιο κώδικα προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός της πράξης από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά, τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα (στην περίπτωση της απευθείας εισαγωγής της υπόθεσης).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 109, τόσο του προϊσχύσαντος, όσο και του ισχύοντος του ΚΠΔ: “Το μικτό ορκωτό δικαστήριο δικάζει σε πρώτο βαθμό: α) τα κακουργήματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των μονομελών και τριμελών εφετείων και β) τα πολιτικά πλημμελήματα”. Από τη διάταξη αυτή αλλά και τις διατάξεις των άρθρων 110 και 111 του ίδιου κώδικα στα οποία αναφέρονται τα κακουργήματα που εκδικάζονται από τα μονομελή και τριμελή εφετεία κακουργημάτων συνάγεται ότι το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 306 παρ. 2 περ. β ν.ΠΚ έγκλημα της έκθεσης στην κακουργηματική του μορφή υπάγεται στην αρμοδιότητα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.
Κατά δε το άρθρο 121 του ν. ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 113 του ν. 4855/12-11-2021 και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, “το δικαστήριο που δικάζει κατ’ έφεση, αν κρίνει ότι το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό ήταν αναρμόδιο, επειδή το έγκλημα υπαγόταν σε κατώτερο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και δικάζει ανέκκλητα το ίδιο την υπόθεση στην ουσία (άρθρο 502 παρ. 3). Εάν το δευτεροβάθμιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο σε πρώτο βαθμό, ακυρώνει την απόφαση, κρατεί και δικάζει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό. Σε κάθε άλλη περίπτωση καθ’ ύλην αναρμοδιότητας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας ταυτόχρονα όσα προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 120”.
Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 120 του ν. ΚΠΔ, όπως η παράγραφος 4 προστέθηκε με το άρθρο 112 ν. 4855/12-11-2021, 1. Το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ’ ύλην αρμοδιότητά του σε κάθε στάδιο της δίκης. 2. Το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αντίστοιχο αρμόδιο. Σε αυτήν την περίπτωση έχει δυνητικά τις εξουσίες του άρθρου 315. 3. Κατ’ εξαίρεση το δικαστήριο που χαρακτηρίζει εαυτό αναρμόδιο, παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα, αν κρίνει ότι η πράξη, όπως χαρακτηρίζεται από αυτό, είναι κακούργημα. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας παραγγέλλει κυρία ανάκριση. 4. Παραπομπή στον εισαγγελέα δεν γίνεται εάν διενεργήθηκε κύρια ανάκριση ή ο χαρακτήρας της πράξης ως κακουργήματος προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο.
Επίσης η απόφαση του Αρείου Πάγου περί παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο επέχει θέση σε αυτή τη φάση της ποινικής δίκης παραπεμπτικού βουλεύματος (άρθρο 120 παρ. 2 ΚΠΔ),
Ένδικη υπόθεση: Το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο Πενταμελές Εφετείο Αιγαίου επελήφθη των σ’ αυτό εισαχθέντων προς εκδίκαση εφέσεων των ως άνω κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της με αριθμό 50/7-6-2019 απόφασης του πρωτοβαθμίως δικάσαντος δικαστηρίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αιγαίου, κατ’ επιτρεπτή επισκόπηση της οποίας για τις ανάγκες έρευνας των αναιρετικών λόγων προκύπτει, ότι οι κατηγορούμενοι είχαν κηρυχθεί ένοχοι και καταδικάσθηκαν για την κακουργηματικού βαθμού πράξη της διατάραξης υδάτινης συγκοινωνίας εκ προθέσεως από την οποία προέκυψε κίνδυνος για ανθρώπους και επήλθε θάνατος ανθρώπου (άρθρο 291 Παρ 1 περ. β και γ του π. ΠΚ)
Ακολούθως το Πενταμελές Εφετείο κακουργημάτων Αιγαίου με τη με αριθμό 9/2022 εν προκειμένω προσβαλλομένη απόφασή του, κατά παραδοχή τυπικά και ουσιαστικά των εφέσεων, κήρυξε τους εκκαλούντες κατηγορουμένους και νυν αναιρεσείοντες ενόχους κατά πλειοψηφία για το αδίκημα της θανατηφόρου έκθεσης με ενδεχόμενο δόλο προβαίνοντας σε ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης της διατάραξης υδάτινης συγκοινωνίας εκ προθέσεως από την οποία προέκυψε κίνδυνος για ανθρώπους και επήλθε θάνατος ανθρώπου, η οποία είχε αποδοθεί σ’ αυτούς πρωτοδίκως.
Σημειωτέον εδώ ότι και για τη πράξη αυτή είχε ήδη εξ αρχής ασκηθεί εις βάρος της ποινική δίωξη και είχε απολογηθεί στο στάδιο της ανάκρισης, ενώ δια του βουλεύματος κρίθηκε ως συρρέουσα φαινομενικά και απορροφηθείσα από το αδίκημα της παρακώλυσης συγκοινωνιών του άρθρου 291 Π.Κ., στου οποίου όμως τη νέα νομοτεχνική μορφή της αντικειμενικής του υποστάσεως δια του Νέου ΠΚ, δεν μπορούν πλέον να υπαχθούν τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υπόθεσης.
Ακολούθως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες ένοχους για την αξιόποινη πράξη της θανατηφόρας έκθεσης με ενδεχόμενο δόλο (άρθρο 306 παρ. 2 περίπτωση β’ ν.ΠΚ), και επιβλήθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο Σ. Κ. ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών με αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ και ε’ ΠΚ, ανασταλείσα υπό την επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής επί ένα (1) έτος, στον δεύτερο κατηγορούμενο Α. Μ. ποινή κάθειρξης πέντε(5) ετών με αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ και ε’ ΠΚ, εκτιτέα στην κατοικία του, και στην τρίτη κατηγορούμενη Ά. Μ. ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών με αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ και ε’ ΠΚ, ανασταλείσα επί τριετία, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της πράξης που τους είχε αποδοθεί πρωτόδικα, για το αδίκημα της θανατηφόρου έκθεσης, με ενδεχόμενο δόλο
Κρίση του Αρείου Πάγου: Μετά την κρίση του όμως αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων δεν ήταν το καθ ύλην αρμόδιο δικαστήριο για να δικάσει το, υπαγόμενο σε πρώτο βαθμό στην καθ ύλην αρμοδιότητα του ΜΟΔ, κακούργημα της έκθεσης, έπρεπε να εφαρμόσει το γράμμα του άρθρου 121 παρ 2 εδαφ β του ΚΠΔ και να ακυρώσει την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και να παραπέμψει την υπόθεση, λόγω της καθ’ ύλην αναρμοδιότητάς του στο συντιθέμενο νομίμως από τρεις τακτικούς δικαστές και τέσσερις ενόρκους Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της περιφέρειας του Εφετείου Αιγαίου που θα όριζε ο Εισαγγελέας Εφετών Αιγαίου και όχι να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση.
Τούτο δε διότι η αρμοδιότητα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου καθορίζεται από το ορθά χαρακτηριζόμενο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν και προσιδιάζουν στη τυποποίηση του αδικήματος της κακουργηματικής έκθεσης και όχι στο αδίκημα του άρθρου 291 παρ. 1 στοιχ. γ’- β’ του π.ΠΚ, στο οποίο εσφαλμένως, κατά τις παραδοχές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, υπήχθησαν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν.
Επιπροσθέτως πρέπει να αναφερθεί ότι η παραπομπή της υπόθεσης στο ιδιαζόντως συγκροτούμενο τόσο από τους τακτικούς δικαστές, όσο και από τους ενόρκους, ΜΟΔ είναι απολύτως επιβεβλημένη αφενός διότι η εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης από το Πενταμελές Εφετείο καταλύει την εκ του άρθρου 8 του Συντάγματος Αρχή του “φυσικού Δικαστή” και αφετέρου διότι τούτο (το ΜΟΔ), όπως ανενδοιάστως προκύπτει από το άρθρο130 παρ1 εδ. τελευταίο ΚΠΔ, είναι κατά βαθμόν ανώτερο Δικαστήριο του ως άνω δικάσαντος και εκδόσαντος την προσβαλλομένη δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο ως εκ τούτου δεν είχε τη δικονομική δυνατότητα να εκδόσει επί της προκειμένης υποθέσεως ανέκκλητη απόφαση (121 παρ 1 ΚΠΔ).
Επισημαίνεται ότι για την εν λόγω αξιόποινη πράξη της θανατηφόρας έκθεσης δεν συντρέχει εν προκειμένω λόγος παραπομπής της υποθέσεως στον Εισαγγελέα (άρθρο 120 παρ. 4 ΚΠΔ) καθώς εξ αρχής είχε ασκηθεί σχετικώς ποινική δίωξη σε βάρος απάντων των κατηγορουμένων, οι οποίοι απολογήθηκαν και γι’ αυτή κατά το στάδιο της κυρίας ανάκρισης, ενώ τελικώς, με το με αριθμ. 97/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Σύρου, παραπέμφθηκαν να δικασθούν μόνο για το κακούργημα της διατάραξης της υδάτινης συγκοινωνίας από πρόθεση, από την οποία προέκυψε κίνδυνος για ανθρώπους και επήλθε θάνατος ανθρώπου (κατ’ άρθρο 291 παρ. 1 στοιχ. γ’- β’ του π.ΠΚ), το οποίο, κατά το βούλευμα απορρόφησε το αδίκημα της θανατηφόρου έκθεσης, λόγω της υφιστάμενης μεταξύ αυτών φαινομένης συρροής.
Τέλος συνακολούθως των όσων εκτέθηκαν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ αναιρετική πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας.
Μετά απ’ αυτά κατά παραδοχή ως βάσιμου του μόνου, από την αίτηση του εκ των αναιρεσειόντων Σ. Κ. σχετικού λόγου αναίρεσης, ο οποίος αυτεπαγγέλτως ερευνάται και για τους λοιπούς αναιρεσείοντες εφόσον οι αναιρέσεις τους έχουν κριθεί παραδεκτές (άρθρο 511 εδ. α’, 120 παρ.1 ΚΠΔ), πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι, στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αιγαίου που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο( άρθρο 97 παρ.2 Συντ., 1περ.γ’, 7 παρ.1περ. α’, 109 παρ.1 περ. α’, 122 παρ. 1, 128 παρ.1 ΚΠΔ) για να δικαστούν για την προαναφερθείσα κακουργηματική πράξη της έκθεσης εκ προθέσεως από την οποία επήλθε θάνατος ανθρώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 14,16, 15, 17, 18 εδ. α’ και β’, 26 παρ. 1 εδ. α’, 27 παρ. 1, 29, 51,52, 59, 60,79 και 306 παρ. 2 στοιχ. β’ και 1 ΠΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4, 9, 22παρ. 1,2 και 8, 23, 36 της ΥΑ313/1999 (Γενικός Κανονισμός Λιμένα αρ.20 για τα ταχύπλοα σκάφη), που φέρεται τελεσθείσα την 11η -8-2014 στη …, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
Τέλος πρέπει να σημειωθεί κατά την κρίση του Αρείου Πάγου, ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος της κατ’ άρθρο 315παρ 3 ΚΠΔ επιβολής περιοριστικών όρων σε βάρος των κατηγορουμένων.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ