Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 του νέου ΚΠΔ το ένδικο μέσο, με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473 (το ειδικό τρόπο αναίρεσης από τον κατηγορούμενο), ασκείται: «με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ’ εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 466 παρ. 1) και από κείνον που τη δέχεται. Ο εισαγγελέας μπορεί να δηλώσει την άσκηση του ενδίκου μέσου και με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονική αλληλογραφία, οπότε το ένδικο μέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε με την αποδεδειγμένη αποστολή τους.» Κατά δε την παρ. 2: «Το ένδικο μέσο μπορεί επίσης να ασκηθεί και με κατάθεση δικογράφου στα παραπάνω πρόσωπα, για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχείρισης».
Η εν λόγω πρόβλεψη του νέου ΚΠΔ για την άσκηση ενδίκου μέσου με κατάθεση δικογράφου είχε απασχολήσει την νομολογία του Αρείου Πάγου και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ, όπου το ένδικο μέσο ασκείτο μόνο με τη δήλωση στον γραμματέα κλπ. Ενδεικτικά « Για τη δήλωση αυτή συντάσσεται έκθεση, με τον τρόπο που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 148 μέχρι 153 ΚΠΔ, που υπογράφεται από κείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του και από κείνον που τη δέχεται. Ειδικότερα, κατά μεν τα άρθρα 148 και 151 του ίδιου Κώδικα, έκθεση είναι το έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος εκπληρώνει καθήκοντα στην ποινική διαδικασία για να βεβαιώσει με ακρίβεια πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος αρμόδιος υπάλληλος με τον οποίο συμπράττει ή δηλώσεις τρίτων που απευθύνονται σε αυτόν, κατά δε το άρθρο 153 αυτού, η έκθεση είναι άκυρη, όταν λείπουν η χρονολογία, (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σε αυτήν), η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων και η υπογραφή των προσώπων που έχουν συμπράξει σύμφωνα με το άρθρο 150 ή που εξετάστηκαν ή η υπογραφή του δημοσίου υπαλλήλου που συντάσσει την έκθεση. Η σύνταξη της εκθέσεως αποτελεί συστατικό τύπο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό, στην περιφέρεια των οποίων διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος, ή στον διευθυντή της φυλακής όπου αυτός κρατείται ή με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όχι με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και αν για την κατάθεση του δικογράφου αυτού ο γραμματέας κάτω από αυτό συνέταξε έκθεση για την κατάθεση αυτού. Η αναίρεση στην ποινική δίκη με κατάθεση δικογράφου, αν ήθελε εκτιμηθεί ως έγγραφη δήλωση, είναι απαράδεκτη όταν δεν περιέχει όλα τα στοιχεία τα οποία θα περιείχε και η προφορική. Αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις αυτές που απορρέουν από κανόνες δημόσιας τάξεως, απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. (Ολομ Α.Π 2/2008). Κατά μείζονα λόγο είναι απαράδεκτη η αναίρεση που ασκείται με δικόγραφο για το οποίο δεν έχει καν συνταχθεί έκθεση κατάθεσης (εγχείρισης). Οι επιβαλλόμενες ως άνω διατυπώσεις από τον Έλληνα νομοθέτη για το παραδεκτό της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, ενώ διασφαλίζουν την ασφάλεια δικαίου και την ορθή λειτουργία της Δικαιοσύνης, κατ’ ουδέν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, με συνακόλουθο αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος. Το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, αφού απαιτείται από τη φύση του η ρύθμισή του από το κράτος, το οποίο έχει τη διακριτική ευχέρεια, αρκεί μόνον οι τιθέμενοι περιορισμοί και προϋποθέσεις να μην περιορίζουν την πρόσβαση του διαδίκου κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε το δικαίωμα της προσφυγής στο δικαστήριο να πλήττεται στον ίδιο τον πυρήνα του.» ΑΠ 89/2017
Υπήρξαν και αποφάσεις που επιχειρούσαν μία ευρύτερη ερμηνεία της δήλωσης με αναφορά σε δικόγραφο όπως ενδεικτικά: «Κατ’ ακολουθίαν, εφόσον η ΕΣΔΑ κατισχύει των εθνικών διατάξεων βάσει της ως άνω συνταγματικής επιταγής, πρέπει οι προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΠοινΔ να ερμηνευθούν σύμφωνα με τη Σύμβαση και έτσι να γίνει δεκτό ότι, εάν το συνημμένο στην έκθεση αναιρέσεως υπόμνημα, που περιέχει τους λόγους αναιρέσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, φέρει μεν την υπογραφή του αναιρεσείοντος, αλλ’ εκ παραδρομής του οικείου γραμματέα δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο και δεν φέρει την υπογραφή αυτού, ο αναιρεσείων δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί υπεύθυνος για την παράλειψη του τελευταίου. Διαφορετικά, υποβάλλεται σε ένα δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα της προσβάσεως στον Άρειο Πάγο και υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ. Όμως, απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθεί παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως, οι λόγοι της οποίας περιέχονται στο συνημμένο σ` αυτήν υπόμνημα, το οποίο υπογράφεται από τον αναιρεσείοντα ή από τον αντιπρόσωπό του, όχι, όμως, και από το γραμματέα ή το διευθυντή της φυλακής ενώπιον του οποίου συντάχθηκε η οικεία έκθεση, ώστε να μην προσβάλλεται το δικαίωμα προσβάσεως του κατηγορουμένου στο δικαστήριο, το οποίο προστατεύεται από την ως άνω διάταξη της ΕΣΔΑ, είναι να γίνεται στην έκθεση αναιρέσεως ειδική αναφορά στο υπόμνημα αυτό, οπότε τούτο, με μόνη την υπογραφή του αναιρεσείοντος, θεωρείται ότι αποτελεί ενιαίο σώμα με την έκθεση αναιρέσεως.» (ΑΠ 35/2014)
«Από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ.2 και 474 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι το ένδικο μέσο της αναιρέσεως ασκείται με δήλωση του δικαιούμενου διαδίκου, για την οποία συντάσσεται έκθεση ως συστατικός τύπος, ενώπιον των οριζόμενων από τις παραπάνω διατάξεις αρμοδίων οργάνων. Στα όργανα αυτά, περιλαμβάνεται και ο Γραμματέας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 474 παρ. 2 του ΚΠΔ, που ορίζει ότι στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται, και συνεπώς είναι παραδεκτή η αναίρεση, όταν στο κύριο σώμα της εκθέσεως αυτής που φέρει την υπογραφή του αρμόδιου γραμματέα, μνημονεύεται μόνο η προσβαλλόμενη απόφαση (ή βούλευμα), χωρίς να αναφέρεται κανένας λόγος, επισυνάπτεται, όμως, στην έκθεση, ώστε να αποτελεί με αυτή ενιαίο όλο, κείμενο αναιρετικών λόγων, το οποίο επίσης φέρει την υπογραφή και σφραγίδα του αρμόδιου γραμματέα. Και τούτο διότι αυτό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πιο πάνω εκθέσεως, που περιέχει τη δήλωση του αναιρεσείοντος για άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως (ή βουλεύματος). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά της προσβαλλόμενης 22819/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η κατηγορουμένη άσκησε την με αριθμό έκθεσης 92/5-10-2012 αίτηση αναιρέσεως, από την επισκόπηση της οποίας προκύπτει ότι ζητεί την αναίρεση “για τους παρακάτω λόγους όπως αναφέρω λεπτομερώς στους επισυναπτόμενους λόγους αναιρέσεως” και πράγματι επισυνάπτεται στην έκθεση αυτή δικόγραφο, με τον τίτλο “ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ” περιέχον νομίμους και ορισμένους εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` του Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως, το οποίο είναι συραμμένο, φέρει ένσημα επικολλημένα επ` αυτού, σφραγίδα του Πρωτοδικείου Αθηνών, ανά φύλλο και υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης. Και ναι μεν, ελλείπει η υπογραφή της Γραμματέως στο τέλος του συνημμένου εγγράφου που περιέχει τους λόγους αναίρεσης, όμως η έλλειψη αυτή, αναπληρώνεται με την ενυπόγραφη βεβαίωση της, με την αυτή ημεροχρονολογία, όπως και η έκθεση αναίρεσης, 5-10- 2012, ότι τα ένσημα έχουν επικολληθεί στους λόγους αναίρεσης. Επομένως, η εν λόγω αναίρεση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, έχει ασκηθεί νομοτύπως και είναι τυπικά παραδεκτή, αφού το παραπάνω συραμμένο δικόγραφο που περιέχει τους λόγους αναιρέσεως, με τα αναφερθέντα τυπικά στοιχεία, αποτελεί ενιαίο σύνολο και συνέχεια της αντίστοιχης εκθέσεως αναιρέσεως, που περιέχει τη δήλωση της αναιρεσείουσας για άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω οι λόγοι αναιρέσεως.» (ΑΠ 401/2013)
Ήδη με την νέα διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ο νομοθέτης καθιέρωσε ένα επιπλέον γενικό τρόπο ασκήσεως ενδίκου μέσου, την κατάθεση δικογράφου, για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχειρίσεως. Στο δικόγραφο, όπως και στην έκθεση, πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο (474 παρ.4). Ενώ, αν η έκθεση γίνει ή το δικόγραφο κατατεθεί σε άλλον γραμματέα ή στον διευθυντή των φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (474 παρ.3). Η νέα νομοθετική πρόβλεψη αποτελεί ένα θετικό βήμα, επιλύοντας τα ζητήματα που είχαν ανακύψει με το προγενέστερο αυστηρότερο δίκαιο. Χρόνος άσκησης του ενδίκου μέσου με δικόγραφο είναι ο αναφερόμενος στην έκθεση εγχειρίσεως.
Τέλος, οι γενικές διατάξεις των ενδίκων μέσων εφαρμόζονται και στα οιονεί ένδικα μέσα ή τα ένδικα βοηθήματα που με ειδικές διατάξεις αναγνωρίζονται, εκτός αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη ή οι ορισμοί αυτοί δεν συμβιβάζονται με τη φύση τους (463 ΚΠΔ), Βλ. ενδεικτικά «η προσφυγή πλέον μετά την ισχύ του νέου ΚΠΔ, ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474, δηλαδή υπό του ίδιου αυτοπροσώπως ή του πληρεξουσίου συνηγόρου του, ο οποίος υποχρεούται στην περίπτωση αυτή να έχει εξουσιοδοτηθεί νομίμως, κατά την έννοια των άρθ. 42§2 και 89§2,466§1του νυν ισχύοντος (νέου) ΚΠΔ,: α) με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα), στην έννοια των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι Διατάξεις του Εισαγγελέα ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος, ή ενώπιον του Διευθυντή της Φυλακής αν ο ενδιαφερόμενος κρατείται και β) με κατάθεση δικογράφου στα παραπάνω πρόσωπα, για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχείρισης, 4) ο προσφεύγουν ή οι προσφεύγοντες όταν υποβλήθηκε μία έγκληση από περισσότερους εγκαλούντες, υποχρεούνται να καταθέσουν ένα παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, περίπτωση δε, που δεν κατατεθεί το ως άνω παράβολο η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών» ΔιατΕισΕφΠειρ 28/2019
Η υπό κρίση προσφυγή είναι δικονομικά: α) εμπρόθεσμη, καθόσον ασκήθηκε εμπροθέσμως την 29.1 1.2019, ήτοι εντός -της σήμερα ισχύουσας- δεκαπενθημέρου προθεσμίας από της επιδόσεως στον νόμιμο εκπρόσωπο της νυν προσφεύγουσας- εγκαλούσας άνω ανωνύμου εταιρείας,, της υπ`αριθ. 551 από 29.10.2019, απορριπτικής Διατάξεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, η οποία (δεκαπενθήμερη προθεσμία) αφετηριάσθηκε στις 15.11.2019, δηλαδή την επομένη της επιδόσεώς της(14.11.2019), β) νομότυπη, παρά το ότι, αν και ασκήθηκε από δικαιούμενο πρόσωπο (άρθρο 51 του νυν ισχύοντος (νέου)ΚΠΔ, ήτοι, εκ μέρους του πληρεξουσίου δικηγόρου του ΔΣ Αθηνών, νομίμως εξουσιοδοτημένου, δυνάμει του από 28.1 1.2019 συνημμένου πρακτικού του ΔΣ της άνω ανώνυμης εταιρείας, με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής, υπό αυτού του ίδιου, υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρου (ΑΠ 926/2014, ΤΝΠ Νόμος), ωστόσο επειδή κατά την άνω ημερομηνία ασκήσεώς της (29.11.2019) ίσχυε ο νέος ΚΠΔ (Ν.4620/201 9), η σχετική δήλωση της άσκησής της υποβλήθηκε σε αναρμόδιο γραμματέα, ήτοι ενώπιον της γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, Μαρίας Παναγιώτου, αντί των αποκλειστικώς οριζομένων προσώπων που ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 474 ΚΠΔ, ήτοι του γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) στην έννοια των οποίων περιλαμβάνεται και η διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή στον γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Παραταύτα όμως, η υπό κρίση προσφυγή, δύναται να εκτιμηθεί -κατ’ ορθότερη εκτίμηση του κειμένου της δηλώσεώς της- όχι ως ασκηθείσα διά αυτής (δηλώσεως) ενώπιον του αρμοδίου προσώπου, αλλά ως διά εγχειρίσεως του δικογράφου της, ενώπιον αναρμοδίου μεν προσώπου λογιζομένη ως έκθεση εγχείρισης αυτού, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 474ΚΠΔ. ΔιατΕισΕφΠειρ 49/2019
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ