fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Περιοχή Μακρυγιάννη-Αναστολή χορήγησης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης εργασιών για κτίρια άνω των 17,50 μ.

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την απόφαση 705/2020[1] της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθη αίτηση ακυρώσεως κατά κανονιστικής αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με την οποία επιβλήθηκε, για ένα έτος, αναστολή χορήγησης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης εργασιών για την ανέγερση κτιρίων με ύψος άνω των 17.50 μ. στην περιοχή Μακρυγιάννη-Κουκάκι του Δήμου Αθηναίων, εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της πόλεως των Αθηνών. Με την προσβαλλομένη επιδιώκεται να αποτραπεί προσωρινά η ανέγερση πολυώροφων κτιρίων κοντά στην Ακρόπολη, τα οποία υποβαθμίζουν το μνημείο και τον περιβάλλοντα χώρο του, προκειμένου η Διοίκηση να επανεξετάσει το πολεοδομικό καθεστώς της περιοχής και στη συνέχεια να θεσπίσει ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης για την προστασία της.

Το Δικαστήριο, επαναλαμβάνοντας την πάγια νομολογία του, κατά την οποία με το άρθρο 24 §§ 1 και 6 του Συντ. και τις διατάξεις του Ν 3028/2002 επιβάλλεται η αποτελεσματική προστασία των μνημείων και λοιπών στοιχείων του πολιτιστικού περιβάλλοντος, μεταξύ των οποίων και οι αρχαιολογικοί χώροι που αποτελούν ενεργούς οικισμούς, καθώς και του αναγκαίου για την ανάδειξή τους χώρου.

Όπως έχει κριθεί, με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντ. έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το φυσικό, οικιστικό, και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των παραγρ. 1 και 6 καθιερώνεται αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας, και επιβάλλεται στα όργανα του Κράτους η υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται στο διηνεκές η προστασία και η διατήρηση των στοιχείων αυτών του πολιτιστικού περιβάλλοντος και του απαραίτητου για την ανάδειξή τους σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα περιβάλλοντος χώρου, συνεπάγεται δε τη δυνατότητα επιβολής των απαιτούμενων για τον σκοπό αυτό μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας[2] .Οι περιορισμοί αυτοί, που ερείδονται αποκλειστικά στο άρθρο 24 του Συντάγματος, μπορούν να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος.[3] Περαιτέρω, τα αρμόδια όργανα του Κράτους οφείλουν να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες για την αποτελεσματική διαφύλαξη των ανωτέρω αγαθών και, ειδικότερα, να λαμβάνουν τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα, ατομικού ή κανονιστικού χαρακτήρα (ΣΕ 2261/2014 7μ. σκ. 7, 2924/2011 σκ. 7 κ.ά.), παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα (ΣΕ 2102-03/2019 Ολομ., 1025, 3527/2017 7μ. κ.ά. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβίωσης και υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του διαγραφόμενου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κατά πόσον υποβαθμίζεται το φυσικό και αστικό περιβάλλον.[4]

Εν όψει τούτων επισημάνθηκε, όπως και με την πρόσφατη απόφαση ΣΕ 2102/2019 Ολομ., ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 14 περ. 6 του ν. 3028/2002 π.δ/γμα για τον καθορισμό των χρήσεων γης και των όρων δόμησης της περιοχής Μακρυγιάννη, η οποία αποτελεί ενεργό οικισμό και κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο από το 2004, δεν έχει εκδοθεί παρά το ότι παρήλθε ο εύλογος χρόνος από την κήρυξη, με αποτέλεσμα την ελλιπή προστασία του σημαντικότερου μνημείου της κλασικής αρχαιότητας (σκ. 5, 6, 8).

Κρίθηκε επίσης ότι η εξουσιοδοτική διάταξη (άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4067/2012) συνάδει με τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του 1ου Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., διότι η αναστολή οικοδομικών αδειών και εργασιών, με την οποία επιδιώκεται η αποτροπή δημιουργίας πραγματικών καταστάσεων που θα δυσχέραιναν τον πολεοδομικό σχεδιασμό, αποτελεί προσωρινό περιορισμό της ιδιοκτησίας, επιβάλλεται χάριν του δημοσίου συμφέροντος, ήτοι για την προστασία του οικιστκού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος, και υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Η διάταξη αυτή είναι ειδική και ορισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 43 § 2 του Συντάγματος, θεμιτώς δε προβλέπει την έκδοση υπουργικής αποφάσεως και όχι π.δ/τος, διότι το ζήτημα της αρμοδιότητας είναι ειδικό εν σχέσει με τη ρύθμιση του θέματος στον νόμο. Με αντίστοιχες σκέψεις κρίθηκε ότι το επιβληθέν μέτρο της αναστολής κινείται εντός των πλαισίων της εξουσιοδοτήσεως και δεν θίγει υπέρμετρα την ιδιοκτησία, διότι δεν επιβάλλει πλήρη απαγόρευση δομήσεως αλλά μερική, επιτρέπει δε επαρκή εκμετάλλευση του ακινήτου με την ανέγερση οικοδομών μέχρι 17,50 μ.

Επιπλέον κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται παράβαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως, ούτε κατάχρηση εξουσίας, εκ του ότι η Διοίκηση, με τη χορήγηση εγκρίσεως του ν. 3028/2002 και προέγκρισης οικοδομικής άδειας για την ανέγερση ξενοδοχείου δημιούργησε στην αιτούσα την πεποίθηση ότι δεν θα τροποποιηθεί το σχέδιο πόλεως και δεν θα επιβληθεί αναστολή. Εν πάση περιπτώσει, η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης ουδόλως επιβάλλει τη διαιώνιση των ισχυουσών σε δεδομένο τόπο και χρόνο πολεοδομικών ρυθμίσεων. Αντίθετη εκδοχή θα αναιρούσε την ευχέρεια του νομοθέτη να ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα κατ’ εκτίμηση των επιταγών του δημοσίου συμφέροντος, όπως διαμορφώνονται από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, και να εκπληρώνει, με τον τρόπο αυτό, την κατά το Σύνταγμα επιταγή για προστασία του περιβάλλοντος και την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης (σκ. 12).

Επιπροσθέτως κρίθηκε ότι η επιλογή του ύψους των 17,5 μ. δεν είναι αυθαίρετη, ούτε δυσανάλογη εκ του ότι υπολείπεται του ανώτατου ύψους κατά το άρθρο 15 του Ν.Ο.Κ. (ν. 4067/2012), το οποίο, κατά την αιτούσα, βάσει “σ.δ. 3,6” κατά το π.δ. της 23-27.6.1978, είναι για την περιοχή “32 μ.” Ειδικότερα, το ύψος των 17,5 μ. δεν είναι αυθαίρετο διότι στοιχεί προς τα ύψη που προβλέπει, για τις αμέσως γειτνιάζουσες με την επίδικη περιοχές, το π.δ. της 19.2-5.3.1975, το οποίο καθορίζει μειωμένα ύψη χάριν της προστασίας των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας. Περαιτέρω, καθ’ ερμηνεία του πολεοδομικού καθεστώτος της περιοχής, των διαδοχικώς ισχυσάντων Γ.Ο.Κ. και των άρθρων 1 §§ 4 και 5, 15 § 1, και 35 του Ν.Ο.Κ., κρίθηκε ότι ο υπολογισμός του μέγιστου ύψους των κτιρίων σε συνάρτηση με τον σ.δ., κατά το άρθρο 15 παρ. 1 αυτού, δεν εφαρμόζεται όταν με ειδικά διατάγματα προϋφιστάμενα του Ν.Ο.Κ. έχουν ορισθεί για περιοχές ή οικισμούς συγκεκριμένοι όροι δομήσεως, όπως ανώτατα ύψη κτιρίων. Αντίθετη ερμηνεία, κατά την οποία με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν.Ο.Κ. προσαυξάνεται “αυτομάτως” το ανώτατο ύψος των οικοδομών, σε συνάρτηση με τον σ.δ., σε όλους τους οικισμούς της χώρας και αδιαφόρως του ειδικού πολεοδομικού καθεστώτος εκάστου, θα αντέκειτο στο άρθρο 24 § 2 του Συντ., το οποίο επιβάλλει την ορθολογική πολεοδόμηση των οικισμών κατόπιν μελέτης της φυσιογνωμίας κάθε περιοχής και με τη συμμετοχή του οικείου ΟΤΑ και των ενδιαφερόμενων πολιτών, δεν επιτρέπει δε την δια γενικής διατάξεως και χωρίς ειδική μελέτη κατάργηση, συλλήβδην, των ειδικών όρων δόμησης που είχαν θεσπισθεί για κάθε περιοχή με τήρηση των ανωτέρω εγγυήσεων. Για την ταυτότητα του λόγου, δεν εφαρμόζονται αυτοτελώς οι διατάξεις περί προσαυξήσεως του ύψους σε περίπτωση φυτεμένου δώματος, εκτός αν οι ειδικές διατάξεις κάθε περιοχής το επιτρέπουν (άρθρο 18 παρ. 1 του Ν.Ο.Κ.). Εν όψει τούτων, κρίθηκε ότι στην επίμαχη περιοχή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν.Ο.Κ. αλλά οι ειδικές διατάξεις του β.δ. της 30.8-9.9.1955, οι οποίες ορίζουν για τον τομέα του επίδικου ακινήτου ως ανώτατο ύψος τα 21 μ.

[1] Ομοίου περιεχομένου αποτελεί η ΣτΕ Ολ 706/2020.

[2] Βλ. και ΣΕ 2102/2019 Ολομ., 1268/2019 7μ., 618/2018, 3382/2015, 3064/2015, 903/2005.

[3] ΣΕ 2887-88/2014 7μ., 1097/1987 Ολομ., 618/2018, 3382/2015 κ.ά.

[4] ΣΕ 376/2014 Ολομ., 415/2011 Ολομ., 3838/2009 Ολομ. κ.ά.

* Η κ. Εύη Γαλάνη είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ, Διδάσκουσα στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -