Σύμφωνα με το άρθρο 29 του προϊσχύσαντος ΠΚ «Ευθύνη από το αποτέλεσμα Στις περιπτώσεις όπου ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η ποινή αυτή επιβάλλεται μόνο αν το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη»
Με τον νέο ΠΚ το άρθρο 29 ορίζει: «Ευθύνη από το αποτέλεσμα Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η πρόκληση του οποίου τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας, η ποινή αυτή επιβάλλεται στον αυτουργό ή στον συμμέτοχο μόνο αν το αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί τουλάχιστον σε αμέλειά τους, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη»
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση για τη συμμετοχή στα εγκλήματα εκ του αποτελέσματος αναφέρεται: «…Τέλος, η τρίτη επέμβαση που επιχειρήθηκε στο άρθρο 29 ΠΚ αναφέρεται στη δυνατότητα επιβολής της αυξημένης ποινής του εκ του αποτελέσματος εγκλήματος στους συμμετόχους. Η ισχύουσα διάταξη αναφέρεται µόνο στον φυσικό αυτουργό της πράξης και όχι στους συμμετόχους. Με δεδομένο άλλωστε ότι οι συμμέτοχοι πρέπει να καλύπτουν µε δόλο την πράξη του φυσικού αυτουργού, ενώ το εκ του αποτελέσματος έγκλημα προϋποθέτει αμέλεια ως προς το αποτέλεσμα, υποστηρίζεται σθεναρά στη θεωρία η άποψη ότι συμμετοχή δεν είναι νοητή στο εκ του αποτελέσματος έγκλημα. Βεβαίως η θέση αυτή οδηγεί σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας σε ό, τι αφορά την ποινική ευθύνη των συμμετόχων, στις περιπτώσεις που καλύπτουν µε αμέλεια την πρόκληση του βαρύτερου αποτελέσματος. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, στη διάταξη του άρθρου 29 ορίζεται ρητά ότι η αυξημένη ποινή του εκ του αποτελέσματος εγκλήματος επιβάλλεται όχι µόνο στον φυσικό αυτουργό, αλλά και στους συμµετόχους όταν και αυτοί καλύπτουν µε αμέλεια το περαιτέρω αποτέλεσμα. Το ίδιο ισχύει ασφαλώς και όταν καλύπτουν µε δόλο το αποτέλεσμα αυτό, εφόσον οι κανόνες της συρροής δεν αποδίδουν μεγαλύτερη ποινή».
Μία από τις σημαντικές αλλαγές στο άρθρο 29 είναι η ρητή αναφορά ότι η ποινή στα εκ του αποτελέσματος εγκλήματα επιβάλλεται, τόσο στον αυτουργό, όσο και στους συμμέτοχους.
Με βάση το προϊσχύσαν δίκαιο υπήρχε ο προβληματισμός, επειδή για τη συμμετοχική δράση στο έγκλημα (ηθική αυτουργίας, άμεση ή απλή συνέργεια) απαιτείτο μόνο δόλος, πώς θα τιμωρηθεί ο συμμέτοχος σε ένα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, που για το αποτέλεσμα απαιτείτο αμέλεια. Επομένως με την διατύπωση της παλαιάς διάταξης του άρθρου 29 που για το βαρύτερο έγκλημα απαιτείτο αμέλεια, απέκλειε, καταρχήν, τη συμμετοχική δράση στο βαρύτερο έγκλημα. Η νομολογία επιχείρησε να επιλύσει το ζήτημα, δεχόμενη ηθική αυτουργία και συνέργεια σε έγκλημα εκ του αποτελέσματος, ενώ στην επιστήμη είχαν υποστηριχθεί διάφορες απόψεις εξαιτίας του νομοθετικού κενού στη διατύπωση του άρθρου 29, σχετικά με την ευθύνη του συμμετόχου. Ενδεικτική νομολογία.
Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 26 και 27 ΠΚ, προκύπτει ότι ο ηθικός αυτουργός εγκλήματος τιμωρείται με την ποινή του φυσικού αυτουργού, που τέλεσε το έγκλημα εκ δόλου. Επί των εγκλημάτων “εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενων (διακρινομένων)”, επί των οποίων ο αυτουργός τιμωρείται με βαρύτερη ποινή, αν το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του, ο ηθικός αυτουργός (στο βασικό έγκλημα) τιμωρείται με τη βαρύτερη ποινή (όπως και ο φυσικός αυτουργός), αν το (βαρύτερο) αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί και σε δική του αμέλεια, δηλαδή μόνον εφόσον από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν το προέβλεψε είτε το προέβλεψε ως δυνατό πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Χωρίς εκ τούτου και να χαρακτηρίζεται ως ηθικός αυτουργός σε εξ αμελείας έγκλημα, αφού σε αμέλεια και δη και δική του, αποδίδεται μόνο στο αποτέλεσμα και όχι η βασική (εκ δόλου) πράξη την οποία αφορά η ηθική αυτουργία [ΑΠ 2045/2010]. Ακόμη, η συμπεριφορά που συνιστά το βασικό έγκλημα, από την οποία προκαλείται το βαρύτερο αποτέλεσμα, εμπεριέχει (και πρέπει να εμπεριέχει) εγγενώς από τη φύση της έναν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο προκλήσεως του βαρύτερου αποτελέσματος, πράγμα που σημαίνει ότι ο δράστης αυτού το προβλέπει ή μπορεί να το προβλέψει αντικειμενικά και συνεπώς να καταλογιστεί σ’ αυτόν το βαρύτερο αυτό αποτέλεσμα (ΑΠ 266/1996).(ΑΠ 350/1999)
Ήδη με τη νέα διατύπωση, αν ο ηθικός αυτουργός ή ο συνεργός επέδειξαν αμελή συμπεριφορά ως προς την επέλευση του βαρύτερου εγκλήματος εκ μέρους του αυτουργού, τότε ευθύνονται και οι συμμέτοχοι, αρκεί να επέδειξαν αμέλεια για την επέλευση τους βαρύτερου εγκλήματος. Παράδειγμα: ο Ν ηγετική μορφή του υποκόσμου αναθέτει στον μπράβο Α να πάει στο κατάστημα του Β και να εισπράξει το μηνιαίο ποσό «για την προστασία του καταστήματός μου» που του παρέχει ο Ν και αν αρνηθεί να πάρει το μηνιάτικο διά της βίας από το ταμείο του. Ο Α, όταν αρνείται ο Β να του δώσει τα χρήματα, τον απωθεί και πηγαίνει προς το ταμείο, ο Β ανθίσταται και ο Α τον χτυπάει με σιδερογροθιά στο κεφάλι, αφαιρεί τα χρήματα και φεύγει. Τελικά ο Β, μετά το χτύπημα που δέχθηκε, πεθαίνει από εγκεφαλική αιμορραγία ύστερα από νοσηλεία τριών ημερών. Σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη του 29, ο Ν ευθύνεται ως ηθικός αυτουργός για θανατηφόρο ληστεία, εφόσον ο θάνατος του Β, μπορούσε να αποδοθεί σε αμέλειά του. Εφόσον, δηλαδή, μπορούσε να προβλέψει ότι ο Α θα επεδείκνυε υπερβάλλοντα ζήλο και ότι θα μπορούσε να επιφέρει το βαρύτερο αποτέλεσμα.
Ειδικά για τον συνεργό σε εκ του αποτελέσματος έγκλημα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι δεν μπορεί να έχει την ποινή του αυτουργού αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 47 ο συνεργός έχει μειωμένη ποινή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 83 ΠΚ. Κι εδώ ο συνεργός, για να ευθύνεται για το βαρύτερο αποτέλεσμα, πρέπει αυτό να αποδίδεται σε αμέλειά του. Παράδειγμα Αν στο παραπάνω παράδειγμα τη στιγμή που ο Β αρνείται να δώσει τα χρήματα ο Δ δίνει στον Α τη σιδερογροθιά για να συνετίσει τον απείθαρχο Β και τελικά επέρχεται ο θάνατος του Β κατά τα ανωτέρω.
Τέλος, αναφορικά με την συναυτουργία, δεν είναι δυνατή συναυτουργία στα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα αφού προϋπόθεση στη συναυτουργία είναι ο κοινός δόλος των συμμετόχων, και δεν μπορεί να νοηθεί κοινή αμέλεια μεταξύ τους. Η συναυτουργία αφορά το βασικό έγκλημα και αν επέλθει το βαρύτερο αποτέλεσμα από τη συμπεριφορά ενός εκ των συναυτουργών, αυτός τιμωρείται και για το εκ του αποτελέσματος βαρύτερο έγκλημα.
Σχετική νομολογία (Εάν η πράξις της ληστείας ετελέσθη υπό πλειόνων, ως συναυτουργών, υπό την έννοιαν του άρθρ. 45 του Π.Κ., καθ` ην στοιχείον της συναυτουργίας είναι ο κοινός τούτων δόλος, και δη η συναπόφασις περί τελέσεως υπ` αυτών ωρισμένου εγκλήματος, η κοινή ευθύνη των συναυτουργών διά την κατά την διάπραξιν του εγκλήματος της ληστείας δράσιν εκάστου τούτων υφίσταται όταν αύτη ευρίσκεται εντός του πλαισίου του συναποφασισθέντων. Συνεπώς, αν τις των συναυτουργών, προς αφαίρεσιν του κινητού πράγματος ή διατήρησιν, αυτού, ήδη αφαιρεθέντος, ήσκησε σωματικήν βίαν κατά προσώπου ή απειλήν ηνωμένην με επικείμενον κίνδυνον σώματος ή ζωής διά συγκεκριμένης τινός πράξεως κειμένης εκτός του πλαισίου των συναποφασισθέντων, ενεργήσας καθ` υπέρβασιν τούτων εκ της πράξεως δε ταύτης επήλθε θάνατος ή βαρεία σωματική βλάβη προσώπου, η διά το βαρύτερον τούτο αποτέλεσμα ευθύνη βαρύνει μόνον τον πέραν των συναποφασισθέντων δράσαντα, και δη εφ` όσον τούτο δύναται ν` αποδοθή εις αμέλειαν αυτού. Εάν δε η εξ ης το αποτέλεσμα τούτο πράξις ευρίσκεται εντός του πλαισίου των συναποφασισθέντων, τότε υφίσταται δι` αυτό ευθύνη και των λοιπών συναυτουργών εάν υφίσταται και αμέλεια τούτων συνισταμένη εις το ότι ενώ ηδύναντο να προΐδουν το εκ της συναποφασθείσης ταύτης πράξεως επελθόν αποτέλεσμα, ως ενδεχόμενον (δυνατόν), εξ ελλείψεως της προσοχής, ην ώφειλον εκ των περιστάσεων και ηδύνατο να καταβάλουν είτε δεν προείδον παντάπασιν, είτε προείδον τούτο, ως δυνατόν, επίστευσαν όμως ότι δεν θα επήρχετο και ούτω συναποφάσισαν και την ενέργειαν της πράξεως ταύτης. ΑΠ 805/1980)
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ