fbpx

Πλαστογραφία από κοινού (κατά συναυτουργία) – Πρόσφατη Νομολογία μετά τον Νέο Ποινικό Κώδικα

Χρόνος ανάγνωσης 19 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 19 λεπτά

Δείτε επίσης

Η πλαστογραφία (216 ΠΚ) είναι, μεταξύ άλλων, έγκλημα τυπικό, σωρευτικώς μικτό, που μπορεί να τελεστεί κατά συναυτουργία, δηλαδή δεν είναι ιδιόχειρο, όπως και με έμμεση αυτουργία (ΑΠ 1733/2009). Υπό το πρίσμα του πΠΚ και ιδίως με τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 45 ΠΚ περί συναυτουργίας, αρκούσε ο κοινός δόλος των συναυτουργών (η σύμπτωση της θέλησης όλων) για την κατάφαση της συναυτουργίας, χωρίς να απαιτείται να εξειδικεύονται οι επιμέρους πράξεις των συναυτουργών (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1024/2019 «Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 Π Κ., αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη των άλλων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Αρκεί δε στην καταδικαστική απόφαση να αναφέρεται ότι οι δράστες της αξιόποινης πράξης ενήργησαν με κοινό δόλο, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και να εξειδικεύονται οι επί μέρους υλικές ενέργειες του καθενός από αυτούς για την από κοινού πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και δεν δημιουργείται έλλειψη νόμιμης βάσης από τη μη εξειδίκευση αυτή. Ειδικότερα δε επί πλαστογραφίας είναι δυνατή η τέλεση της πράξης από περισσότερους με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται να καθορίζονται οι ενέργειες του καθενός, αδιάφορο αν το έγκλημα τελείται από τον ένα μόνο ιδιοχείρως και αρκεί η σύμπτωση της θέλησης όλων των άλλων στην κατάρτιση από τον ένα».

Για τα στοιχεία της συναυτουργίας υπό τον ισχύοντα ΠΚ

Ειδικά για την πλαστογραφία ενδιαφέρουσες είναι οι ακόλουθες αποφάσεις που επιχειρούν να οριοθετήσουν την από κοινού τέλεση της, μετά τη νέα διάταξη του άρθρου 45 ΠΚ περί συναυτουργίας.

Η πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση ΑΠ 1224 / 2020  έκρινε τα ακόλουθα για το υπό εξέταση θέμα, ενώ έχει και ενδιαφέρουσες σκέψεις για την απάτη σε δικαστήριο, όταν η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη:   «Σύμφωνα με αυτά, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το κείμενο του πλαστού εγγράφου συντάχθηκε από τον αναιρεσείοντα, ενώ η υπογραφή στο έγγραφο του μηνυτή τοποθετήθηκε από άλλο άγνωστο πρόσωπο, με το οποίο ο αναιρεσείων ενήργησε από κοινού, ήτοι τέλεσε την πράξη της πλαστογραφίας, με σκοπό να παραπλανηθεί το πολιτικό δικαστήριο που θα δίκαζε την αγωγή του μηνυτή, ο οποίος διεκδικούσε υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής. Οι παραπάνω παραδοχές του Δικαστηρίου εναρμονίζονται με τον ορισμό της συναυτουργίας του άρθρου 45 του νέου Π.Κ., όπως διατυπώθηκε και ισχύει από 1-7-2019, κατά το οποίο αν δύο πραγματώνουν από κοινού εν μέρει τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός, όπως στην ενταύθα περίπτωση κατά την οποία το κείμενο του πλαστού εγγράφου καταρτίσθηκε από τον αναιρεσείοντα και η υπογραφή σε αυτό τέθηκε από άγνωστο πρόσωπο. Την τέλεση της πράξης αυτής από τον αναιρεσείοντα που συνέπραξε με άγνωστο άτομο, το Δικαστήριο με επαρκή αιτιολογία χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογεί, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με τον 2° πρόσθετο λόγο του σχετικού δικογράφου είναι αβάσιμα. Κατόπιν αυτών, ο 3ος λόγος του δικογράφου αναίρεσης και ο 2ος πρόσθετος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμοι».

Η ΑΠ 1062/2020 για το ίδιο θέμα έκρινε ότι : «για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, η οποία είναι έγκλημα τυπικό, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ’ του ΠΚ) από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, με μεταβολή του τελευταίου, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας) και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και μπορεί να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση…..Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του προϊσχύσαντος ΠΚ, “αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”, ενώ σύμφωνα με την ίδια διάταξη του νέου, (ισχύοντος από 1.7.2019) ΠΚ, “Αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει την δική του δράση με εκείνη των άλλων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Αρκεί δε στην καταδικαστική απόφαση να αναφέρεται ότι οι δράστες της αξιόποινης πράξης ενήργησαν με κοινό δόλο, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και να εξειδικεύονται οι επί μέρους υλικές ενέργειες του καθενός από αυτούς για την από κοινού πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και δεν δημιουργείται έλλειψη νόμιμης βάσης από τη μη εξειδίκευση αυτή……Περαιτέρω, όσον αφορά στο αδίκημα της κακουργηματικής πλαστογραφίας (με χρήση), διαλαμβάνονται στην απόφαση οι εξής κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές: α) ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ενήργησε από κοινού με το συγκατηγορούμενό του Κ. Π. στην τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας, κατ’ εξακολούθηση, καθώς και το υλικό αντικείμενο αυτής, με παράθεση των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν τις παραδοχές της απόφασης, αφού σαφώς αναφέρεται ότι η πλαστότητα των ιδιωτικών συμφωνητικών, τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, των αντίστοιχων με αυτά αποδείξεων είσπραξης και των εκδοθεισών εν συνεχεία επιταγών, εντοπίζεται στη πλαστή σφραγίδα των εταιρειών “… … Ε.Π.Ε.”, “… Ε.Π.Ε.” και “… Ε.Π.Ε.”, κατ’ απομίμηση της γνήσιας και στην κατ’ απομίμηση θέση της υπογραφής των νομίμων εκπροσώπων τους, Σ. Μ., Α. Τ., Ν. Τ. και Σ. Π., εν αγνοία τους και χωρίς τη συναίνεσή τους, σε καθένα από τα καταρτισθέντα έγγραφα (ιδιωτικά συμφωνητικά, τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, αποδείξεις είσπραξης, επιταγές), β) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατάρτισης των ως άνω πλαστών εγγράφων και των εννόμων συνεπειών που ήταν πρόσφορη (η κατάρτιση των πλαστών εγγράφων) να επιφέρει προς όφελος αυτού, ανώτερο του συνολικού ποσού των 120.000 ευρώ, βλάπτοντας, αντίστοιχα, το Ελληνικό Δημόσιο και τις εκδότριες τα τιμολόγια εταιρείες, που φέρονταν ως συμβαλλόμενες στα ιδιωτικά συμφωνητικά και λήπτριες των επιταγών ως προς το ποσό αυτό, γ) ο δόλος αυτού, που συνίσταται, αφενός μεν στο ότι ο αναιρεσείων γνώριζε (άμεσος δόλος), ότι τα εν λόγω έγγραφα ήταν πλαστά, αφετέρου δε, ότι αποσκοπούσε (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση τους τρίτους (αρμόδιους υπάλληλους της Δ.Ο.Υ., λήπτριες των τιμολογίων εταιρείες, τράπεζες κλπ) περί της γνησιότητας των ανωτέρω εγγράφων, ώστε να εισπράξει τα σχετικά κάθε φορά χρηματικά ποσά για τις παρασχεθείσες δήθεν υπηρεσίες, δ) η εξακολουθητική τέλεση της πλαστογραφίας, η οποία τελέστηκε σε βάρος των φερομένων ως εκδοτριών των πλαστών τιμολογίων εταιρειών σε διαφορετικούς χρόνους και ε) διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η συναυτουργική συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην τέλεση της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας για την οποία καταδικάστηκε, αφού εξειδικεύονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα περιστατικά, βάσει των οποίων το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων συμμετείχε στη διάπραξη της ως άνω αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας, ως συναυτουργός, με την τέλεση, δηλαδή, πράξεων αντικειμενικής υπόστασης της εν λόγω αξιόποινης πράξης».

Η ΑΠ  926/2020 αποφαίνεται ότι :  «Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 του προϊσχύσαντος ΠΚ, “αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”, ενώ σύμφωνα με την ίδια διάταξη του νέου, (ισχύοντος από 1.7.2019) ΠΚ, “Αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει την δική του δράση με εκείνη των άλλων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Αρκεί δε στην καταδικαστική απόφαση να αναφέρεται ότι οι δράστες της αξιόποινης πράξης ενήργησαν με κοινό δόλο, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και να εξειδικεύονται οι επί μέρους υλικές ενέργειες του καθενός από αυτούς για την από κοινού πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και δεν δημιουργείται έλλειψη νόμιμης βάσης από τη μη εξειδίκευση αυτή……Κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2001 μέχρι και τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2005, ο κατηγορούμενος εργαζόταν στη Θεσσαλονίκη, ως συντονιστής ασφαλιστικών συμβούλων της εταιρείας … στο υποκατάστημα της …, με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Στην ίδια εταιρεία εργαζόταν ως ασφαλιστικός σύμβουλος ο συγκατηγορούμενός του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Σ. Κ., ο οποίος ασκούσε τη δραστηριότητα αυτή στο όνομα της συζύγου του, Ε. Ο., κατ’ εξουσιοδότηση αυτής, η οποία είχε συνάψει τη σχετική σύμβαση συνεργασίας ως ασφαλιστική σύμβουλος με την παραπάνω εταιρία (…), διότι ο ίδιος δεν είχε τις απαιτούμενες για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού στο όνομά του, προϋποθέσεις, μεταξύ δε του κατηγορουμένου και του Σ. Κ., είχε αναπτυχθεί φιλική σχέση και σχέση εμπιστοσύνης, είχαν δε δημιουργήσει λόγω του αντικειμένου της εργασίας τους μεγάλο κύκλο γνωριμιών και σχέση εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους. Κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2001 μέχρι και τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2005, ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε γνώση και εμπειρία του σχετικού αντικειμένου και της αγοράς, με πρόθεση και με σκοπό ν’ αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, προκάλεσε στον Σ. Κ., με επίμονες προτροπές, παραινέσεις και πειθώ, συνοδευόμενες από υπόσχεση οικονομικών ανταλλαγμάτων, την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της απάτης, σε βάρος τρίτων, κατ’ εξακολούθηση, την οποία και τέλεσε ο τελευταίος. Ειδικότερα, ο Σ. Κ., κατόπιν απόφασης που του προκάλεσε κατά τα ανωτέρω ο κατηγορούμενος και ενεργώντας υπό τις οδηγίες και την καθοδήγηση αυτού, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, παρουσίασε σε τρίτους επενδυτές, ως δήθεν υπαρκτά και ιδιαιτέρως αποδοτικά, χρηματοοικονομικά προγράμματα και επενδυτικά προϊόντα, με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, καθόσον τα προϊόντα αυτά, όπως το αμοιβαίο κεφάλαιο και τα επενδυτικά προγράμματα ήταν ανύπαρκτα, πείθοντάς τους, να του παραδώσουν ως είδος επένδυσης τα χρήματά τους, τα οποία ακολούθως ιδιοποιήθηκαν ο ίδιος και ο κατηγορούμενος, το ύψος δε αυτών υπερβαίνει το ποσό των 120.000,00 ευρώ. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα: 1) Κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2001 έως και τον μήνα Απρίλιο του έτους 2002, ο Σ. Κ. παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα Κ. Π., ότι ο ίδιος και ο κατηγορούμενος είναι εξουσιοδοτημένοι από την εταιρία … να διαθέτουν προς το επενδυτικό κοινό ένα αμοιβαίο κεφάλαιο της, μεγαλύτερης απόδοσης, με τόκο 6% ετησίως και έτσι τον έπεισε να ρευστοποιήσει, την 29.01.2001 και την 18.04.2002, τα αμοιβαία κεφάλαια που είχε έως τότε στην …, αξίας 43.027,98 ευρώ και 6.676,76 ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικά 49.704,74 ευρώ Το συνολικό ποσό της ρευστοποίησης αυτής εισέπραξε ο Σ. Κ. και παρέδωσε στον εγκαλούντα Κ. Π. έγγραφα που φέρονταν ότι εκδόθηκαν από την … του ομίλου …, με τον τίτλο “…”, τα οποία κάθε φορά με την λήξη τους αυτόματα ανανεώνονταν, οπότε παρέδιδε στον εγκαλούντα νέα … και έτσι κατά το έτος 2005, ο εγκαλών κατείχε τρία (3) …, με ημερομηνία λήξεως 30.12.2005, 23.01.2006 και 29.01.2006, αντίστοιχα, με αναγραφόμενα ποσά κατά τη λήξη τους 14.029,02, 11.277,85 και 67.622,40 ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικά αξίας 92.929,27 ευρώ. Τα παραπάνω περιστατικά που παρέστησε ο Σ. Κ. στον εγκαλούντα Κ. Π. ήταν όλα ψευδή, αφού αυτός δεν είχε εντολή για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αμοιβαίων κεφαλαίων, επιπλέον δε τα … μεγαλύτερης απόδοσης, που παρέδωσε στον εγκαλούντα, δεν ήταν γνήσια προερχόμενα από την άνω εταιρεία, αλλά πλαστά και είχαν καταρτισθεί σε ανεξακρίβωτες ημερομηνίες του Νοεμβρίου του έτους 2004, του Ιανουαρίου και του Ιουλίου του έτους 2005, από κοινού από τον ίδιο και τον κατηγορούμενο, οι οποίοι με σκοπό να παραπλανήσουν τον εγκαλούντα σχετικά με την εγκυρότητά τους, ότι δηλαδή προέρχονται από την ως άνω εταιρεία και είναι γνήσια έθεσαν σ’ αυτά στη θέση του συντάκτη τους, υπογραφή ανυπάρκτων προσώπων και σε κάθε περίπτωση άγνωστων και άσχετων με την ανωτέρω εταιρεία, ενήργησαν δε έτσι, προκειμένου να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο και πέτυχαν με ισόποση ζημία του εγκαλούντος, ύψους 49.704,74 ευρώ.

Β) Στη Θεσσαλονίκη, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2004 έως και τον μήνα Μάρτιο του έτους 2006, ενεργώντας από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Σ. Κ. και κατόπιν συναπόφασης, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατάρτισαν πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια έκαναν χρήση των εγγράφων αυτών, είναι δε άτομα που ενεργούν κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας τους, το συνολικό δε περιουσιακό όφελος που επιδίωξαν και η αντίστοιχη ζημία που προξένησαν υπερβαίνουν το ποσό των 15.000,00 ευρώ και των 73.000,00 ευρώ και ήδη 120.000 ευρώ. Ειδικότερα:

1. Στη Θεσσαλονίκη, σε μη εξακριβωθείσες ημέρες του Νοεμβρίου του έτους 2004, του Ιανουαρίου και του Ιουλίου του έτους 2005, κατάρτισαν τέσσερα (4) τον αριθμό έγγραφα, φερόμενα ως εκδοθέντα από την ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “…” με τον τίτλο “… ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ Δ-Δ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ-ΔΙΑΟΕΣΙΜΩΝ”, θέτοντας, στη θέση του συντάκτη αυτών, υπογραφή των Γ. Μ. και Γ. Α., οι οποίοι είναι ανύπαρκτα πρόσωπα και σε κάθε περίπτωση άγνωστα και άσχετα με την ανωτέρω εταιρεία, ήτοι: α) το από 24.01.2005 …, επ’ ονόματι Κ. Π., με ημερομηνία έναρξης 23.01.2005 και λήξης 23.01.2006, με ποσό έναρξης 10.639,48 ευρώ και λήξης 11.277,85 ευρώ,….. Όσον αφορά δε στο αδίκημα της κακουργηματικής πλαστογραφίας (με χρήση) από κοινού με τον ως άνω Σ. Κ., διαλαμβάνονται στην απόφαση οι εξής κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές: α) αναφέρονται στην απόφαση τα έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 13γ ΠΚ, τα οποία ήταν δεκτικά πλαστογραφίας, ήτοι τα 20 δελτία διαχείρισης διαθεσίμων κεφαλαίων, φερόμενα ως εκδοθέντα από την ανωτέρω ασφαλιστική εταιρεία και η κατάρτιση αυτών με τη θέση και υπογραφή σε αυτά ανύπαρκτων προσώπων, β) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατάρτισης των ως άνω πλαστών εγγράφων και των εννόμων συνεπειών που ήταν πρόσφορη (η κατάρτιση των πλαστών εγγράφων) να επιφέρει προς όφελος αυτών, ανώτερο του συνολικού ποσού των 120.000 ευρώ, βλάπτοντας, αντίστοιχα, τους εγκαλούντες, ως προς το ποσό αυτό, γ) ο δόλος αυτών, που συνίσταται, αφενός μεν στο ότι γνώριζε ο αναιρεσείων και ο Σ. Κ. (άμεσος δόλος), ότι τα εν λόγω έγγραφα ήταν πλαστά, αφετέρου δε, ότι αποσκοπούσε αυτός και ο συγκατηγορούμενός του (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσουν τους εγκαλούντες περί της γνησιότητας των ανωτέρω εγγράφων και δ) αιτιολογείται η από κοινού τέλεση της ως άνω πράξης, καθώς η παραδοχή, ότι έδρασαν από κοινού και μετά από συναπόφαση αρκεί για την κατάφαση της συναυτουργίας και δεν απαιτείται εξειδίκευση των ενεργειών ενός εκάστου. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος (πρώτος και δεύτερος λόγοι του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως) περί του ότι δεν στοιχειοθετείται πλαστογραφία, επειδή τα πρόσωπα, τα οποία φέρονται ως συντάκτες στα ως άνω έγγραφα είναι ανύπαρκτα, είναι αβάσιμη, καθόσον δεν αναιρείται η στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος με την παραδοχή αυτή, αφού βλαπτόμενος από το εν λόγω αδίκημα δεν είναι μόνον εκείνος, του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο, του οποίου είναι εκδότης, αλλά και εκείνος, ο οποίος βλάπτεται άμεσα από την πράξη αυτή».

Η ΑΠ 905 / 2020     «Σύμφωνα με το άρθρο 45 του νέου ΠΚ “Αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”. Όπως αναφέρεται και στη σχετική αιτιολογική έκθεση, στο άρθρο αυτό, στο οποίο περιγράφεται το περιεχόμενο της συναυτουργίας, ορίζεται πλέον με σαφήνεια ότι για να χαρακτηρισθεί κάποιος συναυτουργός δεν αρκεί να έχει κοινό δόλο και να τελεί πράξεις που συμβάλλουν στην πραγμάτωση του εγκλήματος, αλλά πρέπει να πραγματώνει από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στο νόμο αξιόποινης πράξης, πρέπει, δηλαδή, να τελεί σε κάθε περίπτωση πράξη αντικειμενικής υπόστασης. ……. Η πρώτη κατηγορούμενη Α. Α., η δεύτερη κατηγορούμενη Ε. Μ. και η τρίτη κατηγορούμενη, Μ. Μ., στα Χανιά την 7-9-2012 και την 11-10-2012, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από κοινού ενεργούσες κατήρτισαν πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και το χρησιμοποίησαν. Συγκεκριμένα στον ως άνω αναφερόμενο τόπο και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από κοινού ενεργούσες, η πρώτη κατηγορούμενη Α. Α., ως Πρόεδρος του Δ.Σ. του Σωματείου Πτυχιούχων Αποκλειστικών Νοσοκόμων Νομού Χανίων, η δεύτερη κατηγορούμενη Ε. Μ., ως Αντιπρόεδρος αυτού και τη τρίτη κατηγορούμενη Μ. Μ., ως Ταμίας του ως άνω σωματείου, με πρόθεση, ήτοι με κοινό δόλο συνέθεσαν εξυπαρχής διά χειρός της δεύτερης κατηγορουμένης Ε. Μ., στο πλαίσιο διαχωρισμού ρόλων, τις με αριθμούς …/7-9-2012, …/11-10-2012, …/11-10-2012 και …/11-10-2012 αποδείξεις του ΙΚΑ, οι οποίες προέρχονταν από μπλοκ αποδείξεων που είχε χορηγηθεί στην πρώτη κατηγορουμένη Α. Α. και που η ίδια είχε παραδώσει στην δεύτερη κατηγορουμένη, στο αυτό πλαίσιο του διαχωρισμού ρόλων και έθεσαν (διά χειρός της δεύτερης κατηγορουμένης) σε κάθε μία υπογραφή κατ’ απομίμηση εκείνης της ήδη εγκαλούσης Ε. Φ. του Ε., με σκοπό να δημιουργήσουν την εντύπωση σε κάθε ενδιαφερόμενο, ότι οι ανωτέρω αποδείξεις έφεραν γνήσια υπογραφή της ανωτέρω φερόμενης ως εκδότριας και τις προσκόμισαν ενώπιον του Ι. Μ. του Γ., ταμία της Οικονομικής Υπηρεσίας του Θ.Ψ.Π.Χ., ο οποίος κατέβαλε το ποσό των 1.584 ευρώ, το οποίο περιήλθε στο ταμείο του ανωτέρω Σωματείου, το οποίο διατηρούσε η τρίτη κατηγορουμένη Μ. Μ.. Οι δε κατηγορούμενες γνώριζαν ότι κατήρτιζαν εξ υπαρχής πλαστές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (νοσηλείας), θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή της εγκαλούσης και ότι αυτό αφενός μεν ήταν παράνομο, αφετέρου δε ζημίωνε την παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας, αλλά και το ασφαλιστικό ταμείο (Ι.Κ.Α.) αφού άλλος νοσηλευτής παρείχε τις υπηρεσίες του προς τους ασθενείς που είχαν ανάγκη και από άλλο μπλοκ αποδείξεων με άλλη (πλαστή) υπογραφή εκδίδονταν οι αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (νοσηλείας). Ομοίως και ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι έκαναν εξυπηρέτηση στην παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας και ότι είχαν τη συναίνεση της για τη θέση της υπογραφής της, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε, αφού οι απολογίες των κατηγορουμένων δεν κρίνονται πειστικές…………… Συγκεκριμένα στον ως άνω αναφερόμενο τόπο και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, από κοινού ενεργούσες, δεδομένου του ότι η πρώτη κατηγορούμενη Α. Α., είναι Πρόεδρος του Δ.Σ. του Σωματείου Πτυχιούχων Αποκλειστικών Νοσοκόμων Νομού Χανίων, η δεύτερη κατηγορούμενη Ε. Μ., είναι Αντιπρόεδρος αυτού και τη τρίτη κατηγορούμενη Μ. Μ., είναι Ταμίας αυτού, συνέθεσαν εξυπαρχής διά χειρός της δεύτερης κατηγορουμένης Ε. Μ., στο πλαίσιο διαχωρισμού ρόλων, τις με αριθμούς …/7-9- 2012, …/11-10-2012, …/11-10-2012 και …/11-10-2012 αποδείξεις του ΙΚΑ, οι οποίες προέρχονταν από μπλοκ αποδείξεων που είχε χορηγηθεί στην πρώτη κατηγορουμένη Α. Α., και που η ίδια είχε παραδώσει στην δεύτερη κατηγορουμένη, στο αυτό πλαίσιο του διαχωρισμού ρόλων και έθεσαν (διά χειρός της δεύτερης κατηγορουμένης) σε κάθε μία υπογραφή κατ’ απομίμηση εκείνης της ήδη εγκαλούσης Ε. Φ. του Ε., με σκοπό να δημιουργήσουν την εντύπωση σε κάθε ενδιαφερόμενο ότι οι ανωτέρω αποδείξεις έφεραν γνήσια υπογραφή της ανωτέρω φερόμενης ως εκδότριας και τις προσκόμισαν ενώπιον του Ι. Μ. του Γ., ταμεία της Οικονομικής Υπηρεσίας του Θ.Ψ.Π.Χ., ο οποίος κατέβαλε το ποσό των 1.584 ευρώ, το οποίο περιήλθε στο ταμείο του ανωτέρω Σωματείου, το οποίο διατηρούσε η τρίτη κατηγορουμένη Μ. Μ..” . Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, ως προς την πρώτη και τρίτη των κατηγορουμένων, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ασαφής και ελλιπής. Ειδικότερα, υπάρχουν ασάφειες στην απόφαση αναφορικά με τη συμμετοχή των δύο αυτών κατηγορουμένων στην τέλεση της επίδικης πράξης πλαστογραφίας, καθόσον δεν προσδιορίζεται με ποιες πράξεις αυτές συνέβαλαν στην πραγμάτωση της εν λόγω πλαστογραφίας, που διέπραξε η δεύτερη κατηγορούμενη, Ε. Μ., ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί εάν η συμμετοχή τους στη πράξη αυτή συνιστά συναυτουργία ή συνέργεια κατά το άρθρο 47 ΠΚ, για την οποία με τον νέο ΠΚ προβλέπεται επιεικέστερη ποινή. Η εντελώς γενική αναφορά στην απόφαση περί κοινού δόλου δεν αρκεί, κατά το άρθρο 45 ΠΚ (βλ. υπό στ. IV νομική σκέψη της παρούσας), για να χαρακτηρισθούν οι κατηγορούμενες ως συναυτουργοί και πολύ περισσότερο η τρίτη κατηγορούμενη, για την οποία το μόνο που αναφέρεται στην απόφαση είναι ότι αυτή ήταν ταμίας του σωματείου. Συνεπώς, το Δικαστήριο υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παρ.1 στ.Δ’ ΚΠΔ πλημμέλεια και είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος των αναιρέσεων της πρώτης και της τρίτης αναιρεσείουσας για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας».

Αργά, αλλά σταθερά ο Άρειος Πάγος επιχειρεί την οριοθέτηση της από κοινού πλαστογραφίας, ιδίως αναφορικά με την εν μέρει ή εν όλω πραγμάτωση της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης από τους συναυτουργούς. Αναμένονται και αποφάσεις από τα δικαστήρια της ουσίας για την παγίωση της νομολογίας σε μία δύσκολη ερμηνευτικά και πρακτικά συναυτουργία, όπως αυτή της πλαστογραφίας.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -