fbpx

Οι αισχροκερδείς δικαιοπραξίες (ΑΚ 179 περ. β’) κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Σύμφωνα με το άρθρο 178 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου, που σκέπτεται με σωφροσύνη και χρηστότητα. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη που δημιουργεί ακυρότητα της δικαιοπραξίας κρίνεται αντικειμενικά, από το περιεχόμενό της, ενόψει, όχι της μεμονωμένης αιτίας που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή του σκοπού στον οποίο αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των συνθηκών και περιστάσεων, που συνοδεύουν την προβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά. Τα αίτια που προκάλεσαν τη δικαιοπρακτική βούληση μόνο κατ’ εξαίρεση επιδρούν στο κύρος της δικαιοπραξίας, όταν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 140-153 ΑΚ (πλάνη, απάτη, απειλή), οπότε παρέχεται το διαπλαστικό δικαίωμα της ακύρωσης αυτής, κατά τα άρθρα 154 και 155 ΑΚ. Επομένως τα περιστατικά που συνδέονται με τις καταστάσεις αυτές (πλάνη, απάτη, απειλή) και ρυθμίζονται ειδικά με τις παραπάνω διατάξεις δεν υπάγονται στο άρθρο 178 ΑΚ, το οποίο άλλωστε προβλέπει εξαρχής ακυρότητα και όχι ακυρωσία. Δηλαδή, η ακυρωσία της δήλωσης βούλησης, συνεπεία πλάνης, απάτης ή απειλής, δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει στην κατ’ άρθρο 178 ΑΚ ακυρότητα, όταν -εκτός του ανεπίτρεπτου κατ’ αυτήν επηρεασμού της βούλησης- δεν συντρέχουν και άλλα περιστατικά, που επηρεάζουν τον γενικό χαρακτήρα της αδικοπραξίας.

Από το ανωτέρω άρθρο καλύπτονται και οι περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες, αν και υπάρχει εκμετάλλευση, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου 179 ΑΚ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 178 ΑΚ, άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι, ιδίως, η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να λάβει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ειδικότερα τη δεύτερη, προκύπτει ότι για το χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης, ως αντικειμένης στα χρηστά ήθη, απαιτείται αφενός μεν η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων που τελούν, κατά το χρόνο της συνομολόγησής τους, κατά τις περιστάσεις σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών να γίνεται με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες.

Έτσι, για να χαρακτηριστεί μια δικαιοπραξία ως αισχροκερδής απαιτείται να συντρέχουν, αθροιστικά, τρία στοιχεία, ήτοι: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) εκμετάλλευση της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου, από τον αντισυμβαλλόμενο. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων· δηλαδή το θύμα -λόγω της απερισκεψίας ή της έλλειψης επαρκούς σκέψης, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε διανοητική μειονεξία- δεν αποδίδει στις πράξεις του τη σημασία και την αξία που αυτές είχαν. Ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική.

Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποκύπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί δε νομική έννοια και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία), επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή, χωρίς να είναι απαραίτητη, για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης, κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικώς επιλήψιμα περιστατικά, που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδιας.

Αν συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ. Αν όμως λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου, χωρίς, όμως να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή, ακυρότητα της δικαιοπραξίας, λόγω της αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σε αυτήν ανήθικο χαρακτήρα (ΑΠ 1650/2018, ΑΠ 1467/2018, ΑΠ 379/2017, ΑΠ 403/2017).

* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -