fbpx

Πλάνη σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου του κατηγορουμένου

Χρόνος ανάγνωσης 19 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 19 λεπτά

Δείτε επίσης

Σχετικές διατάξεις ΚΠΔ. Άρθρο 75 – Αδυναμία να βεβαιωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου. Η αδυναμία να βεβαιωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου με το όνομά του ή με τα άλλα χαρακτηριστικά ή με τις άλλες ιδιότητες δεν εμποδίζει την εξέλιξη της ποινικής δίωξης, αν είναι αποδεδειγμένο ότι αυτός είναι το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη.

Άρθρο 76 – Ψευδές όνομα ή ψευδείς ιδιότητες. Αν ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε με ψευδές όνομα ή ψευδείς ιδιότητες, διατάσσεται η διόρθωση σύμφωνα με τα άρθρα 561 παρ. 2 και 145 σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ή και κατά την εκτέλεση.

Άρθρο 77 – Αμφιβολίες για την ταυτότητα του κατηγορουμένου. 1. Αν υπάρχουν αμφιβολίες ότι το πρόσωπο που εμφανίστηκε στην ανάκριση ή στο ακροατήριο είναι πράγματι το διωκόμενο, ο ανακριτής ή το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας προχωρούν από μόνοι τους στη βεβαίωση της ταυτότητας, χρησιμοποιώντας κάθε αποδεικτικό μέσο. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατό να ανασταλεί η ποινική διαδικασία για το πρόσωπο αυτό, ωσότου βεβαιωθεί η ταυτότητά του. 2. Αν η ταυτότητα του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποδειχθεί, βεβαιώνεται το γεγονός αυτό στην απόφαση και ταυτόχρονα διατάσσεται η απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί ή που κρατείται προσωρινά, ωσότου εξακριβωθεί η ταυτότητα. Ο δικαστής, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να επιβάλει στον απολυόμενο την καταβολή εγγύησης ή άλλους όρους. Για τον καθορισμό, την κατάθεση και την τύχη της εγγύησης και των άλλων όρων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 295, 296, 297, 298 και 299. 3. Όσα αναφέρονται στην παρ. 2 τα διατάσσει ο ανακριτής κατά τη διάρκεια της ανάκρισης

Άρθρο 78 – Ζήτημα ταυτότητας στον Άρειο Πάγο. Αν οι αμφιβολίες για την ταυτότητα δημιουργηθούν για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, διατάσσεται αυτεπαγγέλτως εξέταση. Η εξέταση ενεργείται από το εφετείο που ορίζει ο Άρειος Πάγος και που αποφαίνεται αμετάκλητα για την ταυτότητα

Άρθρο 79 – Πλάνη σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου του κατηγορουμένου. Όταν προκύψει σαφώς ότι η διαδικασία στρέφεται εναντίον κατηγορουμένου από πλάνη ως προς την ταυτότητα του προσώπου του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αποφαίνονται ότι η ποινική δίωξη θεωρείται σαν να μην έγινε.

Η διακρίβωση της ταυτότητας του κατηγορούμενου αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα της ποινικής διαδικασίας. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα:

1. Ακόμα κι αν δεν έχει διαπιστωθεί πλήρως η ταυτότητα του κατηγορούμενου η ποινική δίωξη εξελίσσεται κανονικά αρκεί το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η πράξη είναι αποδεδειγμένα αυτός, κατά του οποίου ασκήθηκε η δίωξη.

2. Σε περίπτωση που τα στοιχεία του κατηγορούμενου είναι εσφαλμένα επιτρέπεται διόρθωση, είτε κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας είτε ακόμα και κατά την εκτέλεση.

3. Αν κατά την ανάκριση, ή και το ακροατήριο προκύπτουν αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητα του κατηγορούμενου, τότε με κάθε αποδεικτικό μέσο, ο ανακριτής ή το δικαστήριο, οφείλουν να βεβαιωθούν για την ταυτότητα του προσώπου του κατηγορούμενου. Σε περίπτωση που η ταυτότητα δεν αποδείχθηκε, ο κατηγορούμενος μπορεί (δεν είναι υποχρεωτικό) να απολυθεί, αν έχει συλληφθεί ή κρατείται προσωρινά. Το δικαστήριο μπορεί, αν διατάξει την απόλυση του κατηγορούμενου, να του επιβάλει όρους (εγγύηση, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα κλπ). Οι ίδιοι όροι μπορούν να επιβληθούν και αν απολυθεί κατά την ανάκριση.

4. Στην περίπτωση που προκύψει για πρώτη φορά αμφιβολία για την ταυτότητα του κατηγορούμενου ενώπιον του Αρείου Πάγου, διατάσσεται αυτεπαγγέλτως εξέταση από το Εφετείο που ορίζεται από τον Άρειο Πάγο για να αποφανθεί αμετάκλητα για την ταυτότητα του κατηγορούμενου.

5. Αν αποδειχθεί τελικά πλάνη σχετικά με την ταυτότητα του κατηγορούμενου, λεκτέα τα ακόλουθα:

α. πλάνη περί την ταυτότητα του κατηγορούμενου έχουμε όταν η ποινική διαδικασία στρέφεται σε βάρος άλλου προσώπου από εκείνο που τέλεσε το έγκλημα. (π.χ. η ποινική δίωξη ασκήθηκε κατά του δράστη Α.Β. και διαπιστώνεται στην πορεία ότι ο διωχθείς κατηγορούμενος δεν είναι ο Α.Β., αλλά ο άσχετος Γ.Δ.). Στην περίπτωση αυτή, η ποινική δίωξη κατά του Γ.Δ. (που εκ πλάνης θεωρήθηκε ότι είναι ο Α.Β.) θα θεωρηθεί ως μη γενόμενη κατ’ άρθρο 79.

β. ο πραγματικός κατηγορούμενος Α.Β. κατά του οποίου συνεχίζεται η αρξαμένη ποινική διαδικασία, αποκτά την ιδιότητα αυτή (του κατηγορούμενου) κατά το άρθρο 72 που ορίζει ότι: «Την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη»

γ. ο «αποχαρακτηρισμός» του πρώτου «κατηγορούμενου» Γ.Δ. θα γίνει με απόφαση δικαστηρίου ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου (άρθρο 73)

Σχετική νομολογία. Επειδή από τη σύγκριση των δακτυλοσκοπικών δελτίων που αναφέρονται στο υπ’ αρ. … έγγραφο της ΔΕΕ / Τμήμα Εξερευνήσεων, το υπ’ αρ. πρωτ. … από … έγγραφο της ΔΕΕ / Τμήμα Δακτυλοσκοπίας, όπως το πρώτο μνημονεύεται στο υπ’ αρ. πρωτ. … διαβιβαστικό έγγραφο της ΓΑΔΑ και το δεύτερο συνυποβλήθηκε προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Μεσολογγίου, προκύπτουν αμφιβολίες αν αφορούν το ίδιο ή διαφορετικά πρόσωπα, δηλαδή αν τα δακτυλικά αποτυπώματα του εκκαλούντος-κατηγορουμένου συγκρίθηκαν με εκείνο το τμήμα αποτυπώματος, που βρέθηκε στο διαμέρισμα ιδιοκτησίας της …, όπως προκύπτει από το υπ’ αρ. πρωτ. … έγγραφο της ΔΕΕ, το Δικαστήριο προς απόδειξη της ταυτότητας του ως άνω κατηγορουμένου και έχοντας τη δυνατότητα να κάνει χρήση παντός αποδεικτικού μέσου διακόπτει την εκδίκαση της υπόθεσης και ορίζει ημερομηνία συνεδρίασης την … προκειμένου να διενεργηθεί από την αρμόδια Υπηρεσία (ΔΕΕ) δακτυλοσκοπική εξέταση του … ώστε να βεβαιωθεί σε ποιο πρόσωπο ανήκει το τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος που βρέθηκε την … στο ως άνω διαμέρισμα ιδιοκτησίας …, δηλαδή να ερευνηθεί αν το τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος που βρέθηκε στο ως άνω διαμέρισμα ταυτίζεται με το δακτυλικό αποτύπωμα του ως άνω κατηγορουμένου.[…] Περαιτέρω, σε εκτέλεση της υπ’ αρ. 2570/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου διενεργήθηκε δακτυλοσκοπική εξέταση του κατηγορουμένου … και τα ληφθέντα δακτυλικά του αποτυπώματα συγκρίθηκαν με το τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος το οποίο βρέθηκε στο διαμέρισμα ιδιοκτησίας […]. Από το πόρισμα της ανωτέρω πραγματογνωμοσύνης δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο ως άνω κατηγορούμενος δεν είναι το πρόσωπο, τμήμα του δακτυλικού αποτυπώματος του οποίου βρέθηκε στην εξερεύνηση στο ως άνω διαμέρισμα, και συνεπώς δεν είναι και κατηγορούμενος σε βάρος του οποίου ασκήθηκε η ποινική δίωξη και εκδόθηκε το υπ’ αρ. … ένταλμα σύλληψης του … Τακτικού Ανακριτή. Ειδικότερα, το από … και με αρ. πρωτ. … έγγραφο του 3ου Τμήματος Εξερεύνησης της ΔΕΕ αναφέρει ότι «το δακτυλικό αποτύπωμα που βρέθηκε την … σε … του διαμερίσματος … όπου έλαβε χώρα κλοπή διάρρηξη είναι ανόμοιο με τα αποτυπώματα του ατόμου με στοιχεία …, εγκλείστου στο Κ.Κ. Κορυδαλλού, ο οποίος δακτυλοσκοπήθηκε την … από το Τ.Α. Κορυδαλλού. Συνεπώς, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί ότι η ποινική δίωξη που του ασκήθηκε θεωρείται σαν να μην έγινε, κατ’ άρ. 79 του ΚΠΔ. 2 ΠεντΕφετΑθ 2570, 3070/2017

Επειδή, τέλος, κατά το άρ. 79 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρ. 213 παρ. 1 ΣΠΚ, όταν προκύψει ότι η διαδικασία στρέφεται εναντίον κατηγορουμένου από πλάνη ως προς την ταυτότητα του προσώπου του, ο δικαστής αποφαίνεται ότι η ποινική δίωξη θεωρείται σα να μην έγινε. Με τον όρο δικαστής εννοείται το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο (βλ. Πρακτικά συνεδριάσεων αναθεωρητικών επιτροπών ΚΠΔ, τεύχος Α`, σελ. 219, Πλημ Εδεσσας 53/1982 ΕλλΔικαιοσύνη 1982 σελ. 447, ΠλημΑθηνών 5350/1985 ΠοινΧρ ΛΕ`, σελ. 829, Αθ. Κονταξής, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 1994, σελ. 645). Έχουμε τη γνώμη ότι αναλογικά εφαρμοζόμενη η διάταξη του άρ. 79 ΚΠΔ πρέπει να καλύπτει και την περίπτωση της άσκησης ποινικής δίωξης κατά ορισμένου προσώπου, όταν προκύψει ότι αυτή, λόγω μεταγενέστερης νομοθετικής μεταβολής, δεν έπρεπε να έχει κινηθεί, αλλά να έχει τεθεί η υπόθεση στο αρχείο με πράξη του εισαγγελέα. ΣτρατΘεσσαλον 24/2012

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 245 ΚποινΔ η προανάκριση περατώνεται είτε με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είτε με πρόταση του Εισαγγελέα στον ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο. Η προανάκριση, όπως είναι γνωστό ενεργείται in rem και όχι in personam. Όταν λοιπόν προκύψει από την προανάκριση ότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη και η ποινική δίωξη έχει ασκηθεί κατ` αγνώστου δράστη, ανακύπτει το ερώτημα του τρόπου περατώσεως της προανάκρισης. Θέση της δικογραφίας στο αρχείο αγνώστων δραστών αποκλείεται. Γιατί αυτή η θέση δεν έχει την έννοια της διευθετήσεως της ποινικής διώξεως αλλά της τηρήσεως αυτής σε σκόπιμη εκκρεμότητα με την προοπτική εξιχνιάσεως του διωχθέντος εγκλήματος. Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν υπάρχει τέτοιος λόγος εκκρεμότητας γιατί δεν υπάρχει καμμιά ποινικώς αξιόλογη πράξη. Αρχειοθέτηση της δικογραφίας, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1 ΚΠοινΔ ή έκδοση διατάξεως σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 ΚΠοινΔ αποκλείονται γιατί και οι δύο ενέργειες προϋποθέτουν μη εισέτι ασκηθείσα ποινική δίωξη. Μετά την έναρξη της ποινικής διώξεως ο Εισαγγελέας παύει να είναι DOMΙNUS LITIS της υποθέσεως και στερείται του δικαιώματος της εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων (Γνωμ.ΕισΘεσ 17185/72 ΠοινΧρον ΚΓ-76). Παραμένει λοιπόν το ερώτημα της τύχης της εγερθείσης ποινικής διώξεως κατ` αγνώστου όταν από την προανάκριση προκύπτει το κατ` ουσία αβάσιμο της μηνύσεως, εγκλήσεως αναφοράς κ.λπ. Η σκέψη για απαλλακτικό βούλευμα είναι ανεφάρμοστη γιατί προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένου κατηγορουμένου. Η σκέψη να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη δεν βρίσκει δικονομικό έρεισμα, γιατί μόνον όταν έχει με πληρότητα καθοριστεί η δικονομική έννομη σχέση της ποινικής δίκης, όπως όταν έχει κινηθεί η ποινική δίωξη κατ` ορισμένου κατηγορουμένου, τότε και μόνον τότε θα τερματισθεί μ` έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 245, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 και 310 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Διαφορετικά ο τερματισμός της ποινικής δίκης με έναν από τους παραπάνω τρόπους είναι ανεπίτρεπτη δικονομική ακροβασία (βλ. σχετ. Ι. Ζησιάδη, ΠοινΔικ, τόμ. Α` παρ. 192, σελ. 277). Άλλωστε απαράδεκτη κηρύσσεται η ποινική δίωξη όταν λείπει η απαιτούμενη από τον νόμο έγκληση η αίτηση ή άδεια διώξεως ή συντρέχει δεδικασμένο ή εκκρεμοδικία. Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν συντρέχει κανένας από τους παραπάνω λόγους για να κηρυχθεί η ποινική δίωξη απαράδεκτη. Υπάρχει λοιπόν δικονομικό κενό, η πλήρωση του οποίου πρέπει να γίνει με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 79 ΚΠοινΔ. Γιατί στην κρινόμενη περίπτωση υπάρχουν οι προϋποθέσεις ανάλογης εφαρμογής της διατάξεως αυτής δηλαδή νομικό κενό, ανάγκη δικαστικής ρύθμισης και ταυτότητας του λόγου, γιατί όπως δεν θα εκινείτο η ποινική δίωξη στην περίπτωση του άρθρου 79 ΚΠοινΔ κατ` ορισμένου προσώπου, για το οποίο αποκαλύφθηκε αργότερα ότι κινήθηκε από πλάνη έτσι δε θα εκινείτο η ποινική δίωξη στην περίπτωση του άρθρου 79 ΚΠοινΔ κατ` ορισμένου προσώπου, για το οποίο αποκαλύφθηκε αργότερα ότι κινήθηκε από πλάνη έτσι δε θα εκινείτο η ποινική δίωξη κατ` αγνώστου, αν ο Εισαγγελέας γνώριζε ότι η μήνυση, έγκληση, αναφορά κ.λπ. ήταν ουσιαστικά αβάσιμη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η νομολογία όσες φορές ασχολήθηκε μέχρι σήμερα με το πρόβλημα αυτό ακολούθησε την παραπάνω άποψη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ουσία του πράγματος εξυπηρετείται με τη νομολογιακή θεώρηση του προβλήματος στο μέτρο που η συγκεκριμένη λύση οδηγεί σε οριστική τακτοποίηση της εκκρεμότητος. Κατόπιν των παραπάνω η διατήρηση της προκειμένης ποινικής διώξεως σε εκκρεμότητα αποτελεί δικονομική αταξία που μπορεί να διευθετηθεί και πρέπει με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 309 παρ. 1α, 310 παρ. 1 και 79 ΚΠοινΔ, η ασκηθείσα ποινική δίωξη για κλοπή που κινήθηκε κατ` αγνώστων να θεωρηθεί ως μη γενομένη (βλ. ad hoc Βουλ. Συμβ. Πλημ. Θεσσαλ. 1441/1995 και Βουλ. Συμβ. Πλημ. Ρεθύμνου 118/2001, Βουλ. Συμβ. Πλημ. Λάρισας 46/2003, Βουλ. Συμβ. Πλημ. Λευκάδας 19/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΣυμβΠλημΠειρ 814/2009

Εάν μετά την τέλεση της πράξης και πριν από την άσκηση της ποινικής διώξεως ο δράστης αποβιώσει, δεν δύναται να ασκηθεί ποινική δίωξη, η δε τυχόν ασκηθείσα θεωρείται ως μη γενομένη κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρ. 79 ΚΠΔ, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, μη καθιδρυθείσης πλήρως δικονομικής εννόμου σχέσεως, δεν είναι νόμω βάσιμη η περάτωση αυτής κατά έναν εκ των νομίμων τρόπων της πλήρως καθιδρυμένης δικονομικής εννόμου σχέσεως (βλ. Χ.Δέδε, Το αντικείμενο της Ποινικής Δίκης, κεφ. 26, σελ. 29, Ι.Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, τόμ. Α`, σελ. 277-278 και ΣυμβΠλημΑλεξ, ό.π., ένθα και σχετ. νομολογία). Κατόπιν τούτων πρέπει το Συμβούλιο σας, σύμφωνα με την ορθότερη κατά τη γνώμη μου τρίτη άποψη, να θεωρήσει την κατά του αποβιώσαντος κατηγορουμένου ποινική δίωξη ως μη γενομένη, εφαρμοζόμενης αναλόγως της διατάξεως του άρ. 79 ΚΠΔ. Συμβ ΠλημΙωαν 205/2007

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 79 ΚΠΔ όταν προκύψει σαφώς ότι η διαδικασία στρέφεται εναντίον κατηγ/νου (έστω και αγνώστου) από πλάνη ως προς την ταυτότητα του προσώπου του, ο δικαστής αποφαίνεται ότι η ποινική δίωξη θεωρείται μη γινομένη. Για να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή πρέπει να βεβαιώνεται κατά τρόπο σαφή και ανεπίδεκτο αμφιβολίας σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας δηλαδή είτε στην προδικασία ή στην ενώπιον του Δικ. Συμβουλίου. Ενδιάμεσο διαδικασία είτε στην κυρία διαδικασία στο ακροατήριο ότι η ποινική διαδικασία διεξάγεται εναντίον κατηγ/νου (έστω και αγνώστου) εκ πλάνης, λάθους ή παραδρομής για την πραγματική του ταυτότητα ενώ δεν υπήρξε καν δράστης του φερομένου ως τελεσθέντος εγκλήματος (Πλημ/κείο Αθηνών 3521/70 Ποιν. Χρ. Κ/82, Καίσαρη Κώδιξ Ποιν. Δικ., σελ. 1058, Μπουρόπουλος ερμην. ΚΠΔ στο άρθρ. 79 ΚΠΔ) κάτι τέτοιο είναι απολύτως λογικό αν σκεφτούμε ότι η ποινική δίωξη εκ πλάνης εναντίον προσώπου υπαρκτού θεωρείται ότι δεν έγινε, το ίδιο πρέπει να ισχύει πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ανύπαρκτο φυσικό πρόσωπο εναντίον του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη (Εφ. Δυτ. Μακεδ. 32/1996 Ποιν. Χρον. ΜΣΤ/1129). ΣυμβΠλημΛευκ 19/2005

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά του αναιρεσείοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για τις αξιόποινες πράξεις: α) της συγκρότησης δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας αποτελούμενης από τρία πρόσωπα που επεδίωκε τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων από τα αναφερόμενα στο άρθρο 187 §1 Π.Κ., β) της απάτης από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντιστοίχως η προξενηθείσα ζημία υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δραχμών και γ) της υποβολής ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους προς βλάβη τρίτου με όφελος και αντίστοιχη βλάβη που υπερέβαινε το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Επί της υποθέσεως αυτής, μετά την νομίμως περατωθείσα κυρία ανάκριση, εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο θεώρησε ως μη γενομένη την ποινική δίωξη του αναιρεσείοντος για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις. Από τις παρατιθέμενες παραπάνω διατάξεις του άρθρου 482 του Κ.Π.Δ., οι οποίες αναφέρουν περιοριστικώς τα βουλεύματα καθών επιτρέπεται αναίρεση, σαφώς προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν είναι εξ’ αυτών και συνεπώς δεν χωρεί κατ’ αυτού αναίρεση. Πρέπει λοιπόν ως εκ τούτου να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 Κ.Π.Δ.). ΣυμβΑΠ 1102/2008

Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας “όταν προκύψει σαφώς ότι η διαδικασία στρέφεται εναντίον κατηγορουμένου από πλάνη ως προς την ταυτότητα του προσώπου του, ο ποινικός δικαστής αποφαίνεται ότι η ποινική δίωξη θεωρείται σαν να μην έγινε”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν με σαφήνεια προκύψει ενώπιον του δικαστηρίου ή του συμβουλίου ότι η διαδικασία στρέφεται εναντίον κατηγορουμένου από πλάνη ως προς την ταυτότητα του προσώπου του, δηλαδή στην περίπτωση που το συγκεκριμένο πρόσωπο κατηγορείται από λάθος αντί άλλου προσώπου, έστω και αν έχει επέλθει η παραγραφή, το δικαστήριο αποφαίνεται ότι η ποινική δίωξη θεωρείται σαν να μην έγινε. ΣυμβΑΠ 23/2011

Στην περίπτωση λοιπόν που ο φερόμενος ως δράστης έχει αποβιώσει πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης και η επέλευση του θανάτου του διαπιστώθηκε στη συνέχεια, επειδή δεν υφίσταται πλήρως καθιδρυμένη η δικονομική σχέση της ποινικής δίκης, έτσι ώστε να μπορεί, να περατωθεί τούτη δικονομικά νόμιμα με βάση τις διατάξεις των άρ. 309 παρ.1, 310 παρ. 1 και 370 ΚΠΔ, τίθεται ζήτημα αναλογικής εφαρμογής της διάταξης του άρ. 79 ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο “όταν προκύψει σαφώς, ότι η διαδικασία στρέφεται εναντίον κατηγορουμένου από πλάνη ως προς την ταυτότητά του, ο δικαστής αποφαίνεται ότι η ποινική δίωξη θεωρείται σαν να μην έγινε”, και σύμφωνα με το δικονομικό αξίωμα κατά το οποίο, όταν η ποινική δίωξη κατά προσώπου υπαρκτού που έγινε εκ πλάνης θεωρείται ως μη γενομένη, τότε πολύ περισσότερο πρέπει να γίνει τούτο δεκτό στην περίπτωση ανυπαρξίας του φυσικού προσώπου κατά τον χρόνο άσκησης της δίωξής του (βλ. ΠλημΑΘ 1514/1968 ΠοινΧρ ΙΗ/368, Πρόταση Εισαγγελέως Δ. Τσεβά στην ΣυμβΠλημΠατρ 322/1965 ΠοινΧρ ΙΕ/565). Κρίθηκε λοιπόν νομολογιακά κατά την ορθότερη άποψη, ότι και σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρ. 79 ΚΠΔ και η ασκηθείσα ποινική δίωξη θεωρείται μη γενομένη (βλ. ΣυμβΠλημΚαστ 64/1998 ΠοινΧρ 1999, 78, ΣυμβΠλημΛαρ 246/1993 Αρμ. 1993, 759, ΣυμβΠλημΡοδοπ 73/1992, ΣυμβΠλημΑλεξ 253/1991 Υπέρ. 1991,891, ΣυμβΠλημΛαρ 139/1991 Υπέρ. 1993, 646, ΣυμβΠλημΕδ 53/1982 ΕλλΔνη 23,446, ΣυμβΠλημθεσ 214/1982 ΠοινΧρ ΛΒ/954). ΣυμβΠλημΑθ 3186/2001

Αμφισβήτηση ταυτότητας του συλληφθέντος. Άρθρο 279 παρ.2 Αν ο συλλαμβανόμενος αμφισβητεί την ταυτότητα που του αποδίδεται ή ισχυρίζεται ότι έπαυσε να ισχύει το ένταλμα σύλληψης ή το βούλευμα, οδηγείται σε έναν από τους ανακριτικούς υπαλλήλους του τόπου της σύλληψης που αναφέρονται στο άρθρο 31. Ο ανακριτικός υπάλληλος εξετάζει τα στοιχεία της ταυτότητας και ζητεί πληροφορίες με το ταχύτερο μέσο για την ισχύ του εντάλματος ή του βουλεύματος. Αν η ταυτότητα δεν αποδείχθηκε ή έχει παύσει να ισχύει το ένταλμα σύλληψης ή το βούλευμα, ή δεν εκδόθηκε το ένταλμα σύμφωνα με τον τύπο που απαιτείται, εκείνος που έχει συλληφθεί απολύεται αμέσως. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο ανακριτικός υπάλληλος τον στέλνει μαζί με την έκθεση που έχει συντάξει στην αρχή που ζήτησε τη σύλληψή του, η οποία μπορεί επίσης να εξετάσει και αυτή την ταυτότητά του.

ΕΚΤΕΛΕΣΗ. Αμφιβολίες για την ταυτότητα του καταδικασμένου Άρθρο 561 1. Αν προκύπτουν αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα εκείνου που έχει συλληφθεί για να εκτίσει ποινή ή εκείνου που δραπέτευσε από τις φυλακές, ενώ την εξέτιε, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου όπου έγινε η σύλληψη εξετάζει εκείνον που έχει συλληφθεί και ενεργεί κάθε έρευνα ή εξέταση χρήσιμη για τη βεβαίωση της ταυτότητας. Αν ο εισαγγελέας βεβαιωθεί ότι αυτός που έχει συλληφθεί δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε, διατάσσει με αιτιολογημένη διάταξη την άμεση απόλυσή του. Αν έχει δισταγμούς ή αν αυτός που έχει συλληφθεί επιμένει ότι δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε ή εκείνος που δραπέτευσε, ο εισαγγελέας προκαλεί απόφαση του δικαστηρίου πλημμελειοδικών όπου υπηρετεί και αυτό εφαρμόζει, αν υπάρχει περίπτωση, το άρθρο 77. 2. Αν αυτός εναντίον του οποίου γίνεται η εκτέλεση έχει το ονοματεπώνυμο του καταδικασμένου που αναγράφεται στην απόφαση, δεν είναι όμως εκείνος που κατηγορήθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη για την οποία επακολούθησε καταδίκη και ο οποίος έχει στην πραγματικότητα άλλο ονοματεπώνυμο, ο κατά την προηγούμενη παράγραφο εισαγγελέας προκαλεί απόφαση του κατά το άρθρο 145 παρ. 2 αρμόδιου δικαστηρίου. Το δικαστήριο βεβαιώνει το γεγονός αυτό και διορθώνει το ονοματεπώνυμο του καταδικασμένου, το οποίο έχει αναγραφεί εσφαλμένα στην εκτελούμενη απόφαση, ή και άλλα στοιχεία της ταυτότητάς του (άρθρα 76 και 145 παρ. 2), με την προϋπόθεση όμως ότι ο πραγματικά ένοχος είχε κληθεί στη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, έστω και με το όνομα που εσφαλμένα είχε αναγραφεί σε αυτήν. Αν δεν είχε κληθεί, εφαρμόζεται υπέρ εκείνου που εσφαλμένα καταδικάστηκε η διάταξη της παρ. 1 αριθμ. 2 του άρθρου 525 για την επανάληψη της διαδικασίας και στο μεταξύ αναστέλλεται η εκτέλεση της σε βάρος του απόφασης.

Σχετική νομολογία. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 76, 145 παρ. 2, 564 παρ. 2 και 525 παρ. 1 και 2 του ΚΠΔ προκύπτει ότι: «Αν ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε με ψευδές όνομα ή ψευδείς ι­διότητες, διατάσσεται η διόρθωση σύμφωνα με το άρθρο 564 παρ. 2 και 145 σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ή και κατά την εκτέλεση. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση μπορεί να αφο­ρά, εκτός από τις άλλες παραλείψεις, και τα όσα αναφέρονται ως προς την ταυτότητα του κατηγορουμένου, τη συμπλή­ρωση του ανεπαρκούς αιτιολογικού και τη διευκρίνιση του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό έχει ασάφειες ή είναι διαφορετικό από εκείνο που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο ή που σημειώθηκε στα πρακτικά. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση ή διάταξη, ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που εμφανίσθηκαν. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση αποφάσεως του μικτού ορκωτού δικαστηρίου διατάσσεται, στην περίπτωση που έληξε η σύνοδος κατά την οποίαν εκδόθηκε η απόφαση, από το δικαστήριο των εφετών στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το μικτό Δικαστήριο. Αν ασκήθηκε κατά της αποφάσεως ένδικο μέσο, τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή της τη διατάσσει το δικαστήριο που την εξέ­δωσε, αν το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο και σε αντίθετη περίπτωση τη διόρθωση ή τη συμπλήρωση τη δια­τάσσει το Δικαστήριο, που αποφασίζει για το ένδικο μέσο. Αν αυτός εναντίον του οποίου γίνεται η εκτέλεση έχει το ονοματε­πώνυμο του καταδικασμένου που αναγράφεται στην απόφα­ση, δεν είναι όμως εκείνος που κατηγορήθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη για την οποίαν επακολούθησε καταδίκη και που έχει στην πραγματικότητα άλλο ονοματεπώνυμο, ο κατά την παρ. 1 εισαγγελέας προκαλεί απόφαση του κατά το άρθρο 145 παρ. 2 αρμοδίου Δικαστηρίου και το Δικαστήριο βεβαιώνει το γεγονός αυτό και διορθώνει το ονοματεπώνυμο του καταδι­κασμένου, το οποίο έχει αναγραφεί εσφαλμένως στην εκτελουμένη απόφαση ή και άλλα στοιχεία της ταυτότητάς του (άρθρα 76 και 145 παρ. 2), με την προϋπόθεση όμως ότι ο πραγματι­κός ένοχος έχει προσκληθεί στη συζήτηση ύστερα από την οποίαν εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, έστω και με το όνομα που εσφαλμένως είχε αναγραφεί σ` αυτήν. Διαφορετικά, εφαρμόζεται υπέρ εκείνου που καταδικάσθηκε εσφαλμένως η διάταξη της παρ. 1 αριθ. 2 του άρθρου 525 για την επανάλη­ψη της διαδικασίας. Στο μεταξύ αναστέλλεται η εκτέλεση της αποφάσεως εναντίον εκείνου που καταδικάσθηκε από πλάνη. ΑΠ 1646/2017 ΑΠ 1647/2017

Εφόσον όμως ο συλληφθείς, είτε κατά την αρχική του προσαγωγή εις τους διενεργήσαντες τη σύλληψη ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε εις τον προσαχθέντα Εισαγγελέα, δεν αμφισβήτησε για διάφορους λόγους την ιδιότητα του κατηγορουμένου (λ.χ. πλανηθείς περί της ιδιότητάς του, μη αναγιγνώσκων τα στοιχεία της δικογραφίας, ή έκρινε ότι χρήζει νομικής βοήθειας), και εν συνεχεία, οδηγηθείς στις φυλακές ως υπόδικος, αντιληφθείς ότι δεν τυγχάνει το πρόσωπο που διώκεται, προβάλλει αντιρρήσεις περί της ταυτότητός του, κατά μία άποψη αρμόδιο να αποφανθεί τυγχάνει το Δικαστήριο όπου θα εκδικάσει οριστικώς την κύρια υπόθεση (ΠλημΒολου 585/1951 ΠοινΧρ Α7524), ενώ, κατ` άλλη άποψη (ΔιατΕισΠλημΑΘ 912/1968 ΠοινΧρ ΙΘ΄/55, ΔιατΕισΠλημθεσ 8/1981 ΠοινΧρ ΛΒ΄/957), αρμόδιο, πέραν της προφανούς αρμοδιότητος του Δικαστηρίου της ουσίας, τυγχάνει και το Δικαστικό Συμβούλιο που εξέδωσε, σύμφωνα με το άρ. 315 ΚΠΔ, το ένταλμα προσωρινής του κρατήσεως, κατ` εφαρμογή του άρ. 279 παρ. 2 ΚΠΔ, το οποίον ρητώς δίδει εις την αρχήν που ζήτησε τη σύλληψη του την αρμοδιότητα να εξετάσει την ταυτότητά του. Και ναι μεν το δικάζον την ουσία δικαστήριο θα αποφανθεί οριστικά για το ζήτημα της ταυτότητος του κατηγορουμένου, πλην όμως θα ήταν υπέρμετρα επαχθές κάποιο πρόσωπο, το οποίον αμφισβητεί την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με ενδεχομένως ισχυρές αποδείξεις πως δεν τυγχάνει το πρόσωπο που αναφέρεται στο καταδιωκτικό έγγραφο, και οι οποίες ανέκυψαν μετά τον εγκλεισμό του εις την φυλακή, να μην δύναται να προσφύγει σε Δικαστικό όργανο για την ταυτότητά του και να παραμείνει εις τη φυλακή έως ότου εκδικασθεί η σχετική υπόθεση μετά από αρκετό χρονικό διάστημα, ιδίως όταν η πράξη που κατηγορείται τυγχάνει κακουργηματικού χαρακτήρα, αφετέρου δε, ας μην παροράται το γεγονός ότι το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο, εφόσον διαθέτει αμφιβολίες περί της ταυτότητος του συλληφθέντος, έχει τη δυνατότητα να απορρίψει τις αντιρρήσεις του, άγοντος τον ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας, ενώ, αν πεισθεί πλήρως περί της μη ιδιότητας του κατηγορουμένου, θα τον απολύσει μεν, πλην όμως η σχετική υπόθεση θα εκκρεμεί προς εκδίκαση, έως ότου καταστεί εφικτή η σύλληψη του πραγματικού υπαιτίου. Για τους ανωτέρω λόγους, ορθότερη είναι η άποψη, η οποία συμβαδίζει και με το άρ. 5 παρ. 3 και 4 της ΕΣΔΑ, το εκδώσαν το ένταλμα προσωρινής κρατήσεως Δικαστικό Συμβούλιο να δύναται να αποφανθεί περί της ταυτότητος του κατηγορουμένου, εφόσον ούτος, μετά τον εγκλεισμό του εις τη φυλακή, αμφισβητεί ότι τυγχάνει ο κατηγορούμενος της κρινομένης υποθέσεως ΣυμβΠλημΛευκ 156/2012

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -