Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 172 παρ. 1, σχετική ακυρότητα επέρχεται σε κάθε περίπτωση που ο νόμος απαγγέλλει ακυρότητα που δεν υπάγεται στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου (του 171 που προβλέπει τις απόλυτες ακυρότητες). (Προσοχή η προηγούμενη διατύπωση ήταν «η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο» απαλείφθηκε η φράση «πράξης ή ενός εγγράφου» και έγινε γενικότερη διατύπωση).
Από την παραπάνω διάταξη προκύπτουν ότι σχετική ακυρότητα έχουμε:
α) μόνο αν το ορίζει ρητά ο νόμος
β) και δεν υπάγεται στις περιπτώσεις της απόλυτης ακυρότητας.
Ο νόμος ορίζει ρητά την ακυρότητα σε πλήθος διατάξεων όπως λ.χ. ενδεικτικά στα άρθρα 138, 166 παρ. 3, 210, 212,321, κλπ.
Η σχετική ακυρότητα, κατ’ αντιδιαστολή με την απόλυτη του άρθρου 171, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο μόνο αν προταθεί από τον εισαγγελέα ή τους διαδίκους.
α. Χρόνος πρότασης της ακυρότητας
Αν η σχετική ακυρότητα αναφέρεται σε πράξη της προδικασίας, πρέπει να προταθεί έως το τέλος της. Το τέλος της προδικασίας επέρχεται με την τελεσίδικη παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, δηλαδή μόλις εκδοθεί το βούλευμα από το συμβούλιο εφετών κατόπιν ασκήσεως Εφέσεως κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος.
Αν η σχετική ακυρότητα αναφέρεται σε πράξη της κύριας διαδικασίας, πρέπει να προταθεί ωσότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό (174 παρ. 1).
Ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με τα παραπάνω οριζόμενα καλύπτεται (175 παρ. 1).
Τη σχετική ακυρότητα δεν μπορεί να την προτείνει ο διάδικος ή ο εισαγγελέας όταν αυτή προήλθε από δική τους ενέργεια ή την απεδέχθησαν ρητά (175 παρ. 3).
Παραδείγματα:
α) ακυρότητες σχετικές με την εξέταση των μαρτύρων, του διορισμού των πραγματογνωμόνων από τον ανακριτή, κατά το στάδιο της προδικασίας, καλύπτονται μόλις γίνει αμετάκλητο το παραπεμπτικό βούλευμα
β) την εξέταση ασυμβίβαστου μάρτυρα (210), κατά την προδικασία καλύπτεται, αν δεν προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή.
β. Ακυρότητα κλήσης – κλητηρίου θεσπίσματος
Ειδικότερα η ακυρότητα
– της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορούμενου και του αστικώς υπεύθυνου
– του καταλόγου των μαρτύρων
– της επίδοσης των παραπάνω εγγράφων
– της προθεσμίας που αφορά τις κλητεύσεις των διαδίκων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων του άρθρου 166
καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της. Το δικαστήριο όμως μπορεί να αναβάλλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορούμενου ή του αστικώς υπεύθυνου (175 παρ. 2).
Παραδείγματα:
αν κάποιος κλητεύτηκε προ 12 ημερών αντί 15 που προβλέπει το άρθρο 166 παρ. 1 και εμφανιστεί χωρίς να προβάλλει αντίρρηση για την πρόοδο της δίκης, τότε η ακυρότητα καλύφθηκε και δεν μπορεί να προταθεί μεταγενέστερα.
2. Έλλειψη Ακρόασης
(αφορά εισαγγελέα και τον υποστηρίζοντα την κατηγορία)
Η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται και στην περίπτωση που ο εισαγγελέας ή ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από τον νόμο, και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση (172 παρ. 2 ). (Προσοχή για πρώτη φορά θεσπίζεται ακυρότητα για έλλειψη ακρόασης του υποστηρίζοντος την κατηγορία.)
Έλλειψη ακρόασης υπάρχει :
α) μόνο στην ακροαματική διαδικασία
β) όταν αφορά δικαίωμα του εισαγγελέα ή του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας
γ) η παραβίαση του δικαιώματος να έγινε από το δικαστήριο (κι όχι από τον πρόεδρο).
Για να θεμελιωθεί έλλειψη ακρόασης θα πρέπει να υποβληθεί αίτηση από τον θιγόμενο (εισαγγελέα, παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας), η οποία καταχωρείται στα πρακτικά. Καταρχήν το αίτημα υποβάλλεται στον πρόεδρο του δικαστηρίου και, σε περίπτωση μη ικανοποιήσεως του, γίνεται προσφυγή στο δικαστήριο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 335 παρ. 2. Αν το δικαστήριο αρνήθηκε την άσκηση του δικαιώματος, ή παρέλειψε να αποφανθεί γι’ αυτό, τότε μόνο δημιουργείται έλλειψη ακρόασης, η οποία συνιστά και λόγο αναίρεσης κατά της απόφασης (510 παρ. 1 Β).
Παραδείγματα: έλλειψη ακρόασης συνιστά:
α) η μη ανάγνωση εγγράφων στο ακροατήριο από τον πρόεδρο, αν και ζητήθηκε από τον εισαγγελέα ή τον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας
β) η απόρριψη χωρίς αιτιολογία ή παράλειψη να αποφανθεί το δικαστήριο για αίτημα περί αναβολής της δίκης από τον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας.
Με το νέο ΚΠΔ αντίστοιχη έλλειψη ακρόασης του κατηγορούμενου υπήχθη στην απόλυτη ακυρότητα.(171 παρ.2 βλ. κατωτέρω).
3. Απόλυτη ακυρότητα
Απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν (171):
α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του παρόντος κώδικα για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής του,
β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στον νόμο,
γ) την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος,
δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε. (171 παρ.1)
Επίσης απόλυτη ακυρότητα θεμελιώνεται και:
1. Έλλειψη ακρόασης του κατηγορούμενου. Αν ο κατηγορούμενος ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα που του παρέχεται από τον νόμο και το δικαστήριο του το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. (171 παρ. 2). Για να θεμελιωθεί έλλειψη ακρόασης θα πρέπει να υποβληθεί αίτηση από τον κατηγορούμενο, η οποία καταχωρείται στα πρακτικά. Καταρχήν το αίτημα υποβάλλεται στον πρόεδρο του δικαστηρίου και, σε περίπτωση μη ικανοποιήσεως του, γίνεται προσφυγή στο δικαστήριο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 335 παρ. 2. (Προσοχή η διάταξη αυτή υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ θεμελίωνε σχετική ακυρότητα)
2. Στην περίπτωση παράνομης παράστασης του υποστηρίζοντος την κατηγορία στο ακροατήριο. (171 παρ. 3). Η παράνομη παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία στο ακροατήριο έχει σχέση μόνο με την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του παθόντος κατά τα άρθρα 63 και 64. Παράδειγμα: παράνομη παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία υπάρχει όταν αυτός ήταν ανίκανος προς το παρίστασθαι στο δικαστήριο, ή δεν είχε την ικανότητα εκπροσώπησης, ή δεν ήταν ο άμεσα παθών από το έγκλημα κ.λπ.
Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Από τις απόλυτες ακυρότητες, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο, δηλαδή και στον Άρειο Πάγο (174 παρ. 1). Τούτο σημαίνει πως μετά την αμετάκλητη παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο κάθε απόλυτη ακυρότητα που αναφέρεται στην προδικασία έχει καλυφθεί (175 παρ. 1).
Όσες απόλυτες ακυρότητες λαμβάνουν χώρα κατά την κύρια διαδικασία μπορούν να προταθούν μέχρι και τον Άρειο Πάγο σαν λόγοι αναίρεσης.
4. Συνέπειες της ακυρότητας
Η ακυρότητα μιας πράξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες από αυτήν μεταγενέστερες πράξεις της ποινικής διαδικασίας. Ο δικαστής μπορεί να κηρύξει άκυρες και πράξεις σύγχρονες ή προγενέστερες, μόνο όταν είναι συναφείς με εκείνη που ακυρώθηκε (176 παρ. 2).
Αρμόδιο όργανο. Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της κύριας διαδικασίας, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας (176 παρ. 1). Αν κατά του βουλεύματος ή της απόφασης ασκήθηκε ένδικο μέσο, η αρμοδιότητα για την κήρυξη της ακυρότητας ανήκει στο συμβούλιο ή το δικαστήριο που αποφασίζει για το ένδικο μέσο.
Με την κήρυξη των ακυροτήτων διατάσσεται η επανάληψη των άκυρων πράξεων αν κριθεί αναγκαίο και εφικτό (176 παρ. 3).
5. Ακυρότητα από την παράβαση των διατάξεων για τα δικαστικά τέλη και τα ένσημα (173)
Με την επιφύλαξη αντίθετης ρύθμισης, αν δικαστής ή οποιοσδήποτε δημόσιος υπάλληλος που εκτελεί καθήκοντα στην ποινική διαδικασία, συντάξει ή δεχθεί έγγραφο, το οποίο δεν έχει ή έχει ελλιπές το τέλος ή το ένσημο που επιβάλλεται από τον νόμο, η ποινική διαδικασία δεν είναι άκυρη, ούτε η παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας που ασκήθηκε με αυτήν.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ