1. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 513 έως 516 ΑΚ προκύπτει ότι ο πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου (νομικό ελάττωμα). Στην περίπτωση που ο πωλητής δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή, όταν δηλαδή κατά τον χρόνο της συνομολόγησης της σύμβασης υπήρχε νομικό ελάττωμα, θεωρείται ότι αυτός βρίσκεται σε υπαίτια αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής. Ο αγοραστής έχει, σύμφωνα με το άρθρο 382 ΑΚ, όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, δηλαδή αυτός μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380 ΑΚ, είτε να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και να ζητήσει εύλογη αποζημίωση κατά το άρθρο 387 ΑΚ. Υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά συμβατική αθέτηση και γενικά δημιουργεί ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση η ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) θα ήταν καθεαυτή παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ (βλ.ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 212/2000 ΕΔΠολ 2000.258, ΑΠ 47/1996 ΕλλΔνη 37.1316, ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 37.1360 και Γεωργιάδη Σταθόπουλο ΑΚ άρθρα 914-938 αρ.7). Η αθέτηση της συμβατικής υποχρέωσης από μόνη της μπορεί μεν να είναι άδικη πράξη αλλά όμως δεν συνιστά και αδικοπραξία. Έτσι, στην περίπτωση αυτή, οι συμβατικές έννομες συνέπειες ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της ενοχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση) και όχι από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (βλ. Ι.Γ.Δεληγιάννη-Π. Κορνηλάκη, Ειδ.ΕνοχΔικ 1992 τόμος ΙΙΙ παραγρ.340 σελ.106, ΕφΔωδ 120/1991 ΕλλΔνη 36.398). Για τη θεμελίωση και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει (άρθρο 216 ΚΠολΔ), όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης και κυρίως την παράνομη ενέργεια του υπόχρεου, την υπαιτιότητα αυτού, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και ζημίας, αλλιώς το δικόγραφο της αγωγής είναι απαράδεκτο ως αόριστο (ΕφΑΘ 3534/2003 ΕλλΔνη 2004.585 και ΕφΔωδ 115/2005, δημ. Νόμος).
2. Σύμφωνα με το άρθρο 211 εδ. α ΑΚ, δήλωση βούλησης από κάποιο (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Eπί δικαιοπραξίας που επιχειρείται διαμέσου άλλου προσώπου και αντί άλλου, υποκείμενο αυτής είναι όχι αυτός που επιχειρεί αυτήν, αλλά αυτός για τον οποίο επιχειρείται. Συνεπώς, εφόσον υποκείμενο της σχέσης που δημιουργείται με την ενέργεια του αντιπροσώπου είναι ο αντιπροσωπευόμενος, αυτός μπορεί να είναι υποκείμενο των διαφορών που θα προκύψουν από τη σχέση αυτή, συνεπώς αυτός δικαιούται να ενάγει και να ενάγεται. Εξάλλου, κατά το ίδιο άρθρο 211 εδ. α ΑΚ, άμεση αντιπροσώπευση είναι η δήλωση βούλησης, την οποία κάνει ο αντιπρόσωπος μέσα στα όρια της εξουσίας του στο όνομα ή για λογαριασμό άλλου, δηλαδή προς τον σκοπό να παραχθούν τα νομικά αποτελέσματα για τον άλλον (ΑΠ 399/1996 Ελλ.Δνη 39.334). Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 211 και 212 ΑΚ προκύπτει ότι για να λειτουργήσει η δήλωση βούλησης αμέσως και υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου πρέπει ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος να επιχειρήσει τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία φανερά στον τρίτο με τον οποίο συνηλλάγη ότι τα εκ της δικαιοπραξίας αποτελέσματα θα παραχθούν όχι για τον ίδιο (αντιπρόσωπο), αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο, αδιαφόρως αν η περί τούτου δήλωση είναι ρητή ή συνάγεται από τις περιστάσεις (πληρεξουσιότητα ανοχής). Αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί εν ονόματι άλλου, τότε κατ’ εφαρμογή του ερμηνευτικού κανόνα που εισάγεται με το άρθρο 212 ΑΚ θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα (ΕφΑθ 2044/1998 Ελλ.Δνη 39.606). Συνεπώς η αγωγή που εγείρεται από τον αντιπρόσωπο, στο όνομά του ή κατ’ αυτού, προσωπικώς και όχι από ή κατά του αντιπροσωπευόμενου, είναι ανομιμοποίητη (απαράδεκτη). Εξετάζεται δε αυτό κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΕφΛαρ 550/2000, Δικογρ. 2000.64, ΕφΘεσ 21418/1997 Αρμεν. 1998, 154).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ