Η νομολογία του Αρείου Πάγου έχει ερμηνεύσει τη νέα διάταξη του άρθρου 217 ΠΚ σε σχέση με το βασικό έγκλημα της πλαστογραφίας και η πρόσφατη ΑΠ 1143/2022 παγιοποιεί την νομολογία σχετικά με τις διαφορές των δύο άρθρων. (βλ. και https://www.nb.org/blog/post/diafora-ths-plastografias–216-pk-kai-tis-plastografias-pistopoihtikon-217-par3-pk-nomologia)
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ισχύοντος μέχρι 30-6-2019 Π.Κ. “Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται είτε η εξαρχής κατάρτιση από το δράστη εγγράφου που εμφανίζεται ότι καταρτίστηκε από άλλον με απομίμηση της γραφής ή υπογραφής του είτε η νόθευση από το δράστη γνήσιου εγγράφου. Ως νόθευση εγγράφου νοείται η αλλοίωση της έννοιάς του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, την εξάλειψη ή την αντικατάσταση λέξεων, αριθμών, σημείων και άλλων στοιχείων του γνησίου εγγράφου, αλλά και με περιορισμό του αρχικού περιεχομένου του, ώστε να μεταβάλλεται η αποδεικτική δύναμή του. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης της πλαστογραφίας απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α) τη γνώση και θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και β) τον σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του (εξαρχής) πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον ως προς το γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή ως προς το γεγονός που είναι σημαντικό για τη θεμελίωση, διατήρηση, μεταβολή ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Με τις αντίστοιχες διατάξεις του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ ορίζεται, ότι: “Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή”. Από τη σύγκριση των διατάξεων του άρθρου 216 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, με αυτήν του νέου άρθρου 216 παρ. 1 του νέου ΠΚ, που εφαρμόστηκε στην προκείμενη περίπτωση προκύπτει ότι δεν έχει αλλάξει η νομοτυπική μορφή της πράξης, πλην όμως η νέα διάταξη είναι επιεικέστερη, αφού η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον υπαίτιο της πλαστογραφίας δεν αποτελεί πλέον επιβαρυντική περίπτωση, αλλά αυτοτελή πράξη (τυποποιούμενη στην παρ. 2 του άρθρου 216 του νέου ΠΚ), που συρρέει φαινομενικά με την πλαστοποιητική ενέργεια και απορροφάται από αυτήν. Επιπλέον, ευμενέστερη διάταξη και ως προς την προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης, που οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, είναι αυτή του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, καθόσον με αυτήν προβλέπεται πλαίσιο ποινής φυλάκισης χωρίς ελάχιστο όριο, δηλαδή από 10 ημέρες έως 5 έτη, ενώ η προηγούμενη διάταξη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, προέβλεπε φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών έως πέντε (5) ετών (ΑΠ 300/2020, ΑΠ 317/2020, ΑΠ 822/2020, ΑΠ 351/2020).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 του ΠΚ “Όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που κατά προορισμό χρησιμεύει για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, δημοσίου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή ο άλλος σχετικά με τις παραπάνω βιοτικές ανάγκες χωρίς όμως εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου.
Η διαφορά μεταξύ της διατάξεως του άρθρου 216 του ΠΚ και της εξαιρετικής του άρθρου 217 του ΠΚ, συνίσταται:
αφενός μεν στο ότι στην τελευταία διάταξη δεν εμπίπτουν όλα τα κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του ΠΚ, έγγραφα, αλλά μόνον πιστοποιητικά ή μαρτυρικά ή και έτερο έγγραφο στοιχείο συναφές, δυνάμενο, συνήθως, να χρησιμοποιηθεί ως τοιούτο,
αφετέρου δε στο ότι ο συνδεόμενος με την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 217 ΠΚ σκοπός του υπαιτίου πρέπει να αποβλέπει αποκλειστικώς στην άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο του δράστη ή κάποιου άλλου, χωρίς όμως η προσδοκόμενη εκ της πράξεως ωφέλεια ή η αντίστοιχη ζημία τρίτου να έχουν τη σημασία, την οποία έχουν για τη θεμελίωση της βασικής διατάξεως του άρθρου 216 του ΠΚ.
Στην περίπτωση όμως που εκ της πλαστογραφίας βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες αυτού σχέσεις ή το συμφέρον της δημόσιας υπηρεσίας ή αν γενικότερα η πλαστογραφία γίνεται για άλλον σκοπό, εκτός του στο άρθρο 217 αναφερομένου, τότε και αν ακόμη χρησιμοποιούνται έγγραφα προβλεπόμενα υπό του ιδίου άρθρου ως πιστοποιητικά ή μαρτυρικά, εφαρμοστέα τυγχάνει η βασική περί πλαστογραφίας διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ και όχι η ειδική διάταξη του άρθρου 217 του ΠΚ. Τα παραπάνω ισχύουν ειδικότερα και για την περίπτωση των πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων που προβλέπονται από το Ν. 4251/2014 (είσοδος, διαμονή…υπηκόων τρίτων χωρών) (ΑΠ 495/2019, ΑΠ 8/2017).
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ