fbpx

Περιπτώσεις από τη νομολογία που δεν συνιστούν λόγο αποκλεισμού δικαστικού προσώπου

Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά

Δείτε επίσης

 Αιτιολ. Έκθεση Ν. 4620/2019Από 1-7-2019 «Ειδικότερα, αναφορικά προς τους λόγους αποκλεισμού, οι λόγοι αυτοί αφενός μεν διευρύνονται εν μέρει, αφετέρου δε εξορθολογικοποιούνται στο πλαίσιο του νέου Κώδικα. Συγκεκριμένα, στην παρ. 1 του άρθρου 14 ΚΠΔ προστίθεται σε τελευταίο εδάφιό της ότι «ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης». Στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου αφαιρείται από το στοιχείο α) η φράση «με εξαίρεση όσων ορίζονται σχετικά με τα εγκλήματα που γίνονται στο ακροατήριο (άρθρα 116 και 117)», καθόσον η εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής αμφισβητούνταν ευθέως υπό το φως της υπέρτερης ισχύος ρύθμισης του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ που δεν ανέχεται οποιαδήποτε εξαίρεση σε σχέση με τον εξωτερικό λόγο της ύπαρξης άμεσης προσωπικής προσβολής που ενδεικνύει αντικειμενική μεροληψία (βλ. Σταύρου, ΠοινΧρ 1991, 488∙ Λ. Μαργαρίτη, Υπερ 1992, 803∙ Θ. Δαλακούρα, ΠΔΔ Ι, 2012, σελ. 215). Στην παρ. 2 του άρθρου 14 τροποποιούνται επιμέρους σημεία στα στοιχεία β) και γ), από τα οποία αφαιρείται η αναφορά στον καταργημένο στο πλαίσιο του νέου Κώδικα «αστικώς υπεύθυνο». Τροποποιείται, ομοίως, το στοιχείο β) και καθόσον προστίθεται σε αυτό ότι «ο λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στη σχέση από γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και στην αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης». Τέλος, στην παρ. 2 του άρθρου 14 προστίθεται στοιχείο ε) στο οποίο προβλέπεται ο αποκλεισμός 11 12 του «ανακριτή» και στοιχείο στ) στο οποίο θεσπίζεται ο αποκλεισμός «δικαστή και εισαγγελέα που έχουν συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός εάν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα». Άξια μνείας είναι στο σημείο αυτό η αναφορά της προωθούμενης από το ΕΔΔΑ δικαιικής αντίληψης σε σχέση με την προηγούμενη ανάμιξη του δικαστή στην ίδια υπόθεση. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται με τις σκέψεις, πρώτον, ότι η άσκηση διαδοχικώς δικαιοδοτικών καθηκόντων από τον ίδιο δικαστή σε διαφορετικά στάδια της ίδιας υπόθεσης παραβιάζει την αρχή της δικαστικής αμεροληψίας που διασφαλίζεται από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ, Υπόθεση Petote Pellon κατά Ισπανίας, 25.7.2002∙ ΕΔΔΑ, Υπόθεση Tierce κ.α. κατά Αγίου Μαρίνου, 25.7. 2000∙ ΕΔΔΑ, Υπόθεση Procola κατά Λουξεμβούργου, 25.9.1995, Serie A No 326, PLog 2002, 2672) και, δεύτερον, ότι ο δικαστής που δικάζει στην ακροαματική διαδικασία δεν πρέπει να έχει συμμετάσχει στην προδικασία (ΕΔΔΑ, 26.10.1984, de Cubber κατά Βελγίου, Series A, No 86∙ ΕΔΔΑ, 9.10.1986, Hauschildt κατά Δανίας, Series A, No 49) ούτε να έχει αποφασίσει για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Και τούτο γιατί, σε αντίθεση με την υποκειμενική αμεροληψία που πρέπει να τεκμαίρεται ως υπάρχουσα ενόσω ελλείπουν αντίθετες αποδείξεις, για την αντικειμενική αμεροληψία που συνδέεται με την εμπέδωση της εμπιστοσύνης του κοινού στα δικαστήρια έχουν σημασία ακόμη και λειτουργικές επόψεις και ζητήματα εσωτερικής οργάνωσης, ακριβώς επειδή η στόχευση αφορά την «αδιαμφισβήτητη εντύπωση» του κοινού περί εμφανούς απονομής δικαιοσύνης (ΕΔΔΑ, 1.10.1982, Piersack κατά Βελγίου, Series A, No 53∙ ΕΔΔΑ, 26.10.1984, de Cubber κατά Βελγίου, Series A, No 86). Πάντως, κρίθηκε αναγκαίος, ενόψει ζητημάτων πρακτικής εφαρμογής της διάταξης που συνδέονται με τον μειωμένο αριθμό των υπηρετούντων εισαγγελικών λειτουργών, ο περιορισμός του λόγου αποκλεισμού αυτής της περίπτωσης μόνον στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος και όχι στις λοιπές διαδικαστικές ενέργειες της προδικαστικής φάσης. Αντιστοίχως, στην παρ. 4 του άρθρου 14 προστίθεται στα αποκλειόμενα πρόσωπα της παρ. 3, που δεν μπορούν να μετάσχουν στη σύνθεση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου, ο εισαγγελέας που «συνέπραξε» στην έκδοση της απόφασης. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία διότι ανεξάρτητα από τον τρόπο συμμετοχής του εισαγγελέα στη 12 13 διαμόρφωση της τελικής κρίσης του δικαστηρίου, ο εισαγγελέας έχει διαμορφώσει συγκεκριμένη άποψη, την οποία έχει εκφράσει και αιτιολογήσει. Εξάλλου, κατά την πάγια θέση της νομολογίας ο ειρηνοδίκης που άσκησε καθήκοντα εισαγγελέα στην ποινική δίκη, όπου αυτό επιτρέπεται, αποκλείεται από τη συμμετοχή του σε επόμενα διαδικαστικά στάδια της ίδιας υπόθεσης, αναγνωρίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ότι και ο εισαγγελέας ή ο δικαστικός λειτουργός που ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα εκφέρει άποψη για την ουσία της υπόθεσης και ουσιαστικά συμπράττει στην έκδοση της απόφασης. Τούτο, άλλωστε, συνάδει πλήρως με τη θέση του εισαγγελέα ως δικαστικού προσώπου και αντανακλά συνάμα και την αξίωση αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του που συνάδει σε ανεξάρτητα δικαστικά πρόσωπα. Ωστόσο, για να αντιμετωπισθούν ζητήματα λειτουργικότητας (κίνδυνος ματαίωσης εκδίκασης των υποθέσεων ή υπέρμετρης καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης) στα μικρότερα πρωτοδικεία ή εφετεία έγινε δεκτή η προσθήκη στο τέλος της παρ. 4 του ιδίου άρθρου «εκτός εάν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλον εισαγγελέα».

 Αιτιολ. Έκθεση Ν. 4637/2019 από 18-11-2019 «Προσθήκη στο άρθρο 14 ΚΠΔ Αιτιολογικές σκέψεις: Η ρύθμιση συμπερίληψης στις περιπτώσεις αποκλειόμενων προσώπων του δικαστή και του εισαγγελέα που συνέπραξαν στην έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή στην παραπομπή του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση κατ’ άρθρο 309 αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας ενιαίας λύσης σε όλες τις όμοιες περιπτώσεις παραπομπής. Η ρύθμιση ενσαρκώνει την αξίωση αμεροληψίας όλων των προσώπων που έχουν προηγούμενη ενασχόληση με την υπόθεση, ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία υπονοιών αντικειμενικής μεροληψίας κατά τις διακρίσεις του ΕΔΔΑ. Ενδεχόμενη διαφορετική ερμηνεία κατά την εφαρμογή όμοιας λειτουργικής αρμοδιότητας θα ήταν ασύμβατη, άλλωστε, τόσο υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας όσο και υπό συστηματικό πρίσμα γενικότερα. Αυτονόητο είναι, ωστόσο, ότι η κρίση για το ανέφικτο της συγκρότησης του δικαστηρίου λειτουργεί και εν προκειμένω ως μηχανισμός αποσυμπίεσης στις περιπτώσεις πραγματικής αδυναμίας συγκρότησης του δικαστηρίου. Εφικτή οφείλει να θεωρείται, εξάλλου, η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα, όταν ο δικαστής ή ο εισαγγελέας μπορεί να αναπληρωθεί από τον τυχόν ορισθέντα για τη συγκεκριμένη δικάσιμο αναπληρωτή του. Αν ούτως ή άλλως δεν είναι δυνατός ο ορισμός αναπληρωτή λόγω του μικρού αριθμού υπηρετούντων δικαστών ή εισαγγελέων, τότε η συγκρότηση του δικαστηρίου οφείλει να θεωρείται ανέφικτη»

ΑΠ 1742 / 2019 «Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ α’ Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ιδίου κώδικα υπάρχει και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του παρόντος κώδικα για ακυρότητα εξ αιτίας κακής σύνθεσής του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 14 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, που διαλαμβάνουν τους λόγους αποκλεισμού των δικαστικών προσώπων, προκύπτει ότι δεν αποκλείεται ο δικαστής από την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων σε ποινική υπόθεση, όταν μετέσχε, στη σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε απόφαση με την οποία αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης για μεταγενέστερη δικάσιμο, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και δεν δημιουργείται η, κατ’ άρθρο 171 παρ.1 α’ του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, δεδομένου ότι η απόφαση εκείνη, δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης, δεν εκφέρει καταδικαστική κρίση και δεν επιβάλλεται ποινή με αυτή. Εξάλλου, με το άρθρο 15 του ίδιου Κώδικα, προβλέπεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου και των λοιπών παραγόντων της δίκης, να ζητήσουν την εξαίρεση των δικαστικών προσώπων, αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Με τη διάταξη αυτή εξασφαλίζεται και το δικαίωμα του προσώπου να δικασθεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με την αρχή της δίκαιης δίκης, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου, η οποία επικυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974. Στην προκειμένη περίπτωση, στη σύνθεση του Πενταμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη 36/1.3.2018 απόφαση, μετέσχε και η Εφέτης Γ. Κ., η οποία είχε μετάσχει στην σύνθεση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτικής Μακεδονίας, που με την προγενέστερη 160/6.7.2016 απόφασή του ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης για την 17.11.2016 και, κατά την ορισθείσα νέα δικάσιμο εκδόθηκε η 198/17-18.11.2016 απόφαση του Πρωτοβαθμίου ως άνω Δικαστηρίου. Από το γεγονός ότι η ως άνω δικαστής μετέσχε στη σύνθεση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με την οποία αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης, για την μεταγενέστερη ως άνω δικάσιμο, κατά την οποία εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση, δεν κωλύετο να συμμετάσχει στη σύνθεση του δικάσαντος Πενταμελούς Εφετείου και συνακόλουθα δεν δημιουργήθηκε η, κατ’ άρθρο 171 παρ.1 α’ του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα, δεδομένου ότι η απόφαση εκείνη, δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης, δεν εκφέρει καταδικαστική κρίση και δεν επιβλήθηκε ποινή με αυτή. Η τυχόν δυσπιστία για το αμερόληπτο της εν λόγω δικαστικής λειτουργού κατά την εκδίκαση της έφεσης μπορούσε, σύμφωνα με το άρθρο 15 Κ.Π.Δ., να προταθεί ως λόγος εξαίρεσης και έτσι εξασφαλίζετο το δικαίωμα του αναιρεσείοντος να δικασθεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας για κακή σύνθεση του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, από τον λόγο ότι μετέσχε στη σύνθεση αυτού η Εφέτης Γ. Κ., πρόσωπο που είχε μετάσχει και στη σύνθεση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δυτικής Μακεδονίας κατά την έκδοση της αναβλητικής υπ’ αριθμό 160/2016 απόφασης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.»


ΑΠ 576/2020 Διαχρονικό δίκαιο της διάταξης 14 παρ. 3,4 ΚΠΔ αναφορικά με τον Εισαγγελέα που μετείχε ο ίδιος σε πρώτο και δεύτερο βαθμό στην ίδια υπόθεση.  «Με βάση γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 2 του ΠΚ και 590 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Η διαδικασία, δηλαδή, χωρεί σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο, κατά τον οποίο επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και, συνεπώς, οι μεν πράξεις, οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου, είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας και, επομένως, και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με τον νέο νόμο. Έτσι, οι προϋποθέσεις του αποκλεισμού, εξαίρεσης και αποχής δικαστικών προσώπων, κατ’ άρθρο 14 Κ.Π.Δ., κρίνονται με βάση τον νόμο, ο οποίος ισχύει κατά τον χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 και 3 του ισχύσαντος μέχρι την 30-6-2019 Κ.Π.Δ., υπό την ισχύ των οποίων συζητήθηκε η κρινόμενη υπόθεση ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 15-5-2019, εκτός απ’ όσα ορίζονται ειδικά στον Οργανισμό των Δικαστηρίων, στον ειδικό νόμο για τα μικτά ορκωτά δικαστήρια και στον κώδικα αυτόν, σε ποινική υπόθεση ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις (παρ. 3). Με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019) ορίστηκε, ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 14 εφαρμόζεται και για τον εισαγγελέα, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλον εισαγγελέα, πλην όμως, με το άρθρο 13 αριθ. 1 του Ν. 4637/2019 (τροποποιήσεις διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), που ισχύει από 18-11-2019 (άρθρο 16 Ν. 4637/2019), η παράγραφος 4 του άρθρου 14 Κ.Π.Δ. καταργήθηκε. Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 14 παρ.3 του προϊσχύσαντος Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, υπό την ισχύ των οποίων, όπως προαναφέρθηκε, συζητήθηκε η κρινόμενη υπόθεση, προκύπτει ότι κακή σύνθεση του δικαστηρίου της ουσίας, η ύπαρξη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του αυτού Κώδικα λόγο αναίρεσης, δεν υφίσταται, όταν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του κατηγορουμένου, εκτελεί καθήκοντα Εισαγγελέα ο Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών, ο οποίος, με την αυτή ιδιότητα είχε ασκήσει καθήκοντα Εισαγγελέα κατά την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Ο κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 14 του Κ.Π.Δ. αποκλεισμός του δικαστή στην εκδίκαση υπόθεσης κατ’ έφεση, προϋποθέτει ότι αυτός έχει συμπράξει στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Ο Εισαγγελέας, όμως, ο οποίος είναι μεν δικαστικός λειτουργός, με τη συμμετοχή του στη σύνθεση του δικαστηρίου, όπου, αναφορικά με την εκδιδόμενη από αυτό απόφαση, περιορίζεται απλώς να αναπτύσσει την κατηγορία και να προτείνει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεν συμπράττει στην έκδοση της απόφασης, η οποία προϋποθέτει ψήφο του δικαστή. Επί πλέον, η συμμετοχή του ίδιου Εισαγγελικού λειτουργού κατά την εκδίκαση έφεσης σε υπόθεση που ο ίδιος είχε ασκήσει εισαγγελικά καθήκοντα κατά την πρωτοβάθμια δίκη δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σε τρόπο που να δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για κακή σύνθεση του δικαστηρίου. Η τυχόν δυσπιστία για το αμερόληπτο του Εισαγγελικού αυτού λειτουργού κατά την εκδίκαση της έφεσης μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 15 Κ.Π.Δ., να προταθεί ως λόγος εξαίρεσης και έτσι εξασφαλίζεται το δικαίωμα του προσώπου να δικασθεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, ότι συμμετείχε στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση η ίδια Εισαγγελέας, που είχε συμμετάσχει και στη σύνθεση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και έτσι στέρησε από αυτόν, ως κατηγορούμενο, το δικαίωμα να κριθεί η υπόθεσή του από αμερόληπτο εισαγγελέα, η δε συμμετοχή της ιδίας επέφερε κακή σύνθεση του δικαστηρίου. Όμως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η συμμετοχή του ίδιου Εισαγγελικού λειτουργού κατά την εκδίκαση έφεσης σε υπόθεση που ο ίδιος είχε ασκήσει εισαγγελικά καθήκοντα κατά την πρωτοβάθμια δίκη δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ σε τρόπο που να δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για κακή σύνθεση του Δικαστηρίου και τούτο, διότι ο Εισαγγελέας περιορίζεται απλώς να αναπτύξει την κατηγορία και να προτείνει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεν συμπράττει δε στην έκδοση της απόφασης, η οποία προϋποθέτει ψήφο του δικαστή. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας για κακή σύνθεση του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή μετέσχε στη σύνθεση αυτού ως Εισαγγελέας πρόσωπο που είχε μετάσχει και πρωτοδίκως στην ίδια υπόθεση με την ίδια ιδιότητα, είναι απαράδεκτος. Όμοια και η ΑΠ 822/2020

ΑΠ 162/2019 «Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. Ιεδ, άφ. α’ Κ.Ποιν.Δ., ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του Οργανισμού των Δικαστηρίων. Κακή σύνθεση υπάρχει και από τη συμμετοχή στη σύνθεση δικαστικού λειτουργού κατά του οποίου έχει γίνει δεκτή δήλωση εξαίρεσης ή δήλωση αποχής του ιδίου, δεν υπάρχει όμως κακή σύνθεση από μόνη τη συνδρομή λόγου εξαίρεσης που δεν αποτελεί ταυτόχρονα και λόγο αποκλεισμού κατ’ άρθρο 14 Κ.Ποιν.Δ. (479/2017). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με σχετικό λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο τόσο του πρωτοβαθμίου όσο και του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, λόγω κακής σύνθεσης αυτών διότι: α) έχει εγκαλέσει τόσο τους δικαστές του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου όσο και τους αναφερομένους στη σχετική ένστασή του (περί της κατά τόπο αναρμοδιότητας του δικαστηρίου) εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν στο Εφετείο Αθηνών για διάφορες αξιόποινες πράξεις β) ότι έχει ανακοινώσει εκκρεμούσα αίτηση για εξαίρεση όλων των δικαστών που υπηρετούν στο Εφετείο Αθηνών με λόγο τη διάπραξη σοβαροτάτων αδικημάτων σε βάρος του, ώστε όλοι να προβαίνουν σε δήλωση αποχής οσάκις εκδικάζεται κατηγορία σε βάρος του μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αίτησης αυτής εξαίρεσης και γ) ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την υπ’αριθμ. 1058/3.4.2017 προεκδοθείσα παρεμπίπτουσα απόφασή του εσφαλμένα απέρριψε τη σχετική ένστασή του και καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του εκδίκασε την σε βάρος του κατηγορία διότι ήταν κατά τόπο αναρμόδιο να δικάσει αυτή, αφού δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 136 παρ.1 εδάφ. ε’ Κ.Ποιν.Δ. ήτοι δεν αποφάσισε ο Άρειος Πάγος ως Συμβούλιο και δεν καθόρισε το κατά παραπομπή αρμόδιο κατά τόπο να δικάσει Εφετείο. Πλην όμως, τόσο στη σχετική ένσταση (περί κατά τόπο αναρμοδιότητας) όσο και στην κρινομένη αίτηση αναίρεσης δεν καθορίζονται επακριβώς τα πρόσωπα που έχουν καταμηνυθεί από τον αναιρεσείοντα, για ποια συγκεκριμένα αδικήματα καταμηνύθηκαν, ότι στην επικαλούμενη αίτηση εξαίρεσής του όλων των δικαστών του Εφετείου Αθηνών περιλαμβάνονταν κατά τον χρόνο της υποβολής της και οι δικαστές της συγκεκριμένης σύνθεσης που εκδίκασε τις σε βάρος του κατηγορίες και έγινε αυτή δεκτή ότι υπέβαλε αίτηση εξαίρεσής τους για τη συγκεκριμένη υπόθεση και συμμετείχε στη σύνθεση αυτή και συνέπραξε στην έκδοση της καταφατικής περί της ενοχής του κρίσης δικαστής πρόσωπο του οποίου συνέτρεχε λόγος αποκλεισμού από τους διαλαμβανόμενους στο άρθρο 14 και ως άνω Κώδικα, δεδομένου ότι μόνο στην τελευταία αυτή περίπτωση στοιχειοθετείται ο αναιρετικός λόγος ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου και όχι στην περίπτωση μη δήλωσης αποχής δικαστικού λειτουργού από την εκδίκασή της για λόγους ευπρέπειας (άρθρο 15 Κ.Ποιν.Δ.) που κατά το άρθρο 26 Κ.Ποιν.Δ. ενδεχομένως συνεπάγεται πειθαρχικές ευθύνες του δικαστή και ενδεχομένως ποινικές κυρώσεις για αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης. Συνακόλουθα, ορθά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την άνω ένσταση του αναιρεσείοντος με την παρεμπίπτουσα υπ’ αριθμ. 1058/3.4.2017 απόφασή του η οποία συμπροσβάλλεται με την κύρια απόφαση (άρθρο 504 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ.) και ο λόγος αυτός αναίρεσης που ερείδεται τα άρθρα 510 παρ. 1, στοιχ. Α, Ε, Η, 171 παρ. 1 στοιχ. α’ Κ.Ποιν.Δ. κατά το σκέλος που πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του. Κατά το σκέλος δε που πλήττεται η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για τους αυτούς λόγους είναι επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι από τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα πέρασε και από τους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσης με το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης που ασκήθηκε κατ’ αυτής (ΑΠ 479/2017) και κάθε λόγος αναίρεσης που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση, ως εν προκειμένω, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος.»

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -