Με την ΑΠ 779/2022 κρίθηκε αναίρεση του Εισαγγελέα του ΑΠ κατά αθωωτικής απόφασης για το αδίκημα της παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση.
Διαχρονικό δίκαιο. «Κατά τη διάταξη του άρθρου 232 Α παρ. 1 του προϊσχύσαντος μέχρι την 30-6-2019 Ποινικού Κώδικα, με βάση την οποία διώχθηκε η κατηγορούμενη, “Όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, ή σε διάταξη εισαγγελέα σχετική με την προσωρινή ρύθμιση της νομής μεταξύ ιδιώτη και Δημοσίου ή Ο.Τ.Α. ή άλλου Ν.Π.Δ.Δ., τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη”. Η εν λόγω διάταξη, μετά την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα από 1-7-2019, μεταφέρθηκε εν μέρει από το κεφάλαιο των εγκλημάτων σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης στο κεφάλαιο των εγκλημάτων σχετικά με τις προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας ,και συγκεκριμένα αριθμήθηκε ως άρθρο 169Α του νέου Ποινικού Κώδικα, με τίτλο “παραβίαση δικαστικών αποφάσεων”. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 1 του νέου αυτού άρθρου, “Όποιος δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή ή διάταξη δικαστικής ή εισαγγελικής απόφασης σχετική με τη ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, την άσκηση της γονικής μέριμνας, την επικοινωνία με το τέκνο και τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή”. Ακολούθως δε, μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 3 του ν. 4637/18-11-2019 τιμωρείται “με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. Ήδη δε, η ως άνω διάταξη, μετά την τροποποίησή της με το άρ. 34 του ν. 4855/12-11-2021, διαμορφώνεται ως εξής: άρ.169 Α με τίτλο παραβίαση δικαστικών αποφάσεων και συμφωνιών που επικυρώθηκαν από συμβολαιογράφο “παρ. 1. Όποιος δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή ή διάταξη δικαστικής απόφασης πολιτικού δικαστηρίου ή σε εισαγγελική διάταξη, που αφορούν τη ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, την άσκηση της γονικής μέριμνας, την επικοινωνία με το τέκνο και τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων ή την απαγόρευση προσέγγισης και επικοινωνίας μεταξύ προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή…… Από την αντιπαραβολή της παλαιάς και νέας διατάξεως του ανωτέρω άρθρου, σαφώς προκύπτει, ότι η τελευταία είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού απαλείφθηκε από αυτήν η περίπτωση της εκ προθέσεως μη συμμόρφωσης σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποία υποχρεώθηκε (ο κατηγορούμενος) σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρηση της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, η οποία (πράξη) δεν είναι πλέον αξιόποινη, ενόψει του ότι ήδη τιμωρείται μόνο όποιος δεν συμμορφώνεται σε προσωρινή διαταγή ή διάταξη δικαστικής ή εισαγγελικής αποφάσεως σχετικής με τη ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, την άσκηση της γονικής μέριμνας, την επικοινωνία με το τέκνο και τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων (ΑΠ 588/2020, ΑΠ 173/2020). Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, ότι για την πλήρωση της ποινικής υπόστασης του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικά μεν, μεταξύ άλλων, η μη συμμόρφωση του δράστη σε διάταξη δικαστικής απόφασης, με την οποία αυτός υποχρεώθηκε σε πράξη, υποκειμενικά δε κοινός δόλος, που συνίσταται στη γνώση και στη θέληση παραβίασης της διάταξης της απόφασης. Ειδικότερα, η δικαστική απόφαση, που ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέως με το ανήλικο τέκνο, είναι μεν διαπλαστική και όχι καταψηφιστική, πλην, όμως, για την πλήρωση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τούτου δεν απαιτείται η παραβιαζόμενη αυτή απόφαση να διαλαμβάνει εξαναγκαστικά μέτρα (άρθρ. 946,947 του ΚΠολΔ) ή να έχει επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση της κατά τον ΚΠολΔ, ούτε απαιτείται τυπική επίδοση της απόφασης, αλλά αρκεί ο υπόχρεος προς συμμόρφωση να έλαβε με οποιονδήποτε τρόπο γνώση αυτής (ΑΠ 897/2019)».
Ένδικη υπόθεση: «Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη υπ’ αριθμ. ΗΤ 1102/2020 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, το εκδόν αυτή Δικαστήριο κήρυξε αθώα την κατηγορούμενη της αποδιδόμενης σ’ αυτήν αξιόποινης πράξεως της παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το παραπάνω Δικαστήριο, αφού εκτίμησε τα προσδιοριζόμενα κατ είδος αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, κατά πιστή αντιγραφή, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η κατηγορούμενη δεν τέλεσε την αξιόποινη πράξη, που της αποδίδεται, κατά την υποκειμενική υπόστασή της και πρέπει να κηρυχθεί αθώα, διότι παραβίασε μεν το περιεχόμενο της εν λόγω δικαστικής αποφάσεως, πλην όμως η ίδια, ως έχουσα την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της με τον πολιτικώς ενάγοντα, είχε ενημερώσει τον τελευταίο με την από 29/8/2017 εξώδικη δήλωσή της προς αυτόν, κοινοποιούμενη σε τούτον την 31/8/2017, ρητώς του γνωστοποίησε πως έχει ήδη μετοικήσει μαζί με τα παιδιά τους και πως η κατοικία τους είναι πλέον στην πόλη … στη … της Γαλλίας, επί της οδό Κλουάραρ. 3, όπου έχει ήδη βρει εργασία. Μάλιστα, δια της ιδίας εξωδίκου τον καλούσε να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας του, διευκολύνοντάς τον με κάθε δυνατό τρόπο βάσει των νέων δεδομένων. Συνεπώς, έστω και αν έπραξε με αυτόν τον τρόπο, ενήργησε με σκοπό να προστατεύσει έννομα δικαιώματά της και όχι με πρόθεση να μην συμμορφωθεί στην εν λόγω δικαστική απόφαση, ούτε να αποστερήσει την επικοινωνία, αλλά μετέβαλε αυτήν εκ των νέων συνθηκών μετεγκατάστασής της, όπως έκρινε έχουσα την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους. Πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί αθώα ελλείψει του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου, όπως ορίζεται στο διατακτικό”. Στη συνέχεια, το ανωτέρω Δικαστήριο κήρυξε αθώα (ελλείψει δόλου) ,την κατηγορούμενη για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της, διατηρώντας αμφιβολίες, του ότι : “Στην …, στις 20/9/2017 και 27/9/2017, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε δικαστική απόφαση με την οποία υποχρεωνόταν σε πράξη που εξαρτάτο αποκλειστικά από τη βούληση της. Συγκεκριμένα δεν συμμορφώθηκε με την υπ’ αρ. 5841/2016 απόφαση του ΜΠ.Αθήνας το διατακτικό της οποίας ρύθμιζε την επικοινωνία του εγκαλούντα Α. Α. με τα ανήλικα τέκνα τους Κ. και Δ. Α., των οποίων έχει αυτή την επιμέλεια και δεν τα παράδωσε σε αυτόν, όπως όφειλε, αλλά αιφνίδια και αυθαίρετα μετεγκαταστάθηκε με αυτά στην πόλη … στην … της …, αποστερώντας τον έτσι από το προς επικοινωνία δικαίωμα του”.
Με τις παραδοχές της όμως αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε αθώα την κατηγορούμενη για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση, δεν περιέχει την από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, κατά τις παραδοχές της απόφασης η κατηγορούμενη τέλεσε την ανωτέρω πράξη μόνον κατά την αντικειμενική της υπόσταση, αφού γίνεται δεκτό ότι παραβίασε το περιεχόμενο της υπ’ αρ. 5841/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μη συμμορφούμενη με το διατακτικό της που ρύθμιζε την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του εγκαλούντος Α. Α. μετά των ανηλίκων τέκνων τους Κ. και, Δ. Α. όχι όμως και κατά την υποκειμενική της υπόσταση, αφού την κήρυξε αθώα “ελλείψει δόλου”, χωρίς ωστόσο να αιτιολογεί επαρκώς, ως όφειλε, γιατί κατ’ εξαίρεση στην ένδικη περίπτωση δεν συντρέχει ο δόλος της κατηγορούμενης, ο οποίος κατά κανόνα ενυπάρχει στα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που γίνεται δεκτό ότι τελέστηκαν απ’ αυτήν».
Άρθρο 20 ΠΚ. «Περαιτέρω, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στήριξε την αθωωτική της κρίση στην παραδοχή ότι η κατηγορούμενη “….έστω και αν έπραξε με αυτόν το τρόπο, ενήργησε με σκοπό να προστατεύσει τα έννομα δικαιώματά της [τα οποία δεν προσδιόρισε] και όχι με πρόθεση να μην συμμορφωθεί στην ανωτέρω δικαστική απόφαση … “, υπαινισσόμενη προφανώς (αφού τούτο δεν αναφέρεται ρητά στην αιτιολογία της) την εφαρμογή της διάταξης του άρ. 20 του ΠΚ, η οποία ορίζει ότι “εκτός των αναφερομένων στον Ποινικό Κώδικα λοιπών περιπτώσεων, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται και όταν αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που προβλέπεται στο νόμο”. Πλην όμως, η ερμηνεία και η εφαρμογή στην ένδικη υπόθεση του ανωτέρω άρθρου έγινε εσφαλμένα από το δικάσαν Δικαστήριο, αφού η εφαρμογή του άρ. 20 του ΠΚ δεν δύναται να αποκλείσει το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου της κατηγορουμένης· αλλά να άρει τον άδικο χαρακτήρα της τελεσθείσας ως άνω πράξεώς της. Συνεπώς, ενόψει των παραπάνω κενών, ασαφειών και νομικών σφαλμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι αντίστοιχοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ λόγοι αναίρεσης του Εισαγγελέως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, παρελκούσης δε της έρευνας των λοιπών αιτιάσεων αυτού, ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας».
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ