fbpx

Παραγραφή των επιμέρους πράξεων στην περίπτωση του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ

Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 756/2022 εξετάσθηκε, μεταξύ άλλων και το ζήτημα της παραγραφής των επιμέρους πράξεων στην περίπτωση του κατ΄εξακολούθηση εγκλήματος του άρθρου 98 παρ. 2 ΠΚ.

Ένδικη υπόθεση. «Ο αναιρεσείων, κηρύχθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση, ένοχος απάτης κατ’ εξακολούθηση, με προξενηθείσα ζημία και αντίστοιχο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000€, του επιβλήθηκε δε για την πράξη αυτή, ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών. Συγκεκριμένα, κατά το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος, “κατά τους αναφερόμενους τόπους και χρόνους, παρέστησε ψευδώς στους: 1) Ε.-Χ. Τ., 2) Κ. Α., 3) Φ. Ν. 4) Α. Ι. και 5) Τ. Δ., ότι διατηρεί γραφείο επενδύσεων στη … και ότι είχε τη δυνατότητα να επενδύσει χρηματικά ποσά που οι ανωτέρω θα του έδιναν, σε επενδυτικό πρόγραμμα με σίγουρη απόδοση κέρδους 10%, πείθοντάς τους κατ’ αυτόν τον τρόπο να του καταβάλλουν τα ποσά των 90.000 ευρώ, 90.000 ευρώ, 9.000 ευρώ, 90.000 ευρώ και 5.000 ευρώ αντίστοιχα, ενώ τα ανωτέρω ήσαν ψευδή, αφού καμία τέτοια δυνατότητα δεν είχε ούτε και υφίστατο η σχετική δυνατότητα απόδοσης τέτοιου ποσοστού κέρδους, ενώ εν συνεχεία κατακράτησε τα ανωτέρω ποσά και ουδέποτε προέβη σε επένδυσή τους, βλάπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την περιουσία των ανωτέρω με τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά..»

Ερμηνεία του άρθρου 98 παρ.2 ΠΚ «Από τις διατάξεις του άρθρου 98 του ΠΚ, το οποίο έχει θεσπιστεί προς το σκοπό της επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι, κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, οι οποίες απέχουν χρονικά μεταξύ τους, προσβάλλουν διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού και καθεμία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους, δηλαδή με ενότητα δόλου του δράστη. (ΑΠ 138/2021, 1153/2019, 233/2019, 177/2019). Η εξειδίκευση του χρόνου τέλεσης των μερικότερων πράξεων του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, που διατηρούν την αυτοτέλειά τους, δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαία, εκτός αν για μία ή περισσότερες πράξεις συντρέχει λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου, όπως π.χ. λόγω παραγραφής, η οποία αρχίζει από την ημέρα τέλεσης καθεμίας από τις μερικότερες πράξεις. Η παράλειψη του στοιχείου αυτού από την καταδικαστική απόφαση, όταν απαιτείται, συνιστά έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Σ. και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης (ΑΠ 727/2019, ΑΠ 1176/2016). Η χρονική απόσταση των μερικοτέρων πράξεων μπορεί να είναι και σχετικώς μεγάλη π.χ. έτη, αλλά όχι τόσο πολύ που να αποδομείται η έννοια της ενότητας του δόλου. Τέλος, στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, η αξία του αντικειμένου της πράξης, η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεσή του λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό, στις περιπτώσεις δε αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.»

Κρίση Αρείου Παγου: «Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κατάφαση της ενότητας του δόλου του δράστη ως προς το συνολικό αποτέλεσμα του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος και ότι εσφαλμένα εφήρμοσε τη διάταξη του άρθ. 98 παρ. 2 ΠΚ. Όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Λαμίας, μετά από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που αναφέρονται ως προς το είδος τους, δέχθηκε με την προσβαλλομένη, κατά την ανέλεγκτη, ως προς τα πράγματα, κρίση του, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα:”Ο κατηγορούμενος έχει γεννηθεί στη … και το έτος 1998, σε νεαρή ηλικία, ήρθε στην Ελλάδα, όπου διαμένει. Αρχικά εργάστηκε ως ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής σε ομάδα της … και αργότερα ασχολήθηκε με επιχειρήσεις. Από το έτος 2007 άρχισε να πλησιάζει διάφορους γνωστούς του ή μη και να προσπαθεί να τους πείσει να επενδύσουν σε εταιρία επενδυτικών συμβουλών, που ισχυρίζονταν ότι διατηρούσε στη …, προτείνοντας τους να του δώσουν κεφάλαια, χωρίς κίνδυνο να χαθούν, τα οποία θα είχαν σίγουρη απόδοση 10%. Με αυτό τον τρόπο έπεισε τον Δ. Τ., Ν. Φ., Ι. Α. και Α. Κ., οι οποίοι του έδωσαν 5.000, 9.000, 90.000 και 90.000 ευρώ, αντίστοιχα. Ομοίως πεισθείσα η πολιτικώς ενάγουσα Ε. – Χ. Τ., η οποία είναι αρραβωνιασμένη με τον Ν. Φ., κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό που της υπέδειξε ο κατηγορούμενος, το ποσό των 60.000 ευρώ την 14-5-2009 και των 30.000 ευρώ την 27-5-2009, τα οποία είχε λάβει ως αποζημίωση λόγω θανάτου του συζύγου της σε τροχαίο ατύχημα και αυτό το γνώριζε ο κατηγορούμενος. Ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι με λογισμικό για ποδοσφαιρικούς αγώνες έπαιξε χρήματα σε εταιρία στοιχημάτων στο internet και χάθηκαν διότι δεν δούλευε το πρόγραμμα και δεν μπόρεσε ο προγραμματιστής να το φτιάξει. Ως προς τους ισχυρισμούς του αυτούς ο κατηγορούμενος δεν προσκόμισε κανένα απολύτως έγγραφο και ειδικότερα για την επαγγελματική του δραστηριότητα, για το γραφείο που διατηρούσε στη λεωφόρο … στη …, τους υπαλλήλους που απασχολούσε. Επίσης δεν προσκόμισε έγγραφα για τις συναλλαγές του ίδιου με την κυπριακή εταιρία που ισχυρίζεται ότι είχε ιδρύσει και για τη διαδρομή και τύχη των χρημάτων που ισχυρίζεται ότι διοχετεύθηκαν στην εταιρία στοιχημάτων. Επιπλέον, πέραν πάσης αμφιβολίας, το λογισμικό δεν ήταν δυνατόν εξαρχής να αποδώσει κέρδος, όπως τον είχε βεβαιώσει και ο μάρτυρας Α. Κ., ο οποίος είναι μηχανολόγος μηχανικός και έχει σχετικές γνώσεις, τον οποίο, επίσης, είχε προσεγγίσει ο κατηγορούμενος, αλλά εκείνος το απέρριψε. Ο κατηγορούμενος δεν έχει επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό και ως προς το ποσό που του κατέθεσε η πολιτικώς ενάγουσα Ε. – Χ. Τ., εξέδωσε ισόποση συναλλαγματική, η οποία δεν πληρώθηκε κατά τη λήξη της και μετά από αίτησή της έχει εκδοθεί η 662/2009 διαταγή πληρωμής ποσού 90.000 ευρώ, οφειλή την οποία αναγνώρισε ο κατηγορούμενος εγγράφως αλλά δεν εξοφλήθηκε έως σήμερα. Από όλες τις ανωτέρω ενέργειές του αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος ενεργώντας κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με τις κατ’ εξακολούθηση προαναφερόμενες μερικότερες πράξεις, με σκοπό να βλάψει την περιουσία όσων προσδοκούντες επίτευξη κέρδους, του παρέδωσαν τα άνω χρηματικά ποσά και να αποκομίσει αντίστοιχο όφελος για τον ίδιο, με την εν γνώσει του παράσταση των άνω ψευδών γεγονότων, ως αληθινών, το συνολικό ύψος του οποίου (οφέλους) και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ αφού αποδείχθηκε ότι ανέρχεται στο ποσό των 280.000 ευρώ περίπου. Επομένως, αφού στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η από τον κατηγορούμενο, κατά τους στο διατακτικό της παρούσας αναφερόμενους τόπους και χρόνους, τέλεση της κατ’ εξακολούθηση απάτης κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ πρέπει να κηρυχθεί…..”. Στη συνέχεια κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο του ότι “…στη … και στη … κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2007 έως και 31-5-2009, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας άλλους σε πράξεις, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και το συνολικό περιουσιακό όφελος και η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Ειδικότερα, κατά τους προαναφερόμενους τόπους και χρόνους παρέστησε ψευδώς στους: I) Ε.- Χ. Τ., 2) Κ. Α., 3) Φ. Ν., 4)Α. Ι. και 5) Τ. Δ., ότι διατηρεί γραφείο επενδύσεων στη … και ότι είχε τη δυνατότητα να επενδύσει χρηματικά ποσά που οι ανωτέρω θα του έδιναν σε επενδυτικό πρόγραμμα με σίγουρη απόδοση κέρδους 10%, πείθοντάς τους κατ’ αυτόν τον τρόπο να του καταβάλουν τα ποσά των 90.000 ΕΥΡΩ, 90.000 ΕΥΡΩ, 9.000 ΕΥΡΩ, 90.000 ΕΥΡΩ και 5.000 ΕΥΡΩ αντίστοιχα, ενώ τα ανωτέρω ήσαν ψευδή, αφού καμία τέτοια δυνατότητα δεν είχε ούτε και υφίστατο η σχετική δυνατότητα απόδοσης τέτοιου ποσοστού κέρδους, ενώ εν συνεχεία κατακράτησε τα ανωτέρω ποσά και ουδέποτε προέβη σε επένδυσή τους, βλάπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την περιουσία των ανωτέρω με τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά”. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της παραπάνω αξιόποινης πράξεως της απάτης κατ’ εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1, β’ και 98 του ΠΚ. Ειδικότερα, αναφέρονται αναλυτικά και με σαφήνεια οι κατ’ εξακολούθηση απατηλές ενέργειες του αναιρεσείοντος που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως και 31-5-2009, σε βάρος των αναφερομένων στην απόφαση παθόντων, τους οποίους πλησίασε και απέσπασε από καθέναν από αυτούς, με τον αναφερόμενο στην απόφαση τρόπο, τα αναφερόμενα σ’ αυτήν χρηματικά ποσά βλάπτοντας έτσι την περιουσία τους με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος, από την βλάβη της περιουσίας αυτών, παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς η χρονική απόσταση μεταξύ των μερικοτέρων πράξεων να αναιρεί στο ελάχιστον την ιστορική συνέχεια των πράξεων αυτών. Περαιτέρω ο αναιρεσείων, κατά τα γενόμενα δεκτά από την προσβαλλομένη απόφαση, απέβλεπε από το έτος 2007, ότε άρχισε να πλησιάζει τα θύματά του, στο αποτέλεσμα αυτό με τις μερικότερες πράξεις του. Κατόπιν τούτου το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1, β’ και 98 του ΠΚ χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και ως εκ τούτου θα πρέπει ο υπό κρίση σχετικός λόγος να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με τον ως άνω λόγο συνέχεται και ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για οριστική παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής των επιμέρους πράξεων, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα εκάστης εξ αυτών. Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός ενόψει της ενότητας του δόλου κρίνεται αβάσιμος, καθόσον η πράξη κατ’ άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ έχει, κατά τα αναφερθέντα σε προηγούμενη νομική σκέψη, κακουργηματικό χαρακτήρα, υποκείμενη στην εικοσαετή παραγραφή, όπως δέχθηκε και η προσβαλλομένη, ερμηνεύοντας ορθά τις διατάξεις των άρθ. 98 παρ. 2, 111 παρ. 2 και 113 ΠΚ.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -