fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Παράλληλη ευθύνη ομορρύθμων εταίρων – Δεδικασμένο – Εκτελεστότητα

Χρόνος ανάγνωσης 19 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 19 λεπτά

Δείτε επίσης

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 § 1 του Ν 4072/2012, που επανέλαβε με νέα διατύπωση την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 22 του ΕΝ. Η ευθύνη αυτή των εταίρων αποτελεί ενοχή ex lege, αφού πηγή έχει τον νόμο, συνιστά αναγκαστικό δίκαιο (ΑΠ 522/2014, ΔΕΕ 2014/590 ΧρΙΔ 2014/619 ΕΕμπΔ 2014/870 ΕφΑΔ 2014/404, ΑΠ 1205/2001, Δνη 2002/137 ΔΕΕ 2001/1001 ΕΕμπΔ 2002/364, ΤριμΕφΘεσ. 1929/2013, ΕπισκΕΔ 2013/982, ΕφΘεσ. 2198/2006, ΕπισκΕΔ 2006/1149, Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Προσωπικές και κεφαλαιουχικές εταιρίες, 2016, § 23, ΙΙ, αρ. 5, σελ. 116, Β. Αντωνόπουλος, Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, 2016, § 25 ΙΙΙ, αρ. 7, σελ. 207), είναι απεριόριστη, προσωπική, άμεση και αλληλέγγυα (ΑΠ 154/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και για τη θεμελίωσή της προϋποτίθεται α) ύπαρξη εταιρίας, στην έννοια της οποίας υπάγεται και η de facto ομόρρυθμη εταιρία, δηλαδή εκείνη για την οποία δεν έχουν μεν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας (του άρθρου 251 του Ν 4072/2012: καταχώρηση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο [ΓΕΜΗ], αφ’ ης κτάται η νομική της προσωπικότητα) αλλά έχει αναπτύξει δημόσια δράση, εμφανιζόμενη ως εμπορική στις σχέσεις της με τρίτους και εξομοιούμενη για τον λόγο αυτό νομοθετικά (άρθρο 251 § 3 εδαφ. β του Ν. 4072/2012) με ομόρρυθμη, β) ύπαρξη εταιρικής ιδιότητας κατά τη γέννηση της εταιρικής υποχρεώσεως, ώστε, όταν πρόκειται για αλλοδαπή εταιρία, που εξομοιώνεται με την ομόρρυθμη, να εκλαμβάνονται ως εταίροι οι μέτοχοι και τα μέλη της διοικήσεώς της (ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685 ΠειρΝ 2005/304, ΤριμΕφΠειρ. 701/2013, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 149/2015, ο.π.) και γ) ύπαρξη εταιρικών υποχρεώσεων, στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δικαιοπρακτικές, αλλά και οι εξωδικαιοπρακτικές υποχρεώσεις της εταιρίας, δηλαδή εκείνες που προέρχονται από αδικοπραξίες των διαχειριστών της κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ή άλλον, πλην της συμβάσεως, γενεσιουργό λόγο (ΑΠ 261/2001, ΕΕμπΔ 2001/503 ΕΝαυτΔ 2001/202 ΧρΙΔ 2001/451, ΕφΠειρ. 348/2006, ΠειρΝ 2006/475, ΕφΠειρ. 849/2004, ΕΝαυτΔ 2005/26 ΔΕΕ 2005/54, ΕφΠειρ. 999/2003, ΔΕΕ 2005/52 ΕπισκΕΔ 2004/677). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 329 ΚΠολΔ η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ νομικού προσώπου και τρίτου και αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις του νομικού προσώπου αποτελεί δεδικασμένο και απέναντι στα μέλη του ως προς τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου, ενώ κατά το άρθρο 919 του ιδίου Κώδικα η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται: 1] όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις υπέρ και κατά των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει δεδικασμένο και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του επιδίκου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της, 2] όταν πρόκειται για όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους, υπέρ των δικαιούχων και κατά των υποχρέων που αναφέρονται σ’ αυτούς, υπέρ και κατά των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 325 έως 327, καθώς και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του πράγματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου. Από την αδιάστικτη διατύπωση του νόμου προκύπτει ότι η κατ’ άρθρο 329 ΚΠολΔ επέκταση του δεδικασμένου που παρήχθη στη δίκη μεταξύ ενός νομικού προσώπου και ενός τρίτου αφορά αδιακρίτως σε όλα τα νομικά πρόσωπα που έχουν μέλη, περιλαμβάνοντας αυτονόητα και τις προσωπικές εταιρίες, άρα και τις de facto ομόρρυθμες (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η έδρα των νομικών προσώπων κατά τα άρθρα 60 § 1 Καν. 44/2001, 10 ΑΚ και 25 ΚΠολΔ – Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας ενδοκοινοτικής αποφάσεως κατά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρίας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα, γνμδ σε ΕΠολΔ 2012/36 επομ. [43], η ίδια, Υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων κατά εταιριών που στο ελληνικό δίκαιο εξομοιώνονται με ομόρρυθμες, σε ΕφΑΔ 2012/1035 επομ. [1047]). Η δέσμευση αυτή προϋποθέτει είτε ταυτότητα αντικειμένου είτε σχέση προδικαστικότητας και υφίσταται εφόσον, αντιστοίχως, είτε και το μέλος είναι φορέας του ιδίου δικαιώματος ή της αυτής υποχρεώσεως που κρίθηκε κατά την αντιδικία είτε το κριθέν δικαίωμα ή η υποχρέωση αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της έννομης σχέσης του μέλους προς τον τρίτο (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 29, αρ. 4, σελ. 570, Κ. Καλαβρός, Ζητήματα δεδικασμένου, διαπλαστικής ενέργειας και τριτανακοπής, σε Δνη 1987/1185 επομ. [1195], Π. Κολοτούρος, Υπερχειλείς εκφάνσεις του δεδικασμένου, σε Δνη 2005/975 επομ. [976]). Η διεύρυνση αυτή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και η δέσμευση των μελών του νομικού προσώπου από αυτό, έστω και αν δεν μετείχαν στο δικαστικό αγώνα, ισχύει ανεξάρτητα από τη δυνατότητα εκτελέσεως της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και στα μέλη του, υπό την έννοια ότι το μέλος του νομικού προσώπου στη νέα δίκη αφενός δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου και αφετέρου ότι μπορεί να επικαλείται τα δικαιώματα του νομικού προσώπου, όπως αυτά διαγνώσθηκαν στην τελεσίδικη απόφαση (ΜονΕφΠειρ. 623/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 97, αρ. 24, σελ. 713, Γ. Διαμαντόπουλος, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας. Έκταση ευθύνης των μελών ομόρρυθμης εταιρίας. Πλήρωση αιρέσεως πίνακα κατατάξεως, γνμδ σε Δ 2007/951 επομ. [953], Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, 1971, άρθρο 329, σελ. 1338). Δεν έχει όμως η δέσμευση αυτή την έννοια ότι βαρύνεται το ίδιο το μέλος προσωπικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, που κρίθηκαν ούτε ότι, αντίστοιχα, καθίσταται αυτό φορέας των δικαιωμάτων του νομικού προσώπου που επιδικάστηκαν (ΕφΑθ. 6844/1979, ΕΕμπΔ 1980/826 = ΕΝαυτΔ 1980/499, Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 121, σελ. 314, ο ίδιος, Όρια του δεδικασμένου και αστική ευθύνη των μελών της εκτελεστικής επιτροπής ενώσεως προσώπων, γνμδ, σε του ιδίου, Νομικές Μελέτες IV, 2006, κείμενο 265, σελ. 149 επομ. [151]). Και τούτο διότι η επέκταση της εκτελεστότητας της τελεσίδικης απόφασης και κατά των μελών του νομικού προσώπου, που υπήρξε διάδικος, συναρτάται προς την έκταση της ευθύνης του κάθε μέλους, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 38, αρ. 622, σελ. 913 επομ., Χ. Απαλαγάκη, Δεδικασμένο και εκτελεστότητα στα νομικά πρόσωπα και στα μέλη τους, 2001, σελ. 173 επομ., Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Σ. Κουσούλης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 329, αρ. 3, σελ. 662, Γ. Μητσόπουλος, Η ικανότης ως διαδίκων των ενώσεων προσώπων των μη κεκτημένων νομικήν προσωπικότητα, σε Δ 1970/433 επομ., Λ. Σινανιώτης, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου αποφάσεως εκδοθείσης κατά εμπορικής εταιρείας, ΕΕΝ 1962/260 επομ., Π. Κολοτούρος, Η απαλλοτρίωσις του επιδίκου αντικειμένου, ημίτομος Β, 2009, § 2 ΙΙΙ Γδ, σελ. 267, Στ. Ματθίας, παρατηρήσεις κάτω από την ΕφΑθ. 294/1987, σε Δνη 1987/903 επομ. [906], Π. Αρβανιτάκης, παρατηρήσεις κάτω από την ΜονΠρΘεσ. 4349/1986, σε Αρμ. 1987/1049 επομ. [1051]). Επομένως, η τελεσίδικη απόφαση εκτελείται και κατά των μελών του νομικού προσώπου, που δεν υπήρξαν διάδικοι στη δίκη που απέληξε στην έκδοσή της, μόνον όταν η υποχρέωση που κρίθηκε συνιστά ταυτόχρονα και υποχρέωση των μελών του. Προϋποθέτει, επομένως, η αναγκαστική εκτέλεση και εναντίον των μελών του νομικού προσώπου ότι θεμελιώνεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο προσωπική ευθύνη τους για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου (ΕφΑθ. 10187/1998, Δνη 1999/1150, Ν. Νίκας, Επέκταση του δεδικασμένου επί προδικαστικού ζητήματος και στο μέλος διαδίκου νομικού προσώπου, γνμδ σε ΕΠολΔ 2008/25 επομ. [26]), ότι δηλαδή ενέχονται βάσει του νόμου να καταβάλουν τις εκάστοτε οφειλές του νομικού προσώπου προς τον τρίτο από την ατομική τους περιουσία (ΕφΠατρ. 114/2005, ΔΕΕ 2006/55). Τέτοια ατομική, απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη θεσπίζει κατά τα προαναφερθέντα το άρθρο 249 § 1 του Ν 4072/2012 για τα μέλη της ομόρρυθμης εταιρίας που δραστηριοποιήθηκε συναλλακτικά, ανεξαρτήτως μάλιστα αν της λειτουργίας της προηγήθηκε η καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ ή όχι. Απόρροια της ευθύνης αυτής και δικονομικό της αντίκρισμα αποτελεί η ρύθμιση του άρθρου 920 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι με βάση τον εκτελεστό τίτλο κατά της ομόρρυθμης (ή ετερόρρυθμης) εταιρίας μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση και κατά των ομορρύθμων εταίρων και επιτρέπει την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση απαιτήσεων δανειστή της ομόρρυθμης εταιρίας και σε βάρος του ομορρύθμου μέλους, του οποίου η παθητική νομιμοποίηση κατά την εκτελεστική διαδικασία προβλέπεται στον νόμο, ακόμη και αν στον εκτελεστό τίτλο δεν αναφέρεται το όνομα του εταίρου (ΑΠ 634/1980, ΕΕμπΔ 1981/60 ΝοΒ 1980/1986, ΕφΘεσ. 1721/1996, ΕΤρΑξΧρΔ 1996/760, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Γ. Νικολόπουλος], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2000, άρθρο 920, αρ. 1, σελ. 1749, Γ. Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2012, σελ. 138). Εξ όλων όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι ο συμβατικός δανειστής αλλοδαπής, κατά το καταστατικό της, κεφαλαιουχικής εταιρίας, που όμως στην πραγματικότητα εδρεύει στην ημεδαπή και, χωρίς να εμπίπτει στις παραπάνω εξαιρετικές διατάξεις της, δεν έχει τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας της ελληνικής νομοθεσίας για τον αντίστοιχο εταιρικό τύπο, μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησής του με αγωγή, την οποία έχει την ευχέρεια να στρέψει είτε κατά μόνης της εταιρίας είτε κατά μόνων των εταίρων της είτε κατά της εταιρίας και των μελών της από κοινού. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, αν η αγωγή γίνει τελεσιδίκως δεκτή, ο δανειστής μπορεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά των μετόχων ή διοικητών της οφειλέτριας, που καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της καταψηφιστικής απόφασης ευθέως, αφού υπήρξαν διάδικοι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε (άρθρα 325 αρ. 1 και 919 αρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 933 § 4 ΚΠολΔ, να δύνανται αυτοί να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά με ανακοπή στα πλαίσια της εκτέλεσης που θα επακολουθήσει ούτε την ιδιότητά τους ως εταίρων της οφειλέτριας ούτε την πραγματική άσκηση της διοικήσεώς της από την Ελλάδα, αφού τα ζητήματα αυτά θα έχουν κριθεί με δύναμη δεδικασμένου στη διαγνωστική δίκη που προηγήθηκε, της οποίας το αντικείμενο, πέραν του αιτήματος για καταδίκη των εναγομένων στην επίδικη παροχή, περιελάμβανε αναγκαίως, έστω και σιωπηρώς, ως κύριο μάλιστα αίτημα (έτσι ρητώς Δ. Κονδύλης, ο.π., § 14, αρ. 4, σελ. 258), την αναγνώριση της ατομικής υποχρέωσής τους στην εκπλήρωση του εταιρικού χρέους, λόγω ακριβώς της συνδρομής των όρων αυτών, στους οποίους θεμελιώνεται η κατά το [εφαρμοστέο ημεδαπό] ουσιαστικό δίκαιο ευθύνη τους. Αν πάλι η αγωγή είχε στραφεί κατά μόνης της εταιρίας το εξ αυτής δεδικασμένο θα δεσμεύει και τα μέλη της (άρθρο 329 ΚΠολΔ) είτε αυτή ενήχθη ως αλλοδαπή κεφαλαιουχική εταιρία είτε ως ημεδαπή de facto προσωπική εταιρία. Εξαιτίας, όμως, τη μη συμμετοχής τους στο δικαστικό αγώνα, η ιδιότητα των μετόχων ή διοικητών της εναγομένης ως μελών της οφειλέτριας εταιρίας δεν θα έχει στην περίπτωση αυτή διαγνωσθεί, ενώ και η ενδεχόμενη ουσιαστική παραδοχή της τελεσίδικης απόφασης για τον τόπο της πραγματικής έδρας της δεν ανυψώνεται σε δεδικασμένο, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 322 § 1 εδαφ. α και 324 ΚΠολΔ, αφού, ως μη αναγκαία για την καταδίκη της εναγομένης κρίση, δεν αποτέλεσε στοιχείο του δικανικού συλλογισμού (ΟλΑΠ 10/2002, ΑρχΝ 2002/638 ΕΕΔ 2002/1419 ΝοΒ 2003/652 Δ 2002/1304, ΑΠ 1559/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τον λόγο αυτό έχει υποστηριχθεί ότι η συνδρομή των εξαιρετικών και πρόσθετων αυτών όρων της κατά το ουσιαστικό δίκαιο ευθύνης των μελών της οφειλέτριας πρέπει να κριθεί όχι σε δίκη περί την εκτέλεση της προηγηθείσας καταψηφιστικής απόφασης αλλά σε νέα διαγνωστική δίκη, διεξαγόμενη κατά την τακτική διαδικασία, επειδή αυτή παρέχει πληρέστερα εχέγγυα ορθοκρισίας (Χ. Απαλαγάκη, ο.π., σελ. 192). Κατά την κρατούσα, όμως, και ορθότερη άποψη, ο δανειστής της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας που έχει εξοπλίσει την κατ’ αυτής χρηματική απαίτησή του με εκτελεστό τίτλο έχει το δικαίωμα να επισπεύσει με βάση τον τίτλο αυτόν αναγκαστική εκτέλεση και σε βάρος των ομόρρυθμων εταίρων της οφειλέτριας, που έχει την πραγματική έδρα της στην Ελλάδα αλλά δεν τήρησε τις γηγενείς προϋποθέσεις νόμιμης συστάσεως και δημοσιότητας (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 20, αρ. 59, σελ. 452 επομ., Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 28, αρ. 62, σελ. 488, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 29, αρ. 4, σελ. 573, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, Γενικαί Διατάξεις, ανάτυπο δεύτερης έκδοσης, άρθρο 920, σελ. 271 – 272, έτσι κατ’ αποτέλεσμα και οι ΜονΕφΑθ. 381/2017, 270/2017 και 17/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, για την παρεμφερή περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των μελών συνεταιρισμού), χωρίς να απαιτείται προηγούμενη δικαστική διερεύνηση της συνδρομής των πρόσθετων προϋποθέσεων της εκτελεστότητας του τίτλου που εκδόθηκε κατά του νομικού προσώπου και εναντίον των μελών του (Ν. Νίκας, Αναγκαστική εκτέλεση της εκδιδόμενης σε βάρος αστικού συνεταιρισμού διαταγής πληρωμής και στα μέλη του, γνμδ σε ΔΕΕ 2014/748 επομ. [757]). Επειδή δε η αναγκαστική εκτέλεση θα στραφεί εναντίον προσώπων διαφορετικών από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο οφειλέτη είναι αυτονόητο ότι η επιταγή προς εκτέλεση θα πρέπει τότε να διαλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την παθητική νομιμοποίηση των καθ’ ων (ΑΠ 1167/1988, ΕΕΝ 1989/557), να διευκρινίζει δηλαδή τη σχέση που συνδέει τους επιτασσόμενους προς τον εκ του τίτλου υπόχρεο. Στην ίδια αυτή περίπτωση, η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 920 ΚΠολΔ, δηλαδή η φύση της οφειλέτριας ως de facto προσωπικής εταιρίας, όπως και η ιδιότητα των φυσικών προσώπων, κατά των οποίων θα επισπευσθεί η εκτέλεση, ως μελών του νομικού της προσώπου, θα κριθεί σε μεταγενέστερο διαδικαστικό στάδιο και, συγκεκριμένα, είτε στη δίκη της εκτέλεσης (ΑΠ 1443/2017, E7 2018/559), που θα επακολουθήσει, εάν και εφόσον οι καθ’ ων η εκτέλεση προβάλλουν αντιρρήσεις αμφισβητώντας την παθητική τους νομιμοποίηση με ανακοπή, η οποία θα πλήττει τότε τον εκτελεστό τίτλο για ουσιαστικό ελάττωμά του (Χρ. Μιχαηλίδου, Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, § 5, ΙΙΙ 2, σελ. 163) είτε στη δίκη που θα ανοιγεί κατόπιν ασκήσεως σχετικής αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής των φερομένων ως εταίρων της οφειλέτριας (Δ. Κονδύλης, ο.π.). Για τον λόγο αυτό νέα αγωγή του δανειστή, με την οποία αυτός έχοντας ήδη επιτύχει την έκδοση τελεσίδικης απόφασης σε βάρος αλλοδαπής κεφαλαιουχικής εταιρίας και με την πρόσθετη επίκληση ότι αυτή τυγχάνει στην πραγματικότητα εν τοις πράγμασι προσωπική (ομόρρυθμη) εταιρία, διεπόμενη από το ελληνικό δίκαιο, στρέφεται πλέον εναντίον των μετόχων ή των διαχειριστών της και ζητεί την καταδίκη και αυτών στην πληρωμή του ίδιου εταιρικού χρέους, θα προσκρούσει στην αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου που έχει παραχθεί από την πρώτη δίκη (πρβλ Χ. Απαλαγάκη, ο.π., σελ. 188) και το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 332 ΚΠολΔ), συναγόμενο εν προκειμένω από τους αναγκαίους για τη θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων αγωγικούς ισχυρισμούς (Κ. Καλαβρός, Αιτήσεις και ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, 2013, ΙΙ, bb, σελ. 97, Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, σελ. 318), ενώ, παράλληλα, θα ελλείπει το έννομο συμφέρον του ενάγοντος προς επανάληψη της δίκης, προκειμένου να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατά των μελών της οφειλέτριας εταιρίας, αφού, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, θα δικαιούται να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση και κατ’ αυτών με βάση τον ήδη κτηθέντα τίτλο. Επομένως, το καταψηφιστικό αίτημα ενδεχόμενης νέας αγωγής πάσχει διττώς και το απαράδεκτο αυτό οδηγεί στην απόρριψή του. Το αναγκαίως εμπεριεχόμενο, όμως, έστω και σιωπηρώς, στη νέα αγωγή, κύριο επίσης κατά τα προαναφερθέντα, αίτημά της να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων έναντι του ενάγοντος, επειδή στο πρόσωπό τους συντρέχουν εξαιρετικοί όροι, που θεμελιώνουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο ευθύνη τους για τα χρέη της εταιρίας στην οποία μετέχουν, η αναγνώριση δηλαδή της ιδιότητάς τους ως ομορρύθμων εταίρων εν τοις πράγμασι προσωπικής εταιρίας με πραγματική έδρα στην ημεδαπή, δεν μπορεί να αποκρουσθεί ως απαράδεκτο, αφού τέτοια κύρωση δεν δικαιολογείται ούτε ενόψει της προηγούμενης καταψηφιστικής απόφασης, οι κρίσεις της οποίας δεν εκτάθηκαν στην ιδιότητα της οφειλέτριας ως αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας ούτε των ήδη εναγομένων ως μελών της ή, αν οι ουσιαστικές παραδοχές της κάλυψαν και τα ζητήματα αυτά, δεν απέκτησαν ποτέ προσόντα δεδικασμένου ούτε με βάση το έννομο συμφέρον, για το οποίο γίνεται δεκτό ότι δεν ελλείπει ακόμα και αν ο δανειστής, που έχει μεν εκτελεστό τίτλο δυνάμενο όμως να αμφισβητηθεί με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ασκήσει νέα αναγνωριστική αγωγή για την ίδια αξίωση, προκειμένου να αποκλείσει τις (οπωσδήποτε μη καταλαμβανόμενες από τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου) ενστάσεις εκείνου, κατά του οποίου θα επιχειρήσει στη συνέχεια αναγκαστική εκτέλεση (ΑΠ 392/1987, ΝοΒ 1988/748, Φλ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, 1995, σελ. 126, Σπ. Ανδρίτσος, σε Π. Κολοτούρου, Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [9], αρ. 27, σελ. 294). Επομένως, μόνο αντικείμενο της νέας δίκης είναι η διάγνωση της συνδρομής των όρων παραγωγής ατομικής ευθύνης του μετόχου ή διαχειριστή της οφειλέτριας (Ε. Ποδηματά, Κατάχρηση του θεσμού της ανώνυμης εταιρίας και υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου έναντι των βαρυνομένων με την κατάχρηση μετόχων, γνμδ σε ΧρΙΔ 2018/222 επομ. [234]) για τα χρέη της εταιρίας, που αντιστοιχούν στις τελεσιδίκως κριθείσες απαιτήσεις του ενάγοντος και, ταυτόχρονα, οι όροι υπό τους οποίους το αρχικό δεδικασμένο θα επεκταθεί καθ’ υποκείμενα, όχι δε και αυτή καθαυτή η ενοχή της οφειλέτριας εταιρίας, για την ύπαρξη της οποίας δεσμεύεται ήδη ο εναγόμενος κατ’ άρθρο 329 ΚΠολΔ, εφόσον, βέβαια, καταφανούν στη νέα δίκη η ιδιότητα εκείνης ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρίας και αυτού ως μετόχου ή διαχειριστή της (Δ. Κονδύλης, ο.π., σελ. 574). Κατ’ ακριβολογία, το δεδικασμένο της νέας δίκης θα προσδιορίσει μόνον τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου της αρχικής απόφασης και θα διευκολύνει την πρόοδο της εκτελεστικής διαδικασίας, εξασθενώντας προς όφελος του ενάγοντος τη θέση των καθ’ ων η εκτέλεση, ενώ στο δεδικασμένο της πρώτης δίκης στηρίζεται η ενεργητική νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον της δεύτερης αγωγής, ως διαδικαστικών προϋποθέσεων της επόμενης δίκης (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 12, Β, 3, σελ. 198). Το αντικείμενο της αιτούμενης με τη νέα αγωγή αναγνώρισης συνίσταται, βέβαια, στη διάγνωση του τόπου της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου της οφειλέτριας και την ιδιότητα των εναγομένων ως μελών του. Δεν αφορά, όμως, γυμνά πραγματικά γεγονότα ή απλώς νομικές καταστάσεις αλλά περιστατικά που συνδέονται με συγκεκριμένη έννομη σχέση (άρθρο 70 ΚΠολΔ), την παραγωγή δηλαδή ατομικής ευθύνης των εναγομένων, που αντιστοιχεί σε δικαίωμα του ενάγοντος, του οποίου ζητείται η προστασία (ΑΠ 468/2010, ΝοΒ 2011/956, ΑΠ 1582/1979, ΝοΒ 1980/1111, ΕφΑθ. 1087/1997, Δνη 1998/414, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Α, 1996, άρθρο 70, αρ. 11, σελ. 441, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 37, αρ. 2, σελ. 447). Επειδή δε η απόφαση που θα εκδοθεί επί της αναγνωριστικής αυτής αγωγής δεν προορίζεται ούτε δύναται να αποτελέσει εκτελεστό τίτλο κατά των εναγομένων (η σε βάρος των οποίων αναγκαστική εκτέλεση, μετά την έκδοσή της, θα επισπευσθεί με βάση την αρχική [καταψηφιστική] απόφαση), στα πλαίσια της αναγνωριστικής δίκης δεν μπορούν να ερευνηθούν καταχρηστικές ενστάσεις, καταλυτικές εν μέρει του δικαιώματος του ενάγοντος, όπως λ.χ. η μερική εξόφληση της απαιτήσεως του εταιρικού δανειστή, που επήλθε με καταβολή στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της οφειλέτριας εταιρίας, που τυχόν προηγήθηκε της αντιδικίας του με τους εταίρους, των οποίων ενδεχόμενος συναφής ισχυρισμός θα κριθεί στη δίκη της ανακοπής στην άσκηση της οποίας, αν καταφαθεί η συνευθύνη τους, θα δικαιούνται, εφόσον η μεταγενέστερη προς αυτούς επιταγή προς εκτέλεση συμπεριλάβει και το μέρος της οφειλής κατά το οποίο έχει επέλθει απόσβεση κατ’ άρθρα 416 και 483 § 1 εδαφ. α ΑΚ. Εξάλλου, η διεξαγωγή της δεύτερης δίκης, με το ως άνω αναγνωριστικό αίτημα, δεν προϋποθέτει τη συμμετοχή σ’ αυτή της οφειλέτριας εταιρίας, μολονότι κατ’ αυτήν διώκεται, για τις ανάγκες της εκτελέσεως της ήδη επιτευχθείσας καταψηφιστικής κατ’ αυτής αποφάσεως και εναντίον των μελών της, η διάγνωση του τόπου της πραγματικής έδρας της και τούτο διότι αντικείμενο της δίκης αυτής δεν είναι η αναγνώριση έννομης συνέπειας σε βάρος της αλλά έναντι των εναγομένων. Πράγματι, η ευθύνη της οφειλέτριας εταιρίας είναι, ενόψει του παραχθέντος δεδικασμένου, δεδομένη και πλέον ερευνώνται οι προϋποθέσεις της συνευθύνης των μελών της. Για τον λόγο αυτό δεν προσβάλλεται το δικαίωμα ακροάσεως (που θεμελιώνεται αμέσως μεν στα άρθρα 20 § 1 Σ και 6 § 1 ΕΣΔΑ, εμμέσως δε και στο άρθρο 110 § 2 ΚΠολΔ) της οφειλέτριας, ως προς το ζήτημα της πραγματικής έδρας της, ούτε σε τούτη τη δίκη ούτε, αντιστοίχως και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, στη δίκη της ανακοπής κατά της επισπευδόμενης κατά των φυσικών προσώπων – μελών της αναγκαστικής εκτέλεσης ή στη δίκη επί της αναγνωριστικής της έλλειψης συνδρομής των όρων του άρθρου 920 ΚΠολΔ ως άνω αγωγής, οι οποίες δεν ασκούνται απαραδέκτως υπό μόνων των φερομένων ως εταίρων της οφειλέτριας, ακόμα δηλαδή και αν στους έχοντες κατ’ αμφότερες τις περιπτώσεις έννομο συμφέρον συναντιλέγοντες ή συνενάγοντες δεν συμπεριληφθεί και αυτή. Αντίθετο συμπέρασμα δε συνάγεται ούτε με βάση το είδος της παθητικής ομοδικίας επί αγωγής για την εκπλήρωση εταιρικού χρέους, όπου, αν μεν ο εταιρικός δανειστής εναγάγει από κοινού την ομόρρυθμη εταιρία και τα ομόρρυθμα μέλη της ατομικά οι εναγόμενοι ομοδικούν αναγκαστικώς, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 76 § 1 περ. β, 329 και 920 ΚΠολΔ, αφού η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί για την εταιρία και το από αυτήν δεδικασμένο επεκτείνεται και στους εταίρους επηρεάζοντας τις έννομες σχέσεις τους (ΑΠ 1240/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1103/2010, ΕφΑΔ 2010/1219, ΕφΑθ. 7147/2008, Δνη 2009/1099, ΕφΑθ. 9775/2002, ΝοΒ 2003/1237, ΕφΑθ. 2968/1998, Δνη 1999/423, ΕφΑθ. 6995/1995, ΑρχΝ 1996/734 Δνη 1997/925, ΜονΕφΠατρ. 323/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Κουσούλης, Η δέσμευση τρίτων από το δεδικασμένο, 2007, § 4 Ι 1, σελ. 102), ενώ, αν επιλέξει να στραφεί κατά μόνων των εταίρων η παραγόμενη ομοδικία είναι, κατ’ άρθρο 74 στοιχ. 1 περ. α ΚΠολΔ, απλή, αφού μεταξύ των εναγομένων υφίσταται μόνον κοινωνία ενοχικής υποχρεώσεως, εκπληρωτέας εις ολόκληρον (ΕφΑθ. 110/2006, ΔΕΕ 2006/483, ΕφΘεσ. 1189/1990, Αρμ. 1990/451 ΕΕμπΔ 1991/75, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 26, ΙΙ, αρ. 5, σελ. 176, Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2008, [7], αρ. 9, σελ. 112, Μ. Φρέρης, Η απλή ομοδικία κατά το ελληνικό δίκαιο, σε Δ 1996/65 επομ. [67], Κ. Παναγόπουλος, Ενοχή εις ολόκληρον και ομοδικία, σε Δ 1996/73 επομ. [76]). Όμως, στην περίπτωση που ζητείται η αναγνώριση της ιδιότητας των εναγομένων ως μελών νομικού προσώπου που λειτουργεί ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, προκειμένου να επεκταθεί και σ’ αυτούς το δεδικασμένο προηγούμενης απόφασης που υποχρεώνει την εταιρία στην πληρωμή του εταιρικού χρέους, ούτε ο νόμος υποχρεώνει τον ενάγοντα στην κοινή με αυτούς εναγωγή και της εταιρίας (άρθρο 76 § 1 περ. γ ΚΠολΔ), με κύρωση το απαράδεκτο της αγωγής αν αυτή δεν απευθυνθεί και εναντίον της (Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, § 15, σελ. 368) ούτε το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί θα δεσμεύει αυτήν, καθόσον η κατ’ άρθρο 329 ΚΠολΔ επέκτασή του δεν ενεργεί αμφίδρομα, δηλαδή και σε βάρος του νομικού προσώπου (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 29, αρ. 4, σελ. 575, Χ. Απαλαγάκη, Δεδικασμένο και εκτελεστότητα στα νομικά πρόσωπα και στα μέλη τους, 2001, σελ. 129, Γ. Μητσόπουλος, Η ομοδικία κατά το παρ’ ημίν δίκαιον, Δ 1979/157 επομ. [182]), ώστε να τίθεται ζήτημα έστω προσεπικλήσεώς του στη δίκη κατ’ άρθρα 86 και 90 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η ιστορική βάση της εν λόγω αναγνωριστικής αγωγής πρέπει, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 70 και 216 § 1 ΚΠολΔ, να περιλαμβάνει εκείνα τα περιστατικά, των οποίων, αν αμφισβητηθούν, ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως, δηλαδή την ιδιότητα των εναγομένων ως μετόχων ή διαχειριστών της οφειλέτριάς του εταιρίας και τον τόπο της πραγματικής άσκησης της διοικήσεώς της, χωρίς για την πληρότητα του περιεχομένου της να προσαπαιτείται η εξατομίκευση των επιχειρηματικών αποφάσεων της που λαμβάνονται στην ημεδαπή (ΜΕφΠειρ 752/2018 αρχείο ΕφΠειρ).

* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδΩ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -