Με την ΑΠ 620/2023 κρίθηκαν ζητήματα μη καταβολής των μηνιαίων εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και ζητήματα παραγραφής των επιμέρους πράξεων.
Σχετικές διατάξεις: Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 86/1967, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 του Ν 3346/2005 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3904/2010, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και δεν καταβάλει αυτές εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών, κατά τη διάταξη δε της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ’ αυτόν, που υπερβαίνουν το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, με σκοπό να τις αποδώσει στους ως άνω οργανισμούς και δεν τις καταβάλει ή δεν τις αποδίδει στους οργανισμούς αυτούς, μέσα σε ένα μήνα αφότου είχαν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) δραχμών.
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ’ αυτόν, καθώς και η μη καταβολή των αντίστοιχων χρηματικών ποσών εντός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητές, στον αντίστοιχο Ασφαλιστικό Οργανισμό. Πρόκειται, συνεπώς, για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία. Για την πληρότητα της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων αυτών απαιτείται το υποκείμενό τους να έχει την ιδιότητα του εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 5 του ιδίου ως άνω α.ν. 1846/1951, δηλαδή να πρόκειται για φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο προσφέρει την εργασία ή την υπηρεσία του το προσωπικό που υπάγεται στην ασφάλιση, το οποίο οφείλει, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί το μέρος των εισφορών που βαρύνουν τους ασφαλισμένους, για να το αποδώσει στον ασφαλιστικό οργανισμό, στο πρόσωπο δε αυτού στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της παράβασης του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του α.ν. 86/1967. Επί νομικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη, απαιτείται αναφορά των πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει η θέση του κατηγορουμένου στην επιχείρηση, καθώς και αν πρόκειται για ατομική ή εταιρική επιχείρηση και η νομική μορφή της τελευταίας, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών στον αντίστοιχο Ασφαλιστικό Οργανισμό (ΑΠ 910/2021). Επί εργοδότη νομικού προσώπου, με τη μορφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ), η ευθύνη για την καταβολή των εν λόγω εισφορών, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. γ’ του α.ν. 86/1967, ανήκει στον διαχειριστή της (άρθρα 16, 17, 18 του Ν 3190/1955), ο οποίος μπορεί να είναι και τρίτος, δηλαδή μη εταίρος, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν είναι απλός πληρεξούσιος, αλλά όργανο της εταιρείας, έχει δηλαδή την ίδια νομική θέση που έχουν οι εταίροι διαχειριστές (μπορούν δε να οριστούν διαχειριστές περισσότεροι του ενός), ενώ τα ίδια ισχύουν και στη μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (Μ.Ε.Π.Ε), για την οποία ορίζει το άρθρο 43Α’ του Ν 3190/1955, οπότε ο διαχειριστής της είναι το υποκείμενο τέλεσης των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων (ΑΠ 1336/2022, ΑΠ 71/2021).
Παραγραφή στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ., όπως αυτός ισχύει από 1-7-2019, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι το θεσπιζόμενο με αυτήν, με σκοπό την επιεικέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς, πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους, λόγω της ενότητας του δόλου και προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό, με την επανάληψη από τον ίδιο δράστη των επί μέρους πράξεων, καθεμία από τις οποίες περιέχει πλήρη τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στον ένοχο περισσότερες ποινές και κατά τον καθορισμό της συνολικής να επαυξήσει τη βαρύτερη από αυτές με μέρος καθεμίας από τις συντρέχουσες, να επιβάλει εξαρχής μια ενιαία ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο όλων των μερικότερων πράξεων μέσα στα πλαίσια ποινής του οικείου εγκλήματος. Οι μερικότερες πράξεις, που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, διατηρούν την αυτοτέλειά τους και η παραγραφή των κατ’ ιδίαν μερικότερων πράξεων επί του ανωτέρω εγκλήματος της παραγράφου 1 είναι αυτοτελής, έναντι των άλλων και παύει η δίωξη μόνο ως προς τις πράξεις που παραγράφηκαν (ΑΠ 529/2022, ΑΠ 403/2022).
Περαιτέρω, και στα αδικήματα του α.ν. 86/1967, η τέλεσή τους μπορεί να έχει τη μορφή του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, εφόσον αυτή ανάγεται σε χρονικό διάστημα περισσότερων του ενός μηνών (ΑΠ 705/2018). Στην περίπτωση, όμως, αυτή, για να στοιχειοθετείται η αξιόποινη πράξη του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967, θα πρέπει το σύνολο των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών (και όχι των κατά μήνα οφειλόμενων) να υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ, όσον αφορά στις εργοδοτικές εισφορές και το ποσό των 10.000 ευρώ, όσον αφορά στις εργατικές εισφορές. Συνεπώς, οι μερικότερες πράξεις των ως άνω αδικημάτων του α.ν. 86/1967 υπόκεινται στην προαναφερόμενη παραγραφή των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ [με την επιφύλαξη της μακρότερης παραγραφής, επί σοβαρών περιπτώσεων μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, άνω των 150.000 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 6 εδ. α’ του α.ν. 86/1967 (ΑΠ 1090/2018)], οπότε, μετά την οριστική παύση της ποινικής δίωξης για τις επιμέρους αυτές πράξεις, στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο (ΑΠ 188/2020, ΑΠ 120/2019), πλέον, το αξιόποινο των ως άνω αδικημάτων κρίνεται από το ύψος των υπολειπόμενων οφειλόμενων ποσών, ήτοι αν υπερβαίνουν τα ποσά των 20.000 ευρώ και των 10.000 ευρώ αντιστοίχως. Εάν τα οφειλόμενα ποσά, που απομένουν, υπολείπονται των ανωτέρω ελάχιστων ορίων, οι πράξεις καθίστανται ανέγκλητες και το Δικαστήριο πρέπει να κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο (ΑΠ 1316/2012, ΑΠ 322/2011).
Ένδικη υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το παραπάνω Δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ’ είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων (ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος του κατηγορητηρίου, αναγνωσθέντων εγγράφων), δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: «Οι εκκαλούντες – κατηγορούμενοι, Κ. Χ. του Ν. και Π. Μ. – Φ. του Γ., διατέλεσαν κατά το χρονικό διάστημα από την 01.11.2013 έως τη 31.12.2014 νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “…”, η οποία μετατράπηκε την 25.05.2016, κατόπιν σχετικής τροποποίησης του καταστατικού της, σε μονοπρόσωπη, ως προκύπτει από το με ημερομηνία 06.10.2021 έγγραφο περί στοιχείων δημοσιότητας της εταιρίας στο Γ.Ε.Μ.Η., που αναγνώσθηκε δημόσια και δέσμευαν αυτή έναντι τρίτων (βλ. υπ’ αριθμ. 1511/09.03.2005 ΦΕΚ- Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.-αριθμός καταχώρησης 10). Η ανωτέρω εταιρία εδρεύει στην πόλη της … και δραστηριοποιείται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών συντήρησης και επισκευής επιβατηγών αυτοκινήτων και οχημάτων. Κατά τον διενεργηθέντα έλεγχο από το Ι.Κ.Α. (Υποκατάστημα Κηφισιάς) την 17η Μαρτίου του έτους 2015 διαπιστώθηκε ότι οι κατηγορούμενοι, διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της ανωτέρω εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, κατά την χρονική περίοδο από την ανωτέρω 01.11.2013 έως την 31.12.2014, έχοντας απασχολήσει ως εργοδότες, υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους, προσωπικό με σχέση εξαρτημένης με αμοιβή εργασίας, που υπάγονταν στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., δεν κατέβαλλαν για την ασφάλιση του εν λόγω προσωπικού στον ανωτέρω ασφαλιστικό φορέα μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το μήνα μέσα στον οποίο είχε παρασχεθεί η εργασία εισφορές, ποσού ογδόντα εννέα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (89.337,57 ευρώ), εκ των οποίων ποσό πενήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (59.558,38 ευρώ) και ποσό είκοσι εννέα χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και δέκα εννέα λεπτών αντιστοιχεί σε εργατικές ασφαλιστικές εισφορές. Για την μη καταβολή των εισφορών συντάχθηκε η με αριθμό 020/ΠΕΕ/Α/123/2015Π.Ε.Ε., συνολικού ποσού εισφορών ογδόντα εννέα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (89.337,57 ευρώ). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία και ιδίως από την κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε ενόρκως κατά την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι, υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους, υπέβαλαν το έτος 2015 αίτηση στον ασφαλιστικό φορέα για ρύθμιση, μεταξύ άλλων, και της ένδικης οφειλής τους σε εκατό (100) δόσεις, ότι δεν έγινε καμία καταβολή στο πλαίσιο της ρύθμισης αυτής και ότι έκτοτε δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια για την ρύθμιση και τμηματική εξόφληση αυτής, ούτε έλαβε χώρα καμία καταβολή για την ανωτέρω για την εξόφληση είτε του συνόλου ή μέρους των οφειλομένων ποσών, τα οποία οφείλονται. Επομένως, οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους, του εργοδότη, νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “…” και με πρόθεση, υπέπεσαν στις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: 1) Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τους ίδιους ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ποσού 59.558,38 ευρώ, δεν κατέβαλλε αυτές στον ως άνω ασφαλιστικό φορέα, μέσα στο μήνα, κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές και 2) έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων στην επιχείρησή τους (εργατικές), ποσού 29.779,19 ευρώ, με σκοπό να τις αποδώσουν στον ως άνω ασφαλιστικό φορέα, δεν τις κατέβαλαν σε αυτόν μέσα στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές και κατέστησαν για αυτές τιμωρητέοι για υπεξαίρεση. Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση, οι πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών (άρθ. 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 86/1967), για τις οποίες καταδικάστηκαν οι εκκαλούντες – κατηγορούμενοι, τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος και έχουν τελεστεί το χρονικό διάστημα από 01/11/2013 έως 30/12/2014. Από τον ανωτέρω όμως χρόνο τελέσεως των πράξεων αυτών (01/11/2013 έως 30/09/2014) και μέχρι τη διάσκεψη της υπόθεσης (10-11-2022), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, με συνέπεια να εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο τους. Συνεπώς, για το χρονικό όμως διάστημα από 1/11/2013 έως 31/9/2014, πρέπει να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων, λόγω παραγραφής κατ’ άρθρα 111, 112 και 113 ΠΚ, καθόσον παρήλθε χρονικό διάστημα περισσότερο από οκτώ (08) έτη από τις ανωτέρω ημερομηνίες τέλεσης των εν λόγω αξιόποινων πράξεων και επομένως, εν όψει της σε βαθμό δικανικής πεποίθησης βεβαιότητας για την αλήθεια της κατηγορίας θα πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα (10° έως 12° του έτους 2014) για το συνολικό ποσό των 18.305,91 ευρώ, ήτοι για ποσό 6.101,97 ευρώ οι εργατικές εισφορές και 12.203,94 ευρώ για εργοδοτικές εισφορές, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί ανέγκλητου, καθώς όταν τελέστηκε η πράξη το ποσό ήταν πάνω από το όριο του αξιοποίνου, πλην όμως, οι κατηγορούμενοι έχουν ήδη τύχει της αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β’ Π.Κ., επομένως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, πρέπει να τους αναγνωριστεί το προαναφερόμενο ελαφρυντικό…..». Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων, λόγω παραγραφής, για τη χρονική περίοδο από 1/11/2013 έως 31/9/2014 και συγκεκριμένα για εργοδοτικές εισφορές ύψους 47.354,44 ευρώ και για εργατικές εισφορές ύψους 23.677,22 ευρώ, κήρυξε τους αναιρεσείοντες ενόχους με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ των άδικων πράξεων του α.ν. 86/1967 και καταδίκασε τον καθένα εξ αυτών σε συνολική ποινή φυλάκισης 4 μηνών, που ανέστειλε επί τριετία.
Κρίση Αρείου Πάγου. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι, μετά την παραγραφή των μερικότερων πράξεων μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, που φέρονταν τελεσθείσες με παράλειψη από 1/11/2013 έως 31/9/2014, οι εναπομείνασες ασφαλιστικές οφειλές της μεταγενέστερης χρονικής περιόδου, ύψους 12.203,94 ευρώ και 6.101,97 ευρώ αντιστοίχως, μολονότι δεν υπερβαίνουν τα όρια του άρθρου 1 παρ. 2 του α.ν. 86/1967, ήτοι των 20.000 ευρώ και των 10.000 ευρώ αντιστοίχως, στοιχειοθετούν τα αδικήματα του νόμου αυτού, εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, πρώτος λόγος της κάθε αίτησης αναίρεσης. Συνακόλουθα και, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των υπόλοιπων λόγων των αναιρετηρίων, πρέπει, να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις καταδικαστικές της διατάξεις και, εφόσον δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, πρέπει, κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠΔ, να κηρυχθούν αθώοι οι αναιρεσείοντες για τις πιο πάνω πράξεις της μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, για τις οποίες καταδικάστηκαν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ