fbpx

Ο αστυνομικός που διενήργησε την απομαγνητοφώνηση συνομιλιών μετά από άρση του απορρήτου (210 ΚΠΔ) δεν άσκησε προανακριτικά καθήκοντα

Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδ. α’ του ισχύοντος μέχρι 1-7-2019 ΚΠΔ, με ποινή ακυρότητας της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες κατά την αποδεικτική διαδικασία όσοι άσκησαν εισαγγελικά και ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση.

Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά

Δείτε επίσης

Σχετικές διατάξεις. Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδ. α’ του ισχύοντος μέχρι 1-7-2019 ΚΠΔ, με ποινή ακυρότητας της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες κατά την αποδεικτική διαδικασία όσοι άσκησαν εισαγγελικά και ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση. Η ακυρότητα που επέρχεται από την παράβαση αυτή είναι σχετική (άρθρα 170 § 2 και 171 § 1 ΚΠΔ), καλυπτομένη, επομένως, αν δεν προταθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ΚΠΔ, διαφορετικά, ιδρύει τον από το άρθρο 510§1 στοιχ. Β’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 4/2008, 141/2020).

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης και όχι η ενέργεια οιουδήποτε υπαλλήλου, που δεν είναι ειδικός προανακριτικός υπάλληλος, στα πλαίσια ένορκης ή μη διοικητικής εξέτασης. Ο λόγος δε της εξαιρέσεως των προσώπων αυτών που άσκησαν ανακριτικά ή προανακριτικά καθήκοντα στηρίζεται στην προκατάληψη την οποία θεωρεί ο νομοθέτης ότι μπορεί να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τους (ΟλΑΠ 4/2008, ΑΠ 1337/2016). Δεν αποτελεί ανακριτική πράξη η απλή παρουσία του αστυνομικού οργάνου στην διεξαγόμενη ανάκριση ή προανάκριση και δεν καθίσταται εκ μόνου του γεγονότος αυτού ανακριτικός υπάλληλος (ΑΠ 878/2019, ΑΠ 1031/2016).
 Ένδικη υπόθεση: Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο της ουσίας νομίμως έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε την κατάθεση του αστυνομικού Δ. Τ., του οποίου την εξέταση επέτρεψε ως μάρτυρα, ο οποίος, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης δεν υπήρξε προανακριτικός υπάλληλος, αφού οι κατά την προδικασία ενέργειές του, – ενημέρωση περιεχομένου απομαγνητοφωνήσεων – δεν συνιστούν ανακριτικό έργο και δεν άσκησε (προ)ανακριτικά καθήκοντα τα οποία σε κάθε περίπτωση μπορούν να εκτελούν, όσον αφορά την υπηρεσία του μόνον αρμόδιοι βαθμοφόροι (άρ. 33 παρ 1 περ. β’ – γ’ του προγενέστερου ΚΠΔ και άρ. 31 παρ. 1β του από 1-7-2019 ισχύοντος ΚΠΔ), περίπτωση που δεν συνέτρεχε εν προκειμένω στο πρόσωπο του ανωτέρω μάρτυρα, και αιτιολογημένα απορρίφθηκε και η σχετική ένσταση περί μη εξέτασής του, προβληθείσα από τον συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος Α. Τ., με την οποία συντάχθηκε και ο ίδιος και οι λοιποί συγκατηγορούμενοι, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της εκκαλουμένης.

Επομένως, η αιτίαση του αναιρεσείοντος για ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω της εξέτασης ως μάρτυρα του άνω αστυνομικού είναι αβάσιμη. Όπως αβάσιμη είναι και η αιτίαση για λήψη υπόψη ως αποδεικτικών μέσων των απομαγνητοφωνηθεισών συνομιλιών, οι οποίες νομίμως ελήφθησαν υπόψη αφού διενεργήθηκε άρση του απορρήτου του περιεχομένου των επικοινωνιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 253Α του προγενέστερου ΚΠΔ, – ήδη 254 του από 1-7-2019 ισχύοντος ΚΠΔ -, σε συνδ. με τα άρθ. 4, 5 του Ν 2225/1994, καθόσον, μεταξύ των εγκλημάτων για τα οποία επιτρέπεται άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, είναι και το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης του άρθ. 187 ΠΚ, όπως στην προκειμένη περίπτωση που η ασκηθείσα ποινική δίωξη και η διενεργηθείσα ανάκριση αφορούσαν αυτό ακριβώς το αδίκημα, είναι δε αδιάφορο το γεγονός ότι τελικώς, το Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του μετέτρεψε την κατηγορία από την πράξη αυτή, στην πράξη της συμμορίας, για την οποία και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα.

Συνεπώς, το δικαστήριο, ενεργώντας ως άνω και επιτρέποντας την εξέταση του παραπάνω μάρτυρα αστυνομικού Δ.. Τ. λαμβάνοντας δε υπόψη τις νομίμως γενόμενες μαγνητοφωνήσεις συνομιλιών δεν υπέπεσε σε καμία πλημμέλεια, ούτε και σε αυτήν της υπέρβασης εξουσίας, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους δεύτερο και τρίτο λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι κατόπιν τούτου πρέπει να απορριφθούν.

*Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -