Σε αντιστοιχία προς τη διεξαγωγή της διαγνωστικής δίκης, έτσι και για τη διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, με οποιοδήποτε μάλιστα μέσο, απαιτείται η συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της νομιμοποίησης, δηλαδή της εξουσίας, που παρέχεται από το νόμο ή από τον εκτελεστό τίτλο σε ορισμένο πρόσωπο, να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση (ενεργητική νομιμοποίηση) και να την κατευθύνει εναντίον ορισμένου προσώπου (παθητική νομιμοποίηση). Τη συνδρομή της νομιμοποίησης αποδεικνύει ο επισπεύδων δανειστής. Τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά σε αναγκαστική εκτέλεση, προκύπτουν, κατ’ αρχήν και κατά βάση, από τον εκτελεστό τίτλο. Συνήθως είναι αυτοί και οι φορείς των υπό εκτέλεση απαιτήσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων, κατ’ εξαίρεση όμως μπορεί να είναι και οι αποκαλούμενοι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι (λ.χ. ο σύνδικος της πτώχευσης, ο εκκαθαριστής της κληρονομιάς κ.λπ.). Παράλληλα, νομιμοποιούνται (ενεργητικά και παθητικά) σε αναγκαστική εκτέλεση και άλλα, πέρα από τα κατονομαζόμενα στον εκτελεστό τίτλο, πρόσωπα που καθορίζονται ειδικό και περιοριστικά από το νόμο, όπως είναι λχ. οι ταυτιζόμενοι με τον αρχικό δικαιούχο ή υπόχρεο καθολικοί, οιονεί καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι του, οι τρίτοι κύριοι και νομείς. Όλα τα ανωτέρω πρόσωπα αποτελούν τα υποκείμενα της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πέρα από τα ανωτέρω καθοριζόμενα στον τίτλο ή στον νόμο πρόσωπα, τρίτοι δεν μπορούν να αποτελέσουν υποκείμενα της εκτελεστικής διαδικασίας. Η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει αυτός στο όνομα του αναγκαστική εκτέλεση, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης, δεν συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας. Δικαιοπρακτική θεμελίωση της νομιμοποίησης προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης θα πρέπει να αποκλειστεί [Ν. ΝΙΚΑΣ ΔικΑνΕκ I παρ. 20, αρ.1-3]. Ο νόμος, που προβλέπει (επιτρέπει) την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προσώπου τρίτου προς τους φορείς την ουσιαστικής έννομης σχέσης, ως μη δικαιούχου διαδίκου, προσδιορίζει και το περιεχόμενο των παρεχόμενων εξουσιών, το εύρος αυτών, καθώς και τον χαρακτήρα της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης, δηλαδή αν είναι συντρέχουσα (με την παράλληλη νομιμοποίηση του κατά κανόνα νομιμοποιούμενου) ή αποκλειστική. Τα ανωτέρω δεν μπορεί να τροποποιήσει σύμβαση που ενδεχόμενα συνάπτεται μεταξύ του δικαιούχου και του μη δικαιούχου διαδίκου διότι πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Η σύμβαση θα περιοριστεί στην αναφορά εκείνων των δικονομικών εξουσιών που ο νόμος προβλέπει για τον κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενο, ο οποίος επιλέγεται ως τέτοιος, αν φυσικά δεν τον προκαθορίζει δεσμευτικά ο ίδιος ο νόμος. Αν ο ιδρυτικός της κατ’ εξαίρεση νομιμοποιήσεως νόμος έχει κενά αναφορικά με το εύρος των παρεχόμενων στον τρίτο εξουσιών, επιβάλλεται στενή ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, για να μην προστίθενται επί πλέον εξουσίες στον τρίτο είτε με ερμηνεία είτε με αναλογική εφαρμογή άλλων ρυθμίσεων. Η παραχώρηση εξουσίας σε τρίτο συνιστά εξαίρεση στο δίκαιο της νομιμοποίησης και ως εξαίρεση επιβάλλει στενή ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα. Τα ανωτέρω ισχύουν πολύ περισσότερο όταν η νομιμοποίηση διαγράφεται ως συντρέχουσα με παράλληλη νομιμοποίηση του κατά κανόνα και του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου, αφού με τη χρήση ερμηνευτικών μεθόδων ή και της αναλογίας μπορεί να αφαιρεθεί από τον κύκλο εξουσιών και συμφερόντων του φορέα του δικαιώματος (κατά κανόνα νομιμοποιούμενου) εξουσίες που ο νόμος δεν θέλησε να χορηγήσει στον κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενο, αλλά να παραμείνουν στην εξουσία του πρώτου. Περαιτέρω, συνέπεια του ανεπίτρεπτου της διεξαγωγής της δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπο συνιστά το απαράδεκτο των διαδικαστικών πράξεων που αυτός ενήργησε, έστω και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Το απαράδεκτο αυτό ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ. Θεραπεία του απαραδέκτου με τη συναίνεση ή έγκριση του δικαιούχου του δικαιώματος δεν είναι δυνατή διότι τα άρθρα 236 και 238 ΑΚ αναφέρονται σε δικαιοπραξίες και όχι στη θεραπεία δικονομικών απαραδέκτων ή ακυροτήτων [Γεώργιος Στ. Αποστολάκης, Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου, ‘Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια’ Επιθεώρηση Ακινήτων 2021. 698].
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ’ του ν. 4354/2015 (ΦΕΚ Α-176/16.12.2015) “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ., «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβαση τους. οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (ΑΛ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης» [ΑΠ 368/2019].
Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3156/2003 προβλέπεται ειδικότερα ρύθμιση για την τιτλοποίηση απαιτήσεων, που αποτελούν έναν ιδιαίτερα διαδεδομένο τρόπο χρηματοδότησης στην αλλοδαπή καλύπτοντας κατ’ αρχήν απαιτήσεις από στεγαστικά δάνεια και στη συνέχεια πάσης φύσεως επιχειρηματικές απαιτήσεις (π.χ. απαιτήσεις μιας τράπεζας από δάνεια που αποτελούν μια από τις πλέον διαδεδομένες περιπτώσεις τιτλοποιήσεων διεθνώς). Στην πιο απλή μορφή της συνίσταται στην εκχώρηση απαιτήσεων από έναν ή περισσοτέρους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μια άλλη εταιρεία που έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1-14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 συνάγεται ότι: α) Προκειμένου εμπορικές επιχειρήσεις (πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις) να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια για τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες προσφεύγουν στον συγκεκριμένο θεσμό μεταβιβάζοντας τις επιχειρηματικές τους απαιτήσεις λόγω πώλησης στις προς τούτο συνιστάμενες εταιρείες ειδικού σκοπού, οι οποίες τις «τιτλοποιούν» ενσωματώνοντας τες σε ομολογίες που εκδίδουν συγκεκριμένης ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ εκάστη που εν συνεχεία διαθέτουν (με ιδιωτική τοποθέτηση) σε ένα περιορισμένο κύκλο προσώπων όχι άνω των 150, η δε εξόφληση τους πραγματοποιείται από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή από δάνεια πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων, β) Η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων επέρχεται από την καταχώρηση της σχετικής έγγραφης σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. γ) Η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται με σύμβαση εντολής/διαχείρισης από την αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού με έγγραφη σύμβαση, σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, νομίμως λειτουργούν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο (είτε είναι εγγυητής των εν λόγω απαιτήσεων, είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη τους πριν τη μεταβίβαση), καταχωρίζεται δε και αυτή η σύμβαση (όπως κάθε μεταβολή) στο παραπάνω δημόσιο βιβλίο, χωρίς ωστόσο ο νόμος (3156/2003) να απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 παρ. 4 αυτού, δ) Επιτρέπεται η μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν για σκοπούς τιτλοποίησης, για δε τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου στη συγκεκριμένη περίπτωση αρκεί η καταχώρηση στο δημόσιο βιβλίο του άνω νόμου, ε) οι εν λόγω συμβάσεις (τιτλοποίησης) συντάσσονται σε συγκεκριμένο έντυπο (όπως τούτο περιγράφεται λεπτομερώς στην προμνημονευθείσα ΥΑ161/2003) [ΑΠ 909/2021].
Σύμφωνα με το άρθρο 10 (παρ. 16) του ν. 3156/2003 προβλέπεται ότι επί τιτλοποίησης των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, από τράπεζα σε εταιρία ειδικού σκοπού, είναι δυνατόν να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την άνω σύμβαση διαχείρισης, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσώπευσης (211 επ ΑΚ), από τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, συνάγεται ότι η ως άνω εταιρία διαχείρισης ενεργεί πράξεις διαχείρισης ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρίας ειδικού σκοπού (απόκτησης). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση, δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης [με την οποία συμβάλλεται η εταιρία απόκτησης] την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα, χωρίς πανηγυρική διατύπωση, ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρίας απόκτησης, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομα της. Με άλλα λόγια, δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση, αλλά ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτέλεσης εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου, με τον ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα απόκτησης και διαχείρισης επιχειρηματικών δανείων κλπ. με τιτλοποίηση, αλλά εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρχει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίστηκε στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ’ του ν. 4354/2015 ότι οι διατάξεις του τελευταίου δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3156/2003. Επομένως, οι διατάξεις του ν. 4354/2015 και όσα αυτές προβλέπουν για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιριών διαχείρισης δανείων κ.λπ. που αυτός καθιερώνει, δεν εφαρμόζονται επί των εταιριών διαχείρισης του ν. 3165/2003. Ειδικότερα, τέτοια εξουσία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης μη δικαιούχου διαδίκου δεν απονέμει στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν κατά τους όρους του ν. 3156/2003 και η ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 δεν εφαρμόζεται σ’ αυτές. Η εταιρία στην οποία η εταιρία ειδικού σκοπού [απόκτησης με τιτλοποίηση απαιτήσεων] του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 αναθέτει με σύμβαση εντολής την διαχείριση των αποκτώμενων απαιτήσεων, δεν έχει οριστεί εκ του νόμου μη δικαιούχος, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενος, διάδικος, και επομένως δεν νομιμοποιείται να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό της εντολέως της εταιρίας, ούτε η μεταξύ τους σύμβαση και η παροχή πληρεξουσιότητας μπορεί να καθιδρύσει κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Κατ’ ακολουθίαν, διαδικαστική ενέργεια που επιχειρεί για λογαριασμό της εταιρίας ειδικού σκοπού απόκτησης απαιτήσεων, ενεργούμενη από αυτήν είναι απαράδεκτη λόγω έλλειψης νομιμοποίησης [Γεώργιος Στ. Αποστολάκης, Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου, ‘Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια’ Επιθεώρηση Ακινήτων 2021. 705-707].
Σύμφωνα με όσα εκτίθενται στις παραπάνω νομικές σκέψεις, στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν κατά τους όρους του ν. 3156/2003, δηλαδή στο πλαίσιο τιτλοποίησης, ο νόμος αυτός δεν προσδίδει την ιδιότητα κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης του μη δικαιούχου διαδίκου, και εξ αυτού (δεν προσδίδει) την νομιμοποίηση προς άσκηση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, παρά μόνο εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων. Επομένως, οι διατάξεις του ν. 4354/2015 και όσα αυτές προβλέπουν για την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (ως μη δικαιούχων διαδίκων) των εταιριών διαχείρισης δανείων κ.λπ. που αυτός καθιερώνει, δεν εφαρμόζονται επί των εταιριών διαχείρισης του ν. 3165/2003. Πρόκειται για διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εξακολουθούν να ισχύουν παράλληλα για τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις που γίνονται κατά τους όρους και τη διαδικασία του κάθε ενός ως άνω νόμου. Ακριβώς για να μην υπάρχει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίστηκε στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ’ του ν. 4354/2015 ότι οι διατάξεις του τελευταίου δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3156/2003. Εξουσία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης μη δικαιούχου διαδίκου στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν κατά τους όρους του ν. 3156/2003 δεν απονέμει ο νόμος αυτός, ενώ η ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 δεν εφαρμόζεται σ’ αυτές (ΜΕφΑθ 3577/2022 ΤΝΠ ισοκράτης).-
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ