Οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα είναι αρκετές και ουσιώδεις. Η ερμηνεία των νέων διατάξεων θα πάρει σίγουρα μερικά χρόνια, ώστε να παγιωθεί, μέσω της επιστήμης και της νομολογίας. Η επιστήμη σίγουρα θα εκφραστεί λεπτομερώς για τις νέες διατάξεις. Με το παρόν σημείωμα, και όσα θα ακολουθήσουν, θα επιχειρήσω να επισημάνω τις διαφοροποιήσεις των νέων διατάξεων, κυρίως στο Γενικό Μέρος του ΠΚ, για διευκόλυνση των υποψηφίων που θα κληθούν να τις αντιμετωπίσουν. Ξεκινώ με τις σημαντικές αλλαγές στην απόπειρα του εγκλήματος.
Α. Απόπειρα (42-44 ΠΚ)
Α.1 H αλλαγή της διατύπωσης στην παρ. 1 του άρθρου 42 από «επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης» με τη φράση «αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στον νόμο αξιόποινη πράξη», φαίνεται να δημιουργεί κάποια ζητήματα, ιδίως με την κρατούσα στη νομολογία έννοια του πρώτου στοιχείου της απόπειρας (αρχή εκτέλεσης), αλλά, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση, «προσδιορίζεται ειδικότερα με μεγαλύτερη σαφήνεια το περιεχόμενο της αρχής εκτέλεσης του εγκλήματος, ώστε να είναι πλέον σαφές ότι το έγκλημα μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε απόπειρα μόνο όταν έχει πραγματωθεί ένα τμήμα της αντικειμενικής του υπόστασης. Με τον τρόπο αυτό η ποινή της απόπειρας συναρτάται με την πράξη που έχει τελεστεί και όχι με τον δόλο του υπαιτίου. Η πραγμάτωση των όρων της αντικειμενικής υπόστασης, εξάλλου, δεν είναι νοητή μόνο στις περιπτώσεις που στον νόμο περιγράφεται αναλυτικά ο τρόπος τέλεσης της πράξης ή της παράλειψης, όπως λ.χ. συμβαίνει στα εγκλήματα της κλοπής ή της απάτης. Τούτο είναι εφικτό ακόμα κι όταν ο ακριβής τρόπος τέλεσης δεν περιγράφεται στον νόμο, όπως λ.χ. συμβαίνει στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης. Στις περιπτώσεις αυτές ο δράστης αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στον νόμο πράξη όταν έχει εξαπολύσει κατά του εννόμου αγαθού την ενέργεια η οποία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι ικανή να επιφέρει την αξιόποινη βλάβη αν δεν ανακοπεί από άλλη πράξη του ιδίου ή τρίτου ή από επιγενόμενο τυχαίο γεγονός, όπως λ.χ. όταν πυροβολεί προς την πλευρά του θύματος, του επιτίθεται με μαχαίρι κλπ.» Θεωρώ πως δεν υπάρχει ουσιώδης μεταβολή από την διαφορετική περιγραφή της αρχής εκτέλεσης στην απόπειρα.
Α.2. Καταργείται η δυνατότητα επιβολής της ποινής του ολοκληρωμένου εγκλήματος στον δράστη της απόπειρας, λόγω της αρχής της αναλογικότητας αλλά και του άρθρου 7 του Συντάγματος περί συνδέσεως της ποινής με την πράξη κι όχι με προγνωστικές κρίσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του δράστη στο μέλλον.
Α.3. Στην παρ. 2 του άρθ. 42 προβλέπεται δυνατότητα να κριθεί ατιμώρητη η απόπειρα πλημμελήματος που απειλείται με ποινή μέχρι ένα έτος.
Α.4. Στην παρ. 3 του άρθ. 42 προβλέπεται, για πρώτη φορά, η απόπειρα στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα (29 ΠΚ), όταν προκληθεί το αποτέλεσμα στην περίπτωση απόπειρας του «βασικού» εγκλήματος, π.χ. ο Α με πρόθεση να βιάσει τη Β, χωρίς να τα καταφέρει και η Β πεθάνει από την προσπάθεια να αποφύγει τον βιασμό. Για το θέμα αυτό αναμένονται αρκετές επιφυλάξεις και ερμηνευτικές διχογνωμίες και η νομολογίαθα κληθεί να δώσει τις αρμόζουσες λύσεις. Πάντως, επιχειρείται μία λύση σε ένα δυσερμήνευτο θέμα που έχει αντιμετωπίσει η νομολογία, η οποία δέχεται απόπειρα στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα.
Α.5. Καταργείται το αξιόποινο της απρόσφορης απόπειρας.
Α.6.Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 44 (υπαναχώρηση) έχει, ενδεχομένως, κακή νομοτεχνική διατύπωση. Η έννοια του αποτυχημένου εγκλήματος υποδηλώνει το έγκλημα που δεν μπορεί να επιτευχθεί, συνεπώς υπαναχώρηση δεν νοείται. Η διάταξη προβλέπει: «Αν ο δράστης αποτυχημένου εγκλήματος δεν επαναλάβει άμεσα την πράξη του, με δική του θέληση και όχι από εξωτερικά εμπόδια, τιμωρείται με την ποινή της απόπειρας μειωμένη στο μισό.» Και η διάταξη αυτή θα προκαλέσει συζητήσεις στην επιστήμη.
Α.7. Τέλος, προβλέπεται και η υπαναχώρηση του δράστη «αν το αποτέλεσμα δεν επήλθε από άλλη αιτία και ο δράστης κατέβαλε πάντως σοβαρή προσπάθεια για να το αποτρέψει. Οι πράξεις των εδαφίων α’ και γ’ μένουν ατιμώρητες, αν πρόκειται για έγκλημα το αξιόποινο του οποίου εξαλείφεται με έμπρακτη μετάνοια.». Επίσης προβλέπεται ρητά (παρ. 4 άρθ.44) και η υπαναχώρηση «για τον συμμέτοχο που με τη θέλησή του εμπόδισε την ολοκλήρωση της πράξης ή την επέλευση του αποτελέσματος.»
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ