Ζήτημα έχει ανακύψει σχετικά με τη δικονομική σχέση που υφίσταται ανάμεσα στους εκ διαθήκης κληρονόμους, οι οποίοι ενάγονται από εξ αδιαθέτου κληρονόμους με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης λόγω ανικανότητας του διαθέτη κατ’ ΑΚ 1719. Σε τέτοιες περιπτώσεις γεννιέται αμφισβήτηση ως προς το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής ομοδικίας (ΚΠολΔ 76 § 1) μεταξύ των εναγομένων[1]. Το ζήτημα έταμε το 1982 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κρίνοντας ότι είναι δυνατή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων έναντι καθενός από τους εναγομένους, άρα ο μόνος δικονομικός θεσμός που υπάρχει ανάμεσά τους είναι αυτός της απλής ομοδικίας (ΚΠολΔ 74)[2]. Την άποψη αυτή ακολουθεί έκτοτε σταθερά η νομολογία μας[3] καθώς και σημαντική μερίδα της θεωρίας[4].
Κατά την πάγια πλέον νομολογία «η διαφορά αναφέρεται κατ’ ουσίαν στο ανύπαρκτο του δικαιώματος των κληρονόμων και κληροδόχων, κατά των επί της διαθήκης θεμελίωσή του (sic) και στο υπαρκτό του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος των εναγόντων και ως εκ τούτου δεν αποκλείεται η νομική δυνατότητα της έκδοσης αντίθετων αποφάσεων ως προς κάθε ενάγοντα ή εναγόμενο». Προς επίρρωση της υιοθετούμενης λύσης αναφέρεται στη μείζονα πρόταση της ΟλΑΠ 902/1982 ότι η εν λόγω άποψη τελεί σε αρμονία με τις θεσπιζόμενες στην ΚΠολΔ 106 και διέπουσες την πολιτική δίκη θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της διαθέσεως και της συζητήσεως.
Από τις τέσσερις, διαζευκτικά προβλεπόμενες -και συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες[5]– περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας που αναφέρονται στην ΚΠολΔ 76 § 1, διεκδικεί εν προκειμένω εφαρμογή η τέταρτη («όταν εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους»)[6]. Πρόκειται, όπως επισημαίνεται[7], για την πλέον αόριστη και δυσερμήνευτη από τις περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας. Στη δικονομική θεωρία φαίνεται να επικρατεί η άποψη ότι βάσει της διατάξεως αυτής θεμελιώνεται αναγκαστική ομοδικία και επί περιπτώσεων στις οποίες, αν και δεν υπάρχει κίνδυνος συγκρούσεως δεδικασμένου, τυγχάνει εντούτοις απαραίτητη κατά λογική αναγκαιότητα η έκδοση όμοιας αποφάσεως για όλους τους ομοδίκους ως προς συγκεκριμένο βιοτικό συμβάν[8]. Με άλλα λόγια, η διάταξη διευρύνει -κατά την άποψη αυτή- τα όρια της αναγκαστικής ομοδικίας, ώστε να περιλάβουν και ζητήματα στα οποία η ανάγκη έκδοσης όμοιας κατά το δυνατόν απόφασης για τους περισσότερους ομοδίκους απορρέει όχι από ρητές διατάξεις αλλά από τους κανόνες της λογικής του δικαίου (Rechtslogik)[9], με σκοπό να αποτραπεί το φαινόμενο της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων σε περιπτώσεις πλήρους ταυτότητας του αντικειμένου της δίκης εκάστου ομοδίκου[10]. Τούτο διότι, όπως επισημαίνει ο Μητσόπουλος, «τυχόν αντιφατικαί αποφάσεις έναντι των ομοδίκων ου μόνον θα παρεβίαζον την λογικήν αρχήν της αντιφάσεως, αλλά και θα εκλόνιζον το κύρος της δικαιοσύνης»[11]. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή ενισχύεται και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ, από τις οποίες προκύπτει σαφώς ότι η βούληση του ιστορικού νομοθέτη ήταν να επεκτείνει τα όρια της αναγκαστικής ομοδικίας και επί των περιπτώσεων λογικής αναγκαιότητας έκδοσης κοινής απόφασης για όλους τους ομοδίκους[12]. Η αρεοπαγιτική νομολογία ακολουθεί ωστόσο μια εντόνως συσταλτική ερμηνεία της διάταξης, αρνούμενη την ύπαρξη αναγκαστικής ομοδικίας στις παραπάνω περιπτώσεις.
Λογική αναγκαιότητα για την έκδοση κοινής απόφασης ως προς όλους τους ομοδίκους συντρέχει αναμφίβολα και στην περίπτωση που εξ αδιαθέτου κληρονόμος ενάγει τους περισσοτέρους εκ διαθήκης κληρονόμους, αιτούμενος την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης ως συνόλου λόγω ελλείψεως τύπου ή λόγω συντάξεώς της από πρόσωπο που δεν είχε κατά τον χρόνο σύνταξής της συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του (ΑΚ 1719 αρ. 3). Εν προκειμένω υφίσταται ως προς όλους τους εναγομένους ταυτότητα όχι μόνο της βάσεως της αγωγής (δικαιοπρακτική ανικανότητα του διαθέτη κατ’ ΑΚ 1719) αλλά και του αιτήματος (αναγνώριση της διαθήκης ως άκυρης). Θα έπρεπε συνεπώς να υπαχθεί η υπό κρίση υπόθεση στην τέταρτη περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας που προβλέπει η ΚΠολΔ 76 § 1. Εντούτοις, η πάγια νομολογία μπορεί να καταλήξει στο νομικό curiosum η ίδια διαθήκη να αναγνωρίζεται συγχρόνως ως «καθόλα έγκυρη και ισχυρή» για μερικούς από τους εναγομένους και ως ολικά άκυρη για τους υπόλοιπους[13]!
Το προβαλλόμενο από τους υποστηρικτές της νομολογιακώς κρατούσας άποψης επιχείρημα ότι τα απορρέοντα από τη διαθήκη δικαιώματα κάθε τιμώμενου συνιστούν χωριστά αντικείμενα δίκης[14] δεν μου φαίνεται πειστικό. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται εδώ για χωριστά αντικείμενα δίκης, αντίστοιχα των εκ της διαθήκης πηγαζόντων κληρονομικών δικαιωμάτων κάθε εναγομένου. Αντικείμενο της δικαστικής κρίσης είναι ουσιαστικά η αναγνώριση της ακυρότητας ή μη ολόκληρης της διαθήκης και κατ’ ακολουθίαν η διάγνωση του νομικώς υποστατού ή ανυπόστατου της στηριζόμενης στην εν λόγω διαθήκη κληρονομικής διαδοχής. Τα επιμέρους δικαιώματα που πηγάζουν από τη διαθήκη αναφέρονται στην αγωγή απλώς και μόνο για τον καθορισμό των παθητικώς νομιμοποιούμενων προσώπων και δεν συμπροσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης. Εν προκειμένω υφίσταται για όλους τους εναγόμενους πλήρης ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης, ήτοι της ιστορικής βάσης και του αιτήματος (συνισταμένου στην αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης εν όλω και όχι ως προς συγκεκριμένη διάταξη αυτής, όπως π.χ. επί κληροδοσίας που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα) και επομένως συντρέχουν οι όροι της τετάρτης περιπτώσεως αναγκαστικής ομοδικίας της ΚΠολΔ 76 § 1, δεδομένου ότι τυχόν αναγνώριση της ίδιας διαθήκης ως καθόλα έγκυρης για ορισμένους από τους ομοδίκους και ως ολικά άκυρης για τους λοιπούς θα δημιουργούσε ασυμβίβαστες μεταξύ τους έννομες καταστάσεις και θα αντέκειτο στους κανόνες της νομικής λογικής. Γενικότερα, επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, διώκουσας την αναγνώριση της ολικής ακυρότητας μιας δικαιοπραξίας και ασκούμενης κατά περισσοτέρων προσώπων, τα οποία αντλούν δικαιώματα από τη δικαιοπραξία αυτή, υφίσταται πλήρης ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης, ανεξαρτήτως της πλειονότητας των απορρέοντων από τη δικαιοπραξία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, εφόσον πρόκειται περί της αυτής εννόμου σχέσεως[15]. Αποστολή του θεσμού της αναγκαστικής ομοδικίας δεν μπορεί παρά να είναι ακριβώς η αποτροπή της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων επί τέτοιων περιπτώσεων πλήρους ταυτότητας του αντικειμένου της δίκης[16].
Τέλος, ιδιαίτερη βαρύτητα επί του θέματος έχουν και οι εκτιμήσεις του ουσιαστικού δικαίου. Το ζήτημα ποιοι θα είναι εκάστοτε οι κληρονόμοι του αποθανόντος και πώς θα αποκτηθεί ή θα απολεσθεί η κληρονομική ιδιότητα εκάστου, ορίζεται με κανόνες αναγκαστικού δικαίου, όπως είναι οι ΑΚ 1825 επ., 1846 επ. και 1860 επ. Όπως προσφυώς έχει επισημάνει ο Λιτζερόπουλος[17], «το δίκαιον δεν αφήνει την ρύθμισιν του θέματος εις την αυτονομίαν της ιδιωτικής βουλήσεως ή άλλως εις την ελευθερίαν των συμβάσεων. Αν κληρονόμος θα είναι ο εξ αδιαθέτου ή ο εκ διαθήκης καλούμενος, υπαρχούσης αμφισβητήσεως περί του κύρους της διαθήκης, δεν είναι υπόθεσις διακανονιστέα αποκλειστικώς μεταξύ αυτών. Ως προς το ποίος θα είναι ο κληρονόμος ενδιαφέρεται πολύ ευρύτερος κύκλος προσώπων: οι έχοντες περαιτέρω σειράν να κληρονομήσουν (υποκατάστασις, προσαύξησις, διαδοχή βαθμών και τάξεων), οι δανεισταί της κληρονομίας (συμπεριλαμβανομένων και των κληροδόχων), οι οφειλέται αυτής»[18]. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι αντικείμενο της δικαστικής κρίσεως είναι εν προκειμένω η αναγνώριση της ακυρότητας ολόκληρης της διαθήκης και όχι συγκεκριμένων διατάξεων αυτής, η κρίση του δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι που αποδέχθηκαν την αγωγή είχαν την εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της δίκης φαίνεται προβληματική. Γίνεται άλλωστε δεκτό ότι η μονομερής αναγνώριση της ακυρότητας διαθήκης από τιμώμενο σε αυτήν πρόσωπο δεν μπορεί να αφαιρέσει την ιδιότητα του κληρονόμου από τον αναγνωρίζοντα, εκτός εάν αυτός προέβη και σε εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στον νόμο (ΑΚ 1847 επ.)[19].
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ
[1] Βλ. Γεωργιάδη, Κληρονομικό Δίκαιο, 2η έκδ. 2013, § 20 αρ. 11· Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, 5η έκδ. 1989, σ. 294.
[2] ΟλΑΠ 902/1982 ΝοΒ 31, 209 με αντίθετη μειοψηφία έξι μελών και αντίθετη αγόρευση του εισαγγελέα Κ. Φαφούτη. Η ΑΠ 411/1982 (ΝοΒ 30, 1476), με την οποία παραπέμφθηκε το ζήτημα προς κρίση στην Ολομέλεια του Ακυρωτικού, είχε ταχθεί υπέρ της αντίθετης γνώμης (αναγκαστική ομοδικία), με ισχυρή όμως μειοψηφία.
[3] ΑΠ 505/2011 ΤΝΠ Νόμος· ΑΠ 1419/2010 ΝοΒ 59, 733· ΑΠ 1803/2009 ΧρΙΔ 11, 52· ΑΠ 717/1986 ΝοΒ 35, 732· ΕφΘεσ 1010/2009 ΤΝΠ Νόμος· ΕφΑθ 9398/1996 ΕλλΔνη 39, 1630· έτσι ήδη ΑΠ 797/1980 Δ 12, 88 με σύμφωνο σχόλιο Μπέη· ΑΠ 710/1978 ΕΕΝ 45, 751· ομοίως η κρατούσα στη γερμανική νομολογία γνώμη (βλ. π.χ. BGHZ 23, 73), ελλειπούσης ωστόσο στην περί αναγκαστικής ομοδικίας § 62 ZPO περιπτώσεως ανάλογης με την τέταρτη της ΚΠολΔ 76, για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω. Παλαιότερες αποφάσεις είχαν ταχθεί υπέρ της υπάρξεως εν προκειμένω αναγκαστικής ομοδικίας (εκτός από την ΑΠ 411/1982 ΝοΒ 30, 1476, η οποία παρέπεμψε το ζήτημα στην Ολομέλεια, βλ. επίσης ΠΠρΘεσ 2504/1974 ΑρχΝ 25, 747· ΠΠρΑθ 13205/1973 ΝοΒ 22, 1980· ΠΠρΧαν 41/1972 Δ 4, 276· ΠρΑθ 1175/1971 ΕΕΝ 38, 556). Στο ίδιο πόρισμα καταλήγει και ο εισαγγελέας Κ. Φαφούτης στην αγόρευσή του επί της υποθέσεως για την οποία εξεδόθη η ΟλΑΠ 902/1982 (ΝοΒ 31, 209), με βάση κυρίως την ιστορική ερμηνεία της τέταρτης περιπτώσεως της ΚΠολΔ 76. Σημειώνεται ότι υπέρ της υπάρξεως αναγκαστικής ομοδικίας τάσσεται από το 1882 και η γαλλική νομολογία (βλ. την από 12.6.1882 απόφαση του Γαλλικού Ακυρωτικού, DP 1873, I 22), καθώς και η ιταλική νομολογία (βλ. την υπ’ αριθμ. 1261/22.5.1964 απόφαση του Ιταλικού Ακυρωτικού, Foro 1964, 1803).
[4] Από τους θεωρητικούς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων της αναγκαστικής ομοδικίας υποστηρίζουν μεταξύ άλλων οι: Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ Α΄, 1994, σ. 530· Βουζίκας, Κληρονομικόν Δίκαιον, 1972, § 127 Ι σημ. 2· Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 76 ΙΙΙ 3· ο ίδιος, Δ 12, 88· Λιβιεράτος, Δ 4, 275· Σιώτος, ΕλλΔνη 49, 1308· αντίθετοι οι: Μητσόπουλος, Δ 10, 195 σημ. 58· Ράμμος, Εγχειρίδιο Αστικού Δικονομικού Δικαίου Α΄, 1978, § 125 σ. 285· Γέσιου-Φαλτσή, Η Πολιτική Δικονομία από τη θεωρία στην πράξη, 1993, σ. 161 επ.· η ίδια, Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην, 1970, σ. 266· Κεραμεύς, ΕλλΔνη 38, 1697· Νίκας, Αρμ 55, 750.
[5] Νίκας, σε ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 76 αρ. 1· βλ. και Μητσόπουλο, Δ 10, 177.
[6] Η πρώτη περίπτωση («όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση»), αν και φαίνεται να μοιάζει με την τέταρτη, αναφέρεται κυρίως σε αγωγές που αφορούν αδιαίρετα δικαιώματα (π.χ. πραγματικές δουλείες) ή αδιαίρετες παροχές (βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 258 επ.· Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, σ. 262-263· Μητσόπουλο, Δ 10, 176 επ.· Νίκα, ό.π., αρ. 2· ΟλΑΠ 1408/1984 ΕλλΔΝη 26, 198). Κατά τον Μπέη (Δ 12, 95-96), το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω περιπτώσεως περιορίζεται στα διαπλαστικά αγωγικά δικαιώματα, «όπου η ζητούμενη διάπλαση δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την έκδοση δικαστικής απόφασης, οπότε η διάπλαση ισχύει για όλο τον κόσμο».
[7] Κεραμεύς, ό.π., σ. 264.
[8] Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 263 επ.· Κεραμέα, ό.π., σ. 264-265· Νίκα, σε ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 76 αρ. 5· Μητσόπουλο, Μελέται γενικής θεωρίας δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου, 1983, σ. 305 επ. και 393 επ.· από τη νομολογία βλ. ΑΠ 217/1981 ΝοΒ 29, 1405· ΕφΘεσ 1844/2003 ΤΝΠ Νόμος· ΕφΑθ 6640/1990 ΕλλΔνη 32, 1047· ΕφΑθ 12935/1987 ΑρχΝ 39, 405· αντίθετα Μπέης, Δ 12, 88 επ., ο οποίος περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της διάταξης μόνο στις περιπτώσεις που η αδυναμία έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων είναι νομική και όχι απλώς λογική. Τούτο συμβαίνει κατ’ αυτόν σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου, σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο, αν δεν καταδικασθούν όλοι οι εναγόμενοι, αδρανεί η τυχόν καταδίκη του ενός από αυτούς (π.χ. επί αγωγής ιδιοκτήτη ακινήτου κατά των συνιδιοκτητών γειτονικού ακινήτου για την καταδίκη των τελευταίων σε δήλωση βουλήσεως προς εκπλήρωση υποχρέωσης που είχαν αναλάβει από προσύμφωνο συστάσεως πραγματικής δουλείας διόδου, ενόψει της ΑΚ 1122). Ο Μητσόπουλος αντικρούει την άποψη αυτή του Μπέη με το επιχείρημα ότι η λογική αναγκαιότητα, εφόσον λαμβάνεται υπόψη ως στοιχείο ανεύρεσης της ορθής έννοιας της εν λόγω διάταξης, καθίσταται εκ του λόγου αυτού και νομική αναγκαιότητα (ό.π., σ. 419).
[9] Κεραμεύς, ό.π., σ. 264-265.
[10] Ο Μητσόπουλος (ό.π., σ. 310-311) επεκτείνει ακόμη περισσότερο τα όρια της αναγκαστικής ομοδικίας, εντάσσοντας στην τέταρτη περίπτωση της ΚΠολΔ 76 § 1 όχι μόνο τις περιπτώσεις πλήρους ταυτότητας του αντικείμενου της δίκης αλλά και τις περιπτώσεις «ταυτότητας του βιοτικού συμβάντος του αποτελούντος την αναγκαίαν προϋπόθεσιν του υφ’ εκάστου ή καθ’ εκάστου των ομοδίκων υποβαλλομένου αιτήματος».
[11] Και συνεχίζει: «Όθεν, διά της ως άνω διατάξεως η ατομοκεντρική λειτουργία του ουσιαστικού δικαιώματος ενηρμονίσθη πλήρως προς τον υπέρτερον της πολιτικής δίκης σκοπόν, ήτοι την ανεύρεσιν της ουσιαστικής αληθείας εν τη πραγματώσει του εξ αντικειμένου δικαίου» (Μητσόπουλος, Δ 10, 190· βλ. την επ’ αυτών κριτική του Μπέη σε Δ 12, 88 επ. και την απάντηση του Μητσόπουλου σε ΕΕΝ 48, 761 επ.).
[12] Για την ιστορική ερμηνεία της διάταξης βλ. Μητσόπουλο, Μελέται, σ. 305 επ. και 395 επ.· έτσι και Μπέης, Δ 12, 90 επ. (παρόλο που τελικά τάσσεται υπέρ της αντίθετης άποψης)· βλ. επίσης την αγόρευση του εισαγγελέα Κ. Φαφούτη (ΝοΒ 31, 209, υπό την ΟλΑΠ 902/1982).
[13] Κατά τον Μπέη (ΠολΔ άρθρο 76 ΙΙΙ γ) η αντίφαση αυτή είναι κάλλιστα νοητή εντός του κύκλου της εξουσίας των διαδίκων προς διάθεση του αντικειμένου της δίκης. Όπως εξάλλου παρατηρεί ο ίδιος συγγραφέας, αν η λογική του δικαίου επέβαλλε την ομοιόμορφη διάγνωση της ίδιας έννομης σχέσης, ανεξάρτητα από την εναλλαγή των υποκειμένων κάθε δίκης, τότε δεν θα υπήρχαν τα γνωστά στενά υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, αλλά θα ίσχυε αυτό erga omnes (βλ. κριτική των επιχειρημάτων αυτών σε Μητσόπουλο, ό.π., σ. 420 επ.).
[14] Μπέης, Δ 12, 94.
[15] Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία, σ. 266· Μητσόπουλος, ό.π., σ. 425.
[16] Κεραμεύς, ΕλλΔνη 38, 1697· πρβλ. Νίκα, Αρμ 55, 750, ο οποίος εύστοχα παρατηρεί ότι η ΟλΑΠ 902/1982 (βλ. παραπ. υπό 2) παραγνωρίζει τον ουσιαστικό χαρακτήρα της σχέσεως που συνδέει τους ομοδίκους, αρνείται την αποστολή της αναγκαίας ομοδικίας να προλαμβάνει την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και οδηγεί στην κατάργηση της τέταρτης περίπτωσης αναγκαίας ομοδικίας.
[17] Κληρονομικόν Δίκαιον, τεύχ. Β΄ (1958), § 198 σ. 208.
[18] Πρβλ. τη συναφή τοποθέτηση του Εισηγητή του Σχεδίου Κληρονομικού Δικαίου του ΑΚ Μπαλή ότι «η εκκαθάριση του ζητήματος αν είναι και ποίος είναι κληρονόμος έχει ευρύτερον κοινωνικόν ενδιαφέρον και δεν είναι δυνατόν να αφεθή εις τον έχοντα ειδικόν συμφέρον» (ΣχέδΑΚ – ΚληρΔ, 1936, σ. 125).
[19] Βουζίκας, ό.π., § 127 IV· Λιτζερόπουλος, ό.π., σ. 208-209. πρβλ. Καραμπατζό, Η παραίτηση από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας, 2011, σ. 210, ο οποίος επισημαίνει ότι η αποποίηση αποτελεί τη μοναδική οδό για τον κληρονόμο που επιθυμεί, κατ’ ενάσκησιν της ιδιωτικής του αυτονομίας, να απεμπολήσει την κληρονομική του μερίδα, τηρουμένων των διαγορευόμενων στα άρθρα 1847 επ. ΑΚ όρων και διατυπώσεων, που υπηρετούν θεμελιώδεις αρχές του κληρονομικού δικαίου (τυπικότητα, δημοσιότητα, ταχεία και σταθερή ένταξη των κληρονομιαίων στοιχείων στην περιουσία των κληρονόμων).