fbpx

Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα – Έλλειψη αιτιολογίας

Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 145/2022 οριοθετούνται οι προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα και η απαιτούμενη αιτιολογία των δικαστηρίων της ουσίας.

Στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος: «Κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3691/5-8-2008, που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της ένδικης πράξης και εφαρμόστηκε εν προκειμένω, νομιμοποίηση εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) που προβλέπονται στο άρθρο 3 του ως άνω νόμου, αποτελούν οι ακόλουθες πράξεις:

(α) Η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του.

(β) Η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.

(γ) Η απόκτηση, κατοχή, διαχείριση ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά τον χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.

(δ) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού, εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.

(ε) Η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μιας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στα παραπάνω στοιχεία α’ έως δ’ και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα.

Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 3 του ίδιου ως άνω νόμου με τίτλο «Εγκληματικές δραστηριότητες – βασικά αδικήματα», ορίζεται ότι ως εγκληματικές δραστηριότητες νοούνται η διάπραξη ενός ή περισσότερων από τα ακόλουθα αδικήματα που καλούνται εφεξής «βασικά αδικήματα», μεταξύ των οποίων, και η περίπτωση (ιγ) τα προβλεπόμενα στο άρθρο 87 παράγραφοι 5,6,7 και 8 και στο άρθρο 88 του ν. 3386/2005 «Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια».

Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα («ξέπλυμα βρώμικου χρήματος»), προϋποθέτει αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά) μετατροπή ή μεταβίβαση, απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, απόκρυψη, συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, την προέλευση και την κυριότητα τέτοιας περιουσίας, συμμετοχή σε μία από τις ανωτέρω πράξεις, σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή της κ.λπ., υποκειμενικά δε άμεσο δόλο ως προς την παράνομη προέλευση των εσόδων, επί πλέον δε στον πρώτο τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, δηλαδή τη μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας και σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής, ή παροχή συνδρομής σε άλλον που εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. Απαιτείται, δηλαδή, σκοπός δημιουργίας σύγχυσης ως προς το νομιμοποιούμενο αντικείμενο ή το πρόσωπο του δράστη που το εξασφάλισε. Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικά μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχή σε άλλον συνδρομής για συγκάλυψη. Προϋποθέτει, επίσης, την τέλεση ενός άλλου (βασικού) εγκλήματος, (εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος), αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία). Όταν δε αυτουργός της πράξης είναι το ίδιο πρόσωπο, συρρέει με εκείνο πραγματικά, με διακεκριμένη και διαφορετική καθένα απαξία (ΑΠ 286/2019, ΑΠ 1080/2019, ΑΠ 54/2017).

Περαιτέρω, το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα δεν στοιχειοθετείται χωρίς το προηγούμενο βασικό αδίκημα. Η βασική δε αυτή εγκληματική δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται, δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και εξατομικευμένα ως προς τον χρόνο τέλεσης και τους δράστες αυτής, έστω και αν δεν υπάρχει κατ’ αυτών κατηγορία. Κύρια πράξη του πολύπρακτου αυτού εγκλήματος είναι η «νομιμοποίηση», ενώ οι επιμέρους πράξεις συνιστούν τρόπους τέλεσής του. Επομένως, οι πράξεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 2 του ν. 3691/2008 δεν παράγουν τεκμήριο νομιμοποίησης, αλλά αυτές πρέπει να είναι αντικειμενικά πρόσφορες να οδηγήσουν σε νομιμοποίηση του υλικού αντικειμένου, αλλά και να αντιστοιχούν πράγματι σε «νομιμοποίηση».

Ως τρόπος τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης τυποποιείται αυτοτελώς και η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ’ αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων.

Συνεπώς, η απλή και μόνον κατάθεση σε τράπεζα του προϊόντος εγκλήματος, μπορεί, εφόσον αποδεικνύεται και η συνδρομή του σκοπού να προσδοθεί νομιμοφάνεια, να θεωρηθεί ως αυτοτελής πράξη νομιμοποίησης (ΑΠ 286/2019, ΑΠ 593/2018, ΑΠ 176/2019, ΑΠ 1290/2017).

Σημειώνεται δε, ότι και υπό το καθεστώς των προϊσχυσάντων περί νομιμοποίησης παράνομων εσόδων Ν 2331/1995 και Ν 3424/2005 η ως άνω κατάθεση σε τράπεζα θεωρείτο μορφή «απόκρυψης» (ΑΠ 1166/2019).

Περαιτέρω, κατά το άρ. 45 παρ. 1 περ. γ’ του ν. 3691/2008 διαπράττεται «διακεκριμένη μορφή νομιμοποίησης εσόδων», μεταξύ άλλων περιπτώσεων, αν ο δράστης ενεργεί τέτοιες πράξεις κατ’ επάγγελμα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ’ του ΠΚ «κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος» συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ’ επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Η κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος αποτελεί επιβαρυντική περίσταση που επιτείνει την τιμώρηση του βασικού εγκλήματος (ΑΠ 28/2021)».

Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης  αιτιολογία  «Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, κατά τον συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αναφορικά με την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ επάγγελμα, για την οποία κήρυξε ένοχο τον ως άνω κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα. Ειδικότερα, αναιτιολόγητα και αντιφατικά, αλλά και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, που αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη, δέχεται ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων προέβη κατά το χρονικό διάστημα από την 01.01.2005 έως τις 09.06.2009 σε κατ’ ιδίαν πράξεις νομιμοποίησης εσόδων που αποκόμισε από την πράξη της άμεσης συνέργειας σε παράνομη μεταφορά – προώθηση στο εσωτερικό της χώρας υπηκόων τρίτων χωρών που δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος κατά συρροή και κατ’ επάγγελμα, οι οποίες (πράξεις νομιμοποίησης εσόδων) συνίστανται κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης σε χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, ήτοι σε τοποθέτηση και διακίνηση των αναφερομένων χρηματικών ποσών στους αναφερομένους τραπεζικούς λογαριασμούς (ταμιευτηρίου και προθεσμιακούς) στα αναφερόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και σε αγορά των αναφερομένων ασφαλιστικών και επενδυτικών προϊόντων, ενώ ταυτόχρονα δέχεται ότι το παραπάνω βασικό αδίκημα για το οποίο ο κατηγορούμενος έχει αμετάκλητα κριθεί ένοχος και καταδικαστεί, ήτοι αυτό της άμεσης συνέργειας σε παράνομη μεταφορά-προώθηση στο εσωτερικό της χώρας υπηκόων τρίτων χωρών που δεν είχαν νόμιμο δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος κατά συρροή και κατ’ επάγγελμα, από το οποίο δέχεται ότι προήλθαν τα φερόμενα ως νομιμοποιηθέντα έσοδα, τελέστηκε από τον κατηγορούμενο στις 05.06.2009, ήτοι σε χρόνο που έπεται της νομιμοποίησης των εξ αυτού εσόδων, τουλάχιστον όσον αφορά το χρονικό διάστημα από την 01.01.2005 έως τις 05.06.2009, χωρίς καμιά περαιτέρω αιτιολογία ως προς την ειδικότερη προέλευση των εσόδων αυτών. Περαιτέρω δε, αναφορικά με το χρονικό διάστημα μετά την τέλεση του βασικού εγκλήματος, ήτοι από τις 05.06.2009 έως τις 09.06.2009, δεν γίνεται καμία αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση περιστατικών κινήσεων των επιμέρους αναφερομένων τραπεζικών λογαριασμών του κατηγορούμενου – αναιρεσείοντος, έτσι ώστε να προκύψει ότι έγινε εκ μέρους του τοποθέτηση – διακίνηση μέσω αυτών εσόδων που φέρεται ότι αποκόμισε από την τέλεση της προαναφερθείσας εγκληματικής δραστηριότητας. Επομένως, όλοι οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ’ και ε’ ΚΠΔ, λόγοι της υπό κρίσης αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προβαλλόμενη απόφαση για τις ως άνω πλημμέλειες, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής».

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -