Έννοια-Διακρίσεις: Παρεμπίπτον είναι κάθε ζήτημα που μπορεί να εμποδίσει, διακόψει, καταργήσει ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο επηρεάσει την τακτική πρόοδο της δίκης ή ακόμα και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως π.χ. η απουσία κάποιου διαδίκου (άρθρ. 271 επ. ΚΠολΔ) ή ο θάνατός του (άρθρ. 286, ΚΠολΔ), η επίτευξη δικαστικού συμβιβασμού (άρθρ. 293, ΚΠολΔ) ή ακόμη στην αγωγή διανομής κοινού πράγματος το ζήτημα της κυριότητας (άρθρ. 795 ΑΚ) (βλ. περισσ. Κ.Μπέης Πολιτική Δικονομία 1210 επ.), αρκεί να υπάρχει έννομο συμφέρον σε κάποιον διάδικο για την διάγνωση του παρεμπίπτοντος ζητήματος σε σχέση με την επίδικη και εκκρεμούσα υπόθεση (άρθρ. 282, ΚΠολΔ).
Ειδικότερη κατηγορία παρεμπιπτόντων ζητημάτων αποτελούν τα προδικαστικά ζητήματα (άρθρ. 2, 284, 285 ΚΠολΔ), δηλαδή, εκείνα των οποίων η προηγούμενη επίλυση είναι απαραίτητη και αναγκαία για την εκδίκαση της επίδικης κυρίας υπόθεσης, όπως π.χ. ο έγκυρος γάμος στην αγωγή διαζυγίου, κ.λπ.
Έρευνα: Το δικαστήριο, με οποιανδήποτε διαδικασία και να δικάζει, εξετάζει τα παρεμπίπτοντα ζητήματα, με βάση την αρχή της οικονομίας της δίκης, ακόμα και όταν δεν έχει αρμοδιότητα για την εκδίκασή τους (άρθρ. 284, ΚΠολΔ) (ΕφΚαλαμ 156/2006 Δ. 2007, 172 με παρατ. Ε. Μπαλογιάννη).
Επομένως, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει παρεμπιπτόντως αν είναι έγκυρη η συμφωνία των διαδίκων περί υπαγωγής της εκκρεμούσας διαφοράς στους διαιτητές σε περίπτωση που προβληθεί η σχετική ένσταση ή το περιεχόμενο μιας διοικητικής πράξης (άρθρ. 2, ΚΠολΔ), κλπ. (ΑΠ 1388/2001 ΕλΔνη 2002, 432), εκτός αν απαγορεύεται από ειδική διάταξη νόμου, όπως π.χ. στις συνταξιοδοτικού περιεχομένου διοικητικές πράξεις (ΔΕφΑθ 2802/1991 ΝοΒ 1992, 356) κλπ, οπότε ελέγχεται μόνον η τυχόν υπέρβαση των ορίων της δικαιοδοσίας (ΑΠ 1341/1992 ΕλΔνη 1994, 1514 – ΜΠρΑθ 11442/1998 ΕΕμπΔ 49, 850).
Έκταση δεδικασμένου: Κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα επιλυθέντα από το δικαστήριο προδικαστικά ζητήματα και εφόσον ανήκαν στην υλική αρμοδιότητά του και δεν επεκτείνεται στα τυχόν παρεμπίπτοντα ζητήματα στα οποία επιλήφθηκε (ΟλΑΠ 34/1992 ΑρχΝ 1993, 54), πολύ περισσότερο σε αυτά για οποία δεν είχε καν δικαιοδοσία (άρθρ. 2 ΚΠολΔ). Ομως τα ανωτέρω ισχύουν και αντίστροφα με την έννοια ότι οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρ. 3 και 5 ΚΔΔ) δεν παράγουν δεδικασμένο ως προς τα ζητήματα ιδιωτικού δικαίου που παρεμπιπτόντως εξετάστηκαν και για τα οποία έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια (ΑΠ 552/2002 ΑρχΝ 2003, 478 με σημειωμ.), παρήγαγαν όμως οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων όταν έκριναν επί πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αφού οι αξιώσεις αυτές μπορούσαν να εισαχθούν και να εξετασθούν και από τα ποινικά δικαστήρια (ΑΠ 374/2001 ΕλΔνη 2002, 156).
Όταν, λοιπόν, ο ενάγων ζητά με την αγωγή του να του καταβάλει ο εναγόμενος € 10.000 από δάνειο που είχαν καταρτίσει, συνολικού ποσού € 200.000, το Ειρηνοδικείο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς αυτής (άρθρ. 14 παρ. 1α, ΚΠολΔ), πρέπει προηγούμενα να εξετάσει αν πράγματι καταρτίστηκε δάνειο € 200.000 (από το οποίο ο ενάγων αιτείται ένα μέρος του), που εμφανίζεται ως προδικαστικό ζήτημα, χωρίς, όμως, το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί να επεκτείνεται σ’ όλο το ποσό, επειδή δεν έχει υλική αρμοδιότητα (άρθρ. 14 παρ. 2, ΚΠολΔ). Για τον ίδιο λόγο έχει κριθεί ότι το δεδικασμένο που προκύπτει από απόφαση που έκρινε αποβολή από νομή δεν εκτείνεται στο κριθέν ευκαιριακό ζήτημα της κυριότητας (ΑΠ 421/1972 ΝοΒ 20,1167) ή σε περίπτωση που με την απόφαση αναπροσαρμόσθηκε το μίσθωμα εμπορικής μίσθωσης δεν παράγεται δεδικασμένο στην παρεμπίπτουσα κρίση του δικαστηρίου που περιέχεται στην αιτιολογία για την αναγκαστική παράταση της μίσθωσης (ΕφΑθ 2755/1980 ΝοΒ 30,934) κ.ο.κ., ενώ, αντίθετα, στη περίπτωση που ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας ακινήτου η τελεσίδικη απόφαση μεταξύ των ίδιων διαδίκων επί αγωγής διανομής του ίδιου ακινήτου η οποία εξέτασε το ζήτημα της κυριότητάς του, παράγει, ως προς το θέμα αυτό, δεδικασμένο (ΕφΚαλαμ 156/2006 Δ. 2007, 172 με παρατ.Ε.Μπαλογιάννη).
Αναστολή δίκης: Σημειώνεται ότι το δικαστήριο που δικάζει την κύρια αγωγή μπορεί, κατά την ανέλεγκτη κρίση του (ΑΠ 1390/2002 ΧρΙΔ 2003, 42 – ΑΠ 505/1997 Δ 28, 1120), με μη οριστική και μη υποκειμένη στην άσκηση ενδίκων μέσων απόφασή του, η οποία όμως μπορεί να ανακληθεί (άρθρ. 309 ΚΠολΔ) (ΕφΑθ 3220/2003 ΕλΔνη 2003, 1410 – ΜΠρΜεσολ 73/2011 ΝΟΜΟΣ), αντί να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο είτε άλλης ιδιωτικής ή διοικητικής διαφοράς ή ακόμα και ποινικής υπόθεσης που εκκρεμεί σε άλλο αρμόδιο δικαστήριο ή αρχή, ακόμα και αυτεπάγγελτα να αναστείλει την εκδίκαση της εκκρεμούσας ενώπιόν του υπόθεσης αναβάλλοντας τη συζήτηση έως ότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η δίκη ή η δικαδικασία ή εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση (άρθρ. 249 και 250 ΚΠολΔ), ότε, στην περίπτωση αυτή, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 331 ΚΠολΔ.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Κουτσουλέλος είναι Δικηγόρος Αθηνών και ιδρυτικό μέλος του επιστημονικού σωματείου Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ